P

L

R

Stylianidis Vaggelis Architects

Stylianidis Vaggelis

Στο 33ο επεισόδιο της σειράς podcast Archisearch Talks, με θέμα “Συμβουλές για νέους αρχιτέκτονες” και στο πλαίσιο των “Archisearch Career Days”, φιλοξενήσαμε έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες της γενιάς του. Ο Βαγγέλης Στυλιανίδης γνωρίζει τα ξενοδοχεία όπως λίγοι, ενώ το έργο του εκτείνεται σε δημόσια κτίρια, πολιτιστικούς χώρους και μουσεία, έχοντας αφήσει τη σφραγίδα του στην ελληνική αρχιτεκτονική εδώ και πενήντα χρόνια.

Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1975. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι (1975-1977) και επέστρεψε στην Αθήνα το 1978, ξεκινώντας συνεργασία με τον ήδη καταξιωμένο αρχιτέκτονα Αντώνη Στυλιανίδη. Το 2004 ίδρυσε μαζί του την εταιρεία 3SK Στυλιανίδης Α.Ε. Το γραφείο διαθέτει εμπειρία πενήντα ετών, με εξειδίκευση σε σύνθετα και απαιτητικά έργα ξενοδοχείων, μουσείων, πολιτιστικών χώρων, θεάτρων, γραφείων και οικιστικών αναπτύξεων.

Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του είναι το νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στην Αθήνα, το ξενοδοχείο Ποσειδώνιο στις Σπέτσες, το Daios Cove στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, καθώς και η ανακατασκευή των εγκαταστάσεων της Παπαστράτος στον Πειραιά.

Βασίλης: Βαγγέλη, καλησπέρα και σε ευχαριστούμε που είσαι μαζί μας.

Βαγγέλης Στυλιανίδης: Γεια σου, Βασίλη.

Βασίλης: Η καριέρα σου, στο μυαλό πολλών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του τουρισμού. Ήταν αυτό αποτέλεσμα σχεδιασμού ή κάτι που προέκυψε;

Β.Σ.: Αυτά τα πράγματα συνήθως γίνονται τυχαία. Όταν ξεκινήσαμε, υπήρχε ανάπτυξη του τουρισμού. Βρεθήκαμε στην Κρήτη για κάποιους λόγους, φτιάξαμε ένα ξενοδοχείο, μετά ήρθε το δεύτερο, και σταδιακά χτίσαμε μια πελατεία γύρω από αυτό το αντικείμενο. Με τον καιρό αποκτήσαμε εξειδίκευση και αυτό εξελίχθηκε.

Βασίλης: Υπάρχουν κάποια έργα που θεωρείς σταθμούς στην πορεία σου, που απογείωσαν το γραφείο;

Β.Σ.: Όλα τα έργα έχουν τη δική τους αξία και τα αγαπώ με τον ίδιο περίπου τρόπο, όμως, αν πρέπει να ξεχωρίσω, θα πω το Galaxy στο Ηράκλειο το 1978. Θεωρώ πως ήταν ένα υπόδειγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής με την έννοια που εμείς οι παλιότεροι της γενιάς μας την αντιλαμβανόμαστε. Από εκεί ξεκινήσαμε μια διαδρομή που συνεχίστηκε με το ξενοδοχείο Παλλάς στο Ρέθυμνο, το Blue Palace στην Ελούντα, την ανακαίνιση του Vaio και του Μακεδονία, και αργότερα έργα στην Αθήνα, όπως η ανακατασκευή του Βρετανικού Ινστιτούτου. Πρόσφατα ολοκληρώσαμε την καπνοαποθήκη στη Δράμα και την ανακατασκευή του εργοστασίου Παπαστράτου στον Πειραιά. Βέβαια, πάντα ξεχωρίζω το ΕΜΣΤ, που μας έβαλε σε ένα διαφορετικό επίπεδο, καθώς ήταν μια εμπειρία που δεν είχαμε πριν.

Βασίλης: Γιατί πιστεύεις ότι οι ξενοδόχοι και οι ιδιοκτήτες επιλέγουν το γραφείο σας; Τι σας διαφοροποιεί από τον ανταγωνισμό;

Β.Σ.: Ο ανταγωνισμός σήμερα είναι πολύ διαφορετικός από παλιά. Πιστεύω ότι μας ξεχώρισε η συνέπεια, η εργατικότητα και η προσήλωση στο αντικείμενο κάθε φορά που το προσεγγίζαμε. Το ταλέντο και η έκφραση είναι σημαντικά, αλλά έρχονται εκ των υστέρων. Το βασικό είναι να έχεις μια σταθερή, συνεπή σχέση με το επάγγελμά σου. Νομίζω αυτό εκτιμήθηκε και κάνει τη διαφορά.

Βασίλης: Έχεις εκφράσει την άποψη πως ο τουρισμός θα έπρεπε να αναπτύσσεται σε ειδικές ζώνες, αφήνοντας την υπόλοιπη Ελλάδα αναλλοίωτη. Πού βρισκόμαστε σήμερα κατά την εκτίμησή σου;

Β.Σ.: Ο τουρισμός είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα. Είναι αναγκαίο προϊόν για την Ελλάδα, αλλά μπορεί κανείς να πει πως είναι και ένα «αναγκαίο κακό». Δεν είναι μια αθώα δραστηριότητα, γιατί στηρίζεται στην κατανάλωση του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή όμορφων και προνομιακών τοπίων, σε μια χώρα τόσο ευαίσθητη και πολυσχιδή όσο η Ελλάδα. Όταν εγκαθιστάς μεγάλες δραστηριότητες τουρισμού σε μεγάλη κλίμακα, δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα – όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά και κοινωνικά.

Ήταν καλό να είχαμε περιορίσει τον τουρισμό σε οριοθετημένες ζώνες, όπου αυτή η δραστηριότητα θα μπορούσε να αναπτυχθεί με σεβασμό και σχεδιασμό. Κάτι τέτοιο έγινε σε περιορισμένο βαθμό στη Ρόδο, με δύο μεγάλες ζώνες. Δυστυχώς, όμως, γενικά στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε. Ο τουρισμός αναπτύχθηκε παντού, γιατί απλά δεν είχαμε πολλές άλλες επιλογές, ήταν ο μοναδικός τομέας που μπορούσαμε να επενδύσουμε. Τώρα πρέπει να διαχειριστούμε το σπάνιο προϊόν που είναι το φυσικό και πολιτιστικό μας περιβάλλον με σύνεση, ώστε να μην οδηγηθούμε σε άλογη εκμετάλλευση που τελικά θα μας βλάψει.

Βασίλης: Αναφερθήκαμε νωρίτερα στο νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τι είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο σε αυτό το έργο και τι σου αρέσει να κάνεις όταν το επισκέπτεσαι; Είναι ένα έργο που έχει δεχθεί και έντονη κριτική.

Β.Σ.: Τα έργα των αρχιτεκτόνων πάντα δέχονται κριτική. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η διαδρομή που ακολούθησε η ομάδα μας, από τη σχεδίαση μέχρι και τη μακροχρόνια υποστήριξη του έργου. Ήμασταν παρόντες σε εννέα υπουργούς και περίπου έντεκα διοικητικά συμβούλια, όλοι με τα προβλήματα και τις αδυναμίες τους, αλλά και με την αφιλοκερδή προσπάθεια να βάλουν το μουσείο σε σωστή τροχιά.

Εμβληματικές μορφές στην πορεία ήταν η κυρία Καφέτση, στην οποία οφείλεται μεγάλο μέρος της δημιουργίας του μουσείου, και η κυρία Κοσκινά, πρόεδρος που το στήριξε στα πρώτα βήματα.

Αυτό που μου αρέσει στο μουσείο είναι η κριτική που έχει δεχτεί και την οποία υπομένουμε. Το υπερασπιζόμαστε και πιστεύω πως όταν το ζήσει πραγματικά ο κόσμος, η κριτική θα σταματήσει. Μου αρέσει ιδιαίτερα η διαδρομή μέσα στο κτίριο — το κατακόρυφο «φαράγγι» με τις σκάλες που ανεβάζουν τον επισκέπτη στα διάφορα επίπεδα και δημιουργούν μια μοναδική εμπειρία πριν καν φτάσει στις αίθουσες. Δυστυχώς, όταν άνοιξε το μουσείο, ακολούθησαν τα περιοριστικά μέτρα λόγω της πανδημίας, και δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε τη συλλογή όπως θα θέλαμε. Ελπίζω τώρα, με τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, να ανοίξει κανονικά και να το βιώσει το κοινό, γιατί το μουσείο ανήκει σε όλους. Όταν αυτό γίνει, σκοπεύω να ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες και να το απολαμβάνω.

— Πείτε μας, πώς έχει εξελιχθεί ο αστικός σχεδιασμός στη σημερινή εποχή; Ποια είναι η εικόνα της βιωσιμότητας από την πλευρά των αποφασιστικών φορέων; Αναφέρομαι ειδικότερα σε πρόσφατες παρεμβάσεις, όπως η ανάπλαση της Ομόνοιας και ο Μεγάλος Περίπατος, που έχουν προκαλέσει έντονη συζήτηση, και γνωρίζω πως εσείς έχετε εκφράσει κριτική. Ποια είναι η δική σας άποψη;

— Η Αθήνα είναι μια πόλη με μεγάλη ιστορία· δεν πρόκειται για μια σύγχρονη ή νεοσύστατη πόλη. Διαθέτει σημαντικές ιστορικές και τοπογραφικές αναφορές — από την Πάρνηθα έως την παραλία. Πρόκειται για μια μεγάλη χερσόνησο που εισχωρεί στις Κυκλάδες, γεγονός που διαμόρφωσε την ανάπτυξή της σε σχέση με το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα. Η πόλη φέρει στις γειτονιές και τους δρόμους της την ανάμνηση του παρελθόντος, από τα μάρμαρα της Πεντέλης που χτίστηκε η Ακρόπολη, μέχρι σημεία που έχουν διατηρήσει τη φυσιογνωμία τους ανά τους αιώνες. Παράλληλα, η Αθήνα είναι μια ζωντανή κοινωνία, πολύ διαφορετική από τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις με τις οποίες συχνά συγκρινόμαστε — συγκρίσεις που συχνά μας δημιουργούν αίσθημα μειονεξίας.

Ο σχεδιασμός της πόλης, στην ουσία, έγινε σε πολύ περιορισμένη κλίμακα τον 18ο αιώνα, ενώ η μετέπειτα ανάπτυξή της ήταν κατά μεγάλο μέρος αποτέλεσμα φυσικών, κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών, που δεν ήταν πάντα προσεκτικά σχεδιασμένες, με αποτέλεσμα την εικόνα της «ανάρχου» πόλης. Όμως, δεν θεωρώ την Αθήνα «άναρχη» με την αυθαίρετη έννοια — μάλλον σαν ένα φυσικό φαινόμενο που εξελίχθηκε μέσα σε διακόσια χρόνια, δημιουργώντας αυτό που βλέπουμε σήμερα, με όλα τα προβλήματα και τις χαρές του.

Το να εστιάζουμε όλη τη συζήτηση αποκλειστικά στον Μεγάλο Περίπατο ή στις πεζοδρομήσεις, νομίζω ότι είναι επιφανειακό. Για να προχωρήσουμε σοβαρά με την Αθήνα, απαιτείται ένας ουσιαστικός, ευρύς διάλογος μεταξύ πολιτών και ειδικών, για συγκεκριμένες περιοχές της πόλης, ιδίως του κέντρου. Αυτός ο διάλογος πρέπει να συνδεθεί με ένα συνολικό αστικό και αρχιτεκτονικό όραμα για το μέλλον της πόλης. Δεν μπορεί να γίνονται παρεμβάσεις αποσπασματικά και «λίγο-λίγο».

Ένα έργο μεγάλης υποδομής και οραματικής πνοής ήταν η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, ένα εγχείρημα που, παρότι δεν ολοκληρώθηκε όπως θα έπρεπε, αποτέλεσε σημαντικό σταθμό. Οι παλαιότεροι θυμούνται τη διαφορά στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η οποία σχεδιάστηκε όχι μόνο ως πεζόδρομος αλλά ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της ιστορίας της πόλης και του σύγχρονου πολεοδομικού ιστού. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια είχε η ομάδα του Δημήτρη Διαμαντόπουλου, με μελέτες που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασαν σε αριστουργηματικό επίπεδο. Η όλη διαδικασία συνοδεύτηκε από έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και της κοινωνίας, που έθεσε ουσιαστικά ερωτήματα πέραν του απλού «περπατάμε ή πηγαίνουμε με αυτοκίνητο;».

Αντίθετα, η επικέντρωση σε ερωτήματα τύπου «θέλετε ποδήλατο ή αυτοκίνητο;» περιορίζει το θέμα σε μια επιφανειακή προσέγγιση και δεν οδηγεί σε ουσιαστικές λύσεις. Η περίπτωση της Ομόνοιας, για παράδειγμα, μας δείχνει πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα. Η περιοχή, μετά από χρόνια εγκατάλειψης και υποβάθμισης, απέκτησε ένα νέο πρόσωπο — που ο κόσμος το υποδέχτηκε με ανακούφιση, αλλά το έργο είναι μάλλον αποτέλεσμα μιας μη ενταγμένης σε συνολικό σχέδιο παρέμβασης. Δεν αρκεί να βάλουμε ένα σιντριβάνι ή να φυτέψουμε γκαζόν και να θεωρήσουμε ότι κάναμε κάτι σημαντικό. Αυτές οι κινήσεις δεν είναι αρκετές για να ενισχύσουν την ταυτότητα της πόλης ή να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής.

Η σχέση μας με το δημόσιο χώρο είναι ακόμα ένα κρίσιμο θέμα. Αν επισκεφτεί κανείς την πλατεία Συντάγματος σήμερα, θα διαπιστώσει μια κατάσταση αποσύνθεσης και ακαταστασίας που δεν αρμόζει ούτε στη μνημειακότητα του χώρου, ούτε στις δραστηριότητες που φιλοξενεί. Αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την αδυναμία της κοινωνίας μας να εκφραστεί και να οργανώσει αποτελεσματικά τον δημόσιο χώρο. Όταν η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη τη δεκαετία του 1930, οι δημόσιοι χώροι και οι πλατείες είχαν άλλη ποιότητα, που δυστυχώς σήμερα έχει χαθεί.

Παρά τις αδυναμίες, η ζωντάνια των νέων ανθρώπων και η πολυμορφία της αστικής ζωής κρατούν ζωντανό τον ιστό της πόλης, παρά τις ελλείψεις σε πεζοδρόμια και τις δυσκολίες. Το ζητούμενο είναι να ανοίξει ένας γόνιμος και οργανωμένος διάλογος που να μας βοηθήσει να φανταστούμε την Αθήνα που θέλουμε — με παρεμβάσεις ουσιαστικές, μακριά από γρήγορες και αποσπασματικές ενέργειες που στόχο έχουν μόνο το εντυπωσιασμό.

— Με αφορμή την ανάπτυξη που προωθεί η Demand στον Πειραιά και τη δική σας εμπλοκή σε κάποιο από τα έργα, πώς βλέπετε τη μεγάλη εικόνα της αστικής ανάπτυξης εκεί;

— Στον Πειραιά βλέπουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, όπου ο δήμος συνεργάστηκε με μια εταιρεία που έχει συγκεντρώσει σημαντικό οικονομικό κεφάλαιο, τεχνογνωσία και δίκτυα με τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις. Η παρέμβαση αφορά μια περιοχή που είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί — συγκεκριμένα την ευρύτερη ζώνη του Αγίου Διονυσίου.

Θεωρώ αυτό το εγχείρημα πρότυπο, όχι τόσο για αισθητικούς λόγους — δεν έγιναν απλώς ωραία έργα — αλλά γιατί δεν πρόκειται για μια μικρο-παρέμβαση μέσα σε ένα χάος. Αντίθετα, ο Πειραιάς αποκτά σε μια εκτεταμένη περιοχή ένα νέο, οργανωμένο πρόσωπο και ο αστικός ιστός επανακατοικείται. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Η επανακατοίκηση γίνεται σε συνάρτηση με την εγκατάσταση επιχειρήσεων, τη δημιουργία μικρών ξενοδοχείων που εξυπηρετούν στελέχη, καθώς και τις ανάπλασεις δημόσιων χώρων. Πρόκειται για μια μεγάλη, ολοκληρωμένη και οργανωμένη επέμβαση που αφορά πάνω από 100.000 τετραγωνικά μέτρα. Αναμένεται να φιλοξενήσει 10 έως 12 χιλιάδες κατοίκους που θα ζουν και θα εργάζονται εκεί. Για μένα, τέτοια έργα αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση.

— Πιστεύετε ότι η πανδημία θα επηρεάσει τις αρχές σχεδιασμού; Σας έχει προβληματίσει αυτό; Αλλάζει ο τρόπος που σχεδιάζετε κτίρια γραφείων, ξενοδοχεία; Είναι μια παροδική αλλαγή ή κάτι πιο μόνιμο;

— Δεν γνωρίζω αν αυτή η αλλαγή θα είναι παροδική ή όχι, αλλά σίγουρα είναι συγκλονιστική. Η πανδημία μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε τη σχέση μας με το αντικείμενο, τον χώρο εργασίας, ακόμα και τον τρόπο που κάνουμε διακοπές.

Δεν πρόκειται μόνο για χωρικά ζητήματα, όπως το πώς τηρούμε αποστάσεις ή τους κανόνες υγιεινής. Αν αυτή η κατάσταση επιμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε όσα ξέραμε για τους χώρους εργασίας, τις κατοικίες και τα ξενοδοχεία θα αλλάξουν δραστικά. Οι μετακινήσεις των ανθρώπων θα είναι λιγότερες και πιο σύντομες, γεγονός που θα επηρεάσει και την οικονομία.

Η αρχιτεκτονική, λοιπόν, θα κληθεί να εκφράσει αυτές τις νέες ανάγκες. Δεν είναι δυνατό οι αρχιτέκτονες να προηγηθούν των αναγκών· αντιθέτως, οι ανάγκες θα καθορίσουν τον σχεδιασμό και τη μορφή των κτιρίων στο μέλλον.

Ερώτηση: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από το ανθρώπινο δυναμικό και τους νέους αρχιτέκτονες. Πιστεύεις ότι το Πολυτεχνείο τους προετοιμάζει επαρκώς; Όταν βγαίνουν από το πανεπιστήμιο, είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς; Τι παρατηρείς στα νέα παιδιά που κάνουν αίτηση στο γραφείο σου για δουλειά; Ποια είναι τα λάθη που κάνουν συνήθως, για παράδειγμα στο portfolio ή σε μια συνέντευξη;

Βαγγέλης: Κάθε γενιά, πιστεύω, είναι καλύτερη από την προηγούμενη, χωρίς αμφιβολία. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές — μου φαίνεται λίγο παράξενο — αλλά μπορώ να πω πως ζούμε σε μια εποχή όπου η αρχιτεκτονική έχει περάσει σε μια φάση λατρείας της εικόνας. Καταναλώνεται καθημερινά μέσα από πολλούς τρόπους, και δεν έχει πλέον σχέση με την ιδέα που είχα εγώ όταν ήμουν φοιτητής ή πρωτοεμφανιζόμενος αρχιτέκτονας.

Τότε, η αρχιτεκτονική ήταν στην υπηρεσία της κοινωνίας με συγκεκριμένο τρόπο. Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό σύστημα όπου πολλοί προσπαθούν να δημιουργήσουν μια προσωπική γραφή, να διαμορφώσουν εικόνα και να επιβιώσουν μέσα σε έναν χώρο που γεννά… πολλές πριμαντόνες, αν μου επιτρέπεις την έκφραση.

Το πιο σοβαρό που πρέπει να κάνουν οι νέοι αρχιτέκτονες είναι να απλωθούν στον κόσμο, να ζήσουν εμπειρίες, να βιώσουν καταστάσεις που μετά θα μπορέσουν να μεταφέρουν στη δουλειά τους. Δεν θεωρώ ότι η προτυποποίηση μιας φόρμας είναι το απόλυτο. Αυτό που με δυσκολεύει να αποδεχτώ είναι ότι σήμερα, ζωγραφίζοντας και σχεδιάζοντας με τη βοήθεια των υπολογιστών κάτι περίεργο, προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε σε έναν αισθητικό ανταγωνισμό που θέτει τις δικές του κλίμακες αξιών.

Για παράδειγμα, τα έργα της Ζάχα Χαντίντ έγιναν πρότυπα, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε μια πόλη εξ ολοκλήρου χτισμένη με έργα της. Η αρχιτεκτονική έχει μια ιστορία που την υπερασπίζονται τόσο οι αρχιτέκτονες όσο και η κοινωνία. Μέσα σε αυτή την ιστορία και το υπάρχον δομημένο περιβάλλον, παράγουμε νέα έργα.

Αυτή είναι η δουλειά του Πολυτεχνείου: να διδάσκει στους νέους πώς να διαβάζουν και να ερμηνεύουν το δομημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και δραστηριοποιούνται και να τους δίνει τα εργαλεία να επέμβουν δημιουργικά σε αυτό.

Αν το Πολυτεχνείο δίνει αυτά τα εργαλεία; Κατά το δυνατόν. Όμως, το Πολυτεχνείο δεν μπορεί να κάνει περισσότερα από όσα επιτρέπει η ελληνική κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε πολιτιστική και οικονομική ύφεση εδώ και πολλά χρόνια. Αρχιτεκτονική δεν υπάρχει χωρίς δημόσια αρχιτεκτονική. Οι παραγγελίες του ελληνικού κράτους, μέσω των εκπροσώπων του, καθορίζουν το δημόσιο πρόσωπο της πόλης, το οποίο, δυστυχώς, συχνά είναι χαμηλού επιπέδου, περιορισμένο και λίγων ποιοτικά έργων.

Σε αυτόν τον διάλογο, το να ισχυριζόμαστε ότι κάνουμε «μεγάλα» πράγματα απλώς σχεδιάζοντας ένα σπίτι, ένα ξενοδοχείο ή ένα κτίριο, νομίζω ότι κρυβόμαστε. Το σημαντικό είναι να αποφύγουμε το lifestyle που έχει επικρατήσει, κυρίως σε χώρους εστίασης και διακοπών, και που τώρα τείνει να εισαχθεί και στην ίδια την αρχιτεκτονική. Αυτή η τάση οδηγεί πολλούς νέους να προσπαθούν να εκφράσουν ακριβώς αυτό το «πράγμα» για να επιβιώσουν.

Η αρχιτεκτονική δεν είναι διακόσμηση ούτε lifestyle. Είναι μια τέχνη, αλλά με την έννοια του μαραγκού. Δεν είμαστε ζωγράφοι ή γλύπτες, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη διαχείριση των εργαλείων μας, ειδικά όταν διαμορφώνουμε το δημόσιο πρόσωπο της πόλης.

Οι νέοι αρχιτέκτονες πρέπει να μορφωθούν και να ασκηθούν κυρίως στον διάλογο με την κοινωνία και το υπάρχον περιβάλλον. Από εκεί θα προκύψουν ουσιαστικά και σοβαρά έργα. Ήδη, σε ορισμένα επίπεδα, η ποιότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι πολύ καλύτερη από το πρόσφατο παρελθόν. Η γενιά του ’60 έκανε εξαιρετικά έργα· η δική μου γενιά, δυστυχώς, λιγότερα.

Ερώτηση: Τι ποιότητες αναζητάς σε έναν νέο αρχιτέκτονα που έρχεται να δουλέψει στο γραφείο σου; Τι πιστεύεις ότι είναι σημαντικό για να ξεχωρίσει και να διακριθεί ένας αρχιτέκτονας στον χώρο του;

Βαγγέλης: Η αρχιτεκτονική είναι μια ευχάριστη, αλλά ταυτόχρονα πολύ απαιτητική σπουδή και επάγγελμα. Είναι δύσκολο γιατί όποιος την ασκεί πρέπει να διαθέτει τρεις βασικές ιδιότητες. Πρώτον, λίγο ταλέντο — όχι πολύ, αλλά ένα ελάχιστο χρειάζεται. Δεύτερον, ικανότητα διοίκησης, δηλαδή να μπορεί να οργανώνει και να διευθύνει έργα και ανθρώπους — ένα είδος μάνατζερ. Τρίτον, να είναι καλός πωλητής, δηλαδή να μπορεί να πουλήσει τις ιδέες του, να τις επικοινωνήσει αποτελεσματικά.

Αυτά τα τρία είναι σπάνια να συνυπάρχουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αν κάποιος δεν τα έχει όλα, δεν μπορεί να πετύχει.

Από τους νέους που έρχονται στο γραφείο μου ζητώ υπομονή και ελευθερία. Θέλω να μην υπακούουν τυφλά σε όσα τους λέω — εγώ τους βάζω βαθιά μέσα στη δουλειά, και η υπομονή είναι απαραίτητη ώστε να περιμένουν τη στιγμή που θα μπορέσουν να εκφράσουν όλο το πλούσιο εσωτερικό τους κόσμο και τη μόρφωση που έχουν αποκτήσει, τόσο σε επίπεδο σχεδίου όσο και δημιουργίας.

Ερώτηση: Τι θα πρότεινες σε έναν που τελειώνει σήμερα τις σπουδές του; Να ξεκινήσει να δουλεύει σε κάποιο γραφείο εδώ ή να κάνει αμέσως μεταπτυχιακό ή να φύγει στο εξωτερικό;

Βαγγέλης: Πιστεύω πως πρέπει να φύγει απευθείας στο εξωτερικό. Να αποκτήσει εμπειρίες, να δει κτίρια, να μιλήσει με ανθρώπους, να ζήσει. Αυτή ήταν πάντα η πορεία — όσοι σπούδαζαν έφευγαν για 2-3 χρόνια, και μετά επέστρεφαν αν ήθελαν.

Αν κάποιος μείνει να δουλέψει σε ένα ελληνικό γραφείο, θα δει περιορισμένα πράγματα, περισσότερο βιοπορισμό και λιγότερη σύνδεση με τη μεγάλη ιδέα της αρχιτεκτονικής.

Ερώτηση: Βαγγέλη, σε ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση. Καλή συνέχεια και να είσαι καλά.

Βαγγέλης: Εγώ σε ευχαριστώ, Βασίλη, και σε ευχαριστώ κυρίως που βοηθάς τους αρχιτέκτονες να έχουν δημόσιο λόγο.

Ε: Να είσαι καλά. Το εκτιμώ πολύ. Καλή συνέχεια.

Β: Γεια χαρά.