P

L

R

Sophia Vyzoviti

Sophia Vyzoviti

Β. Εικοστό πρώτο επεισόδιο της καθημερινής σειράς podcast Archisearch Talks, με θεματική “Advice to Young architects” και η αποψινή καλεσμένη είναι αρχιτέκτων, ερευνήτρια, συγγραφέας, καθηγήτρια στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Είναι διδάκτωρ αρχιτεκτονικής στο τεχνολογικό πανεπιστήμιο του Delft, όπου σχεδιάστηκε με το εργαστήριο θεωρίας και μεθοδολογίας του σχεδιασμού, “Design Knowledge Systems”. Η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων εργαλείων αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού, τις αναπαραστάσεις χωρικής διάδρασης, τις μορφογεννητικές διαδικασίες με αναλογικά και ψηφιακά μέσα. Αποτελεί πρωτοπόρα

ερευνήτρια στις εφαρμογές της έννοιας της πτύχωσης στην αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική πρακτική της οργανώνεται ως ερευνητική δράση. Έχει εκπονήσει μελέτες για δημόσια κτίρια και αστικούς υπαίθριους χώρους. Έχει διακριθεί σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς όπως το ARES και το Europan5. Έργα της έχουν εκτεθεί στην biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας, του Ρότερνταμ και στην Ελλάδα. Συμμετέχει συστηματικά σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ερευνητικά εργαστήρια. Έχει γράψει τα βιβλία “Folding Architecture”, “Supersurfaces”, “Soft Shells” και “Μικροκατοικία”. Η συζήτηση αυτή γίνεται στα πλαίσια των “Archisearch Portfolio Reviews”, στα οποία συμμετέχει ως reviewer και μέντορας και θα βοηθήσει με την εμπειρία της νέους επαγγελματίες, αρχιτέκτονες και designers οι οποίοι

αναζητούν κάποια κατεύθυνση για την επαγγελματική τους πορεία ή και τα μεταπτυχιακά τους. Κυρίες και κύριοι κοντά μας είναι η Σοφία Βυζοβίτη. Σοφία καλησπέρα.

 

Σοφία: καλησπέρα και σε ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση. Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία σας να οργανώσετε αυτή τη σειρά ομιλιών, που συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία μιας ενεργής αρχιτεκτονικής σκηνής στην Ελλάδα. Είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο να παρουσιάζουμε συστηματικά την αρχιτεκτονική πρακτική και τα έργα, αλλά και να αναπτύσσουμε έναν γόνιμο λόγο γύρω από αυτήν, μια συζήτηση και ένα επικοινωνιακό πλαίσιο. Χαίρομαι πολύ και με τιμά η πρόσκληση.

Β. Ευχαριστούμε πολύ. Μίλησέ μας λίγο για τους παράγοντες που καθόρισαν την πορεία σου στην αρχή της καριέρας σου.

Σ. Είναι ενδιαφέρον να βρίσκομαι σε αυτή τη φάση της ζωής μου και να μπορώ να δώσω συμβουλές σε νέους αρχιτέκτονες, θυμούμενη παράλληλα τι συνέβαινε στην δική μου αρχή, όταν ήμουν περίπου στα 25 με 35 και λίγο αργότερα, καθώς ξεκινούσα την ακαδημαϊκή μου πορεία. Την περίοδο εκείνη, παράλληλα με το διδακτορικό μου, συμμετείχα σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο Delft, όπου δούλεψα ως επισκέπτρια διδάσκουσα. Το πρόγραμμα είχε τίτλο «Investigating Architectural Design Using Folding» και χρηματοδοτούνταν από τον τότε τομέα της κατοικίας. Δούλεψα εκεί τρία χρόνια και μέσα από αυτή τη δουλειά συντέλεσα στην πρώτη μου διεθνώς αναγνωρισμένη δημοσίευση: το βιβλιαράκι που εκδόθηκε το 2003 με τίτλο Folding Architecture: Spacing, Structural and Organizational Diagrams.

Σε αυτό το βιβλίο τεκμηριώνεται μια μεθοδολογία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, όπου η πτύχωση λειτουργεί ως βασικό μορφοποιητικό εργαλείο. Στα μέσα αναπαράστασης που χρησιμοποιούνται, η πτύχωση εμφανίζεται σαν ένα υλικό διάγραμμα που συνδέει το φυσικό αντικείμενο, μια πρώιμη ψηφιακή αλγοριθμική σχέση και τη διαισθητική δημιουργία μορφών. Το βιβλίο εκδόθηκε από τους BIS Publishers, έναν ανερχόμενο τότε εκδοτικό οίκο με έδρα το Άμστερνταμ, και εξελίχθηκε σε ένα μικρό αρχιτεκτονικό best seller, με μεταφράσεις στα κινέζικα και κορεατικά και πάνω από 35.000 αντίτυπα παγκοσμίως. Πιστεύω ότι αυτή η επιτυχία έδωσε ώθηση και καθόρισε την έρευνά μου τα επόμενα χρόνια.

Β. Πώς διαμορφώθηκε το αρχιτεκτονικό σου λεξιλόγιο και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό;

Σ. Η δουλειά μου στην Ολλανδία, πριν ξεκινήσω την ακαδημαϊκή μου καριέρα, ήταν καθοριστική. Εργάστηκα σε γραφεία όπως οι VMX Architects και οι Crimson Architectural Historians, που ήταν γραφεία μικρής και μεσαίας κλίμακας. Δεν ήθελα να δουλέψω στα μεγάλα γραφεία, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ σκληρά και ανταγωνιστικά περιβάλλοντα. Αντίθετα, αυτά τα μικρότερα γραφεία έκαναν σημαντική δουλειά και σήμερα θεωρούνται πρωτοπόρα και πολύ εκφραστικά στον χώρο τους.

Η αρχιτεκτονική μου persona διαμορφώθηκε μέσα από τον ολλανδικό ορθολογισμό, αλλά και την τόλμη για έρευνα στην πρακτική. Η περίοδος εκείνη, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ήταν προτού αλλάξει το μοντέλο στην Ολλανδία, όπου μια σοσιαλιστική κυβέρνηση προωθούσε την περιβαλλοντική έρευνα και στήριζε νέους αρχιτέκτονες με πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία. Υπήρχε ζήτηση για καινοτόμες, αναθεωρητικές λύσεις που αξιολογούνταν αυστηρά. Αυτή η εμπειρία με διαμόρφωσε ως νέα αρχιτέκτονα που πίστευε στην έρευνα εφαρμοσμένη στην πράξη.

Β. Τα τελευταία χρόνια η ερευνητική σου δραστηριότητα επικεντρώνεται σε παραδειγματικές εφαρμογές μικρής κλίμακας, όπως το «Yola Shelter» που χρηματοδοτήθηκε από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το 2018, και το «Simplicity», χρηματοδοτημένο από το διεθνές δίκτυο Ambiences το 2016. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η αξία της έρευνας και του πειραματικού έργου στην αρχιτεκτονική πρακτική;

Σ. Η αξία της έρευνας στην αρχιτεκτονική πρακτική είναι ανυπολόγιστη. Η έρευνα δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή — αυτό το χρονικό κενό νομίζω της δίνει υπεραξία. Μπορεί να γεννήσει νέα ερευνητικά πεδία και ιδέες, που μελλοντικά θα εφαρμοστούν από άλλους. Για αυτό η έρευνα οφείλει να γίνεται σε αυτόνομο πλαίσιο και να βρίσκει πολλαπλές εφαρμογές, που δεν απευθύνονται απαραίτητα στο ίδιο υποκείμενο. Τα μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία έχουν ερευνητικά τμήματα που λειτουργούν παράλληλα με τα τμήματα σχεδιασμού, τροφοδοτώντας τα έργα εφαρμογής. Οι ομάδες είναι διαφορετικές, αλλά η καινοτόμος αρχιτεκτονική που βλέπουμε υποστηρίζεται από την ερευνητική εργασία.

Αυτή την προσέγγιση προσπαθώ να εφαρμόσω και στην Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, το brain drain και τους περιορισμένους πόρους. Με ενδιαφέρει πολύ η ιδέα της ελάχιστης πράξης στην αρχιτεκτονική, που στηρίζει μια αναθεώρηση της συμμετοχής στον σχεδιασμό και την κατασκευή. Δηλαδή, η αξία των αντικειμένων δεν περιορίζεται στη μορφοποίηση, αλλά προκύπτει από τις σχέσεις που δημιουργούν και την υποστήριξη μικρών κοινοτήτων.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα που με απασχολούν, πέραν της μορφολογίας, όπως οι διαδικασίες που μπορούν να δημιουργήσουν συνέχεια ανάμεσα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση, σε ένα πλαίσιο ομαδικής δημιουργίας. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κοινή σχεδιαστική γλώσσα, πώς αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο επικοινωνιακό σύστημα, πώς γίνεται η διαβούλευση και ποιες είναι οι στρατηγικές της. Επίσης, με ενδιαφέρει η σχέση με την υλικότητα, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τη συγκομιδή υλικών, ειδικά σε έργα πολύ χαμηλού προϋπολογισμού.

Τα έργα που ανέφερες, μαζί με άλλα όπως το Polytope Bench ή το Craftspeoples’ Network — που χρηματοδοτήθηκε από τη Γερμανία και έγινε σε συνεργασία με τη Marjetica Potrc από τη Σχολή Σχεδιασμού και Καλών Τεχνών του Αμβούργου — ήταν όλα έργα με πολύ περιορισμένους πόρους. Αυτό είναι σημαντικό: ο περιορισμένος προϋπολογισμός δεν σημαίνει έλλειψη έρευνας, αλλά ανάγκη για ευρηματικότητα και επινοητικότητα ώστε να γίνει η δουλειά όσο το δυνατόν καλύτερα.

Η κοινότητα, η έννοια του πληθοπορισμού και η υπεραξία του αντικειμένου, μέσα από τις σχέσεις και τα δίκτυα που δημιουργεί, αποτελούν μια θεματική πολύ ταιριαστή για την Ελλάδα. Υπάρχει παράδοση εθελοντισμού και κουλτούρα χορηγίας σε είδος, και η χώρα παράγει πολιτισμό, ενώ φαίνεται να διψάει για μια κουλτούρα design. Προσπαθώ να συμβάλλω ενεργά σε αυτό το πλαίσιο.

Β. Έτσι είναι. Κάνεις μια αξιέπαινη προσπάθεια. Και εδώ στην Ελλάδα, όπως ήδη ανέφερες, έχουμε εκπαιδευτεί να κάνουμε πολλά και καλά με λίγους πόρους. Θεωρείς ότι υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός και μια νέα αντιμετώπιση στο ζήτημα της κατοίκησης; Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για το πώς διαπραγματεύεσαι αυτό το θέμα στο τελευταίο σου βιβλίο, «Μικροκατοικία: Άτλαντας για Αρχιτέκτονες».

Σ. Ναι, σαφώς υπάρχει μια νέα και πολύ εντατικοποιημένη εστίαση στο πεδίο του οικιακού. Το βιβλίο μου καταγράφει, σε πρώτο επίπεδο, μια σύγχρονη τάση της αρχιτεκτονικής προς το μικρό μέγεθος. Αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις αυτού του φαινομένου, όπως είναι οι καμπίνες, που έχουν μεγάλη δημοφιλία, τα container που κάποτε μας συγκλόνισαν και εξακολουθούν να αποτελούν πρότυπο, τα τροχόσπιτα, τα οικογραφεία, τα κελιά, οι κάψουλες — παραδείγματα που είναι εδραιωμένα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και εκφράζουν αυτή τη σύγχρονη τάση.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το κίνημα των tiny houses που στην Αμερική κάνει θραύση, ή τα σχήματα co-housing στην Ευρώπη, που βασίζονται επίσης σε πολύ μικρούς οικιακούς χώρους, με πολύ διαφορετικούς λόγους και πρακτικές.

Στο βιβλίο τονίζω επίσης ότι υπάρχει μια μακρά παράδοση στη συζήτηση για το «ελάχιστο» στην ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Αυτή η συζήτηση διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το αστικό διαμέρισμα, το οποίο στην Ελλάδα εμφανίζεται συχνά αρκετά σπάταλο και ίσως πλέον αναθεωρείται. Υπάρχει νέα σύνδεση σε σχέση με το πλεονάζον απόθεμα των αστικών διαμερισμάτων και πώς αυτό, μέσα από την έννοια της ενοικίασης και τη δυναμική που δημιουργεί το Airbnb, μπορεί να αξιοποιηθεί αποδοτικά από μικροιδιοκτήτες ή μικροεπιχειρηματίες.

Όλα αυτά συνάδουν με μια ευρύτερη αναθεώρηση της κατοίκησης, που υποστηρίζεται και από τα νέα μοντέλα εργασίας, τα οποία είναι ευέλικτα, διαδικτυακά και επιβάλλουν ή επιτρέπουν νομαδική κατοίκηση από πόλη σε πόλη. Οι άνθρωποι της δημιουργικής τάξης, σχεδιαστές και καλλιτέχνες, για παράδειγμα, ζουν πλέον σε σύντομα χρονικά διαστήματα σε διάφορα μέρη, χρειάζονται προσιτούς χώρους κατοικίας σε περιοχές με υψηλά ενοίκια, και ταυτόχρονα έχουν λίγα υπάρχοντα. Όμως εκτιμούν έναν καλά σχεδιασμένο οικιακό χώρο.

Φυσικά, η πρόσφατη εμπειρία της καραντίνας ανέδειξε με πολύ έντονο τρόπο τη σημασία του οικιακού περιβάλλοντος. Πιστεύω ότι ήταν ένα μάθημα που ανέδειξε την αναγκαιότητα της αρχιτεκτονικής σκέψης και του σχεδιασμού για το εσωτερικό της κατοικίας.

Β. Πολύ σωστά. Έχεις συνεργαστεί με τον Αριστείδη Αντονά στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός Instead/Παραποιήσεις». Πιστεύεις ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην Ελλάδα μπορούν να έχουν διεθνές προφίλ;

Σ. Ναι, ήταν μια καταπληκτική τετραετία για το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και προσωπικά για μένα. Ο Αριστείδης Αντονάς είναι ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας και διανοούμενος. Αυτός ο κύκλος έκλεισε γιατί η σχολή επιδιώκει να υπάρχει rotation στους διδάσκοντες που αναλαμβάνουν τα μεταπτυχιακά προγράμματα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Αυτή η τετραετία ήταν ιδιαίτερη γιατί ο Βόλος φιλοξένησε σημαντικές προσωπικότητες από το διεθνές αρχιτεκτονικό προσκήνιο, όπως ο Yoshiharu Tsukamoto από το Atelier Bow Wow, το ζευγάρι Lacaton & Vassal, τους Βερολινέζους Raumlabor και θεωρητικούς όπως η Keller Easterling. Επίσης, συνεργαστήκαμε με τον Ηλία Ζέγγελη, νεότερους αρχιτέκτονες όπως η Anna [σ.σ. πιθανώς αναφέρεται σε γνωστή αρχιτέκτονα], καθώς και με τους Assemble από το Λονδίνο.

Η φιλοδοξία μας ήταν να τοποθετήσουμε το ελληνικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα στον διεθνή χάρτη, προσκαλώντας κορυφαίους επισκέπτες να μείνουν και να δουλέψουν στον Βόλο. Για παράδειγμα, ο Yoshiharu Tsukamoto παρέμεινε τρεις εβδομάδες και συνεργάστηκε εντατικά με τους φοιτητές με ιαπωνική αυστηρότητα. Είχαμε εκθέσεις, παρουσιάσεις και μάθαμε όλοι πολλά, διδάσκοντες και φοιτητές. Τα αμφιθέατρα ήταν κατάμεστα από ανθρώπους από όλη την Ελλάδα που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις.

Πιστεύω πως κατά την τετραετία αυτή το πρόγραμμα απέκτησε ένα πραγματικά διεθνές προφίλ, κάτι που όμως είναι δύσκολο να διατηρηθεί. Απαιτεί πολλή ενέργεια και σημαντική νομική υποστήριξη, καθώς οι κανονισμοί των μεταπτυχιακών έχουν αλλάξει και πλέον η διοικητική οργάνωση είναι πιο απαιτητική. Αυτό δυσκολεύει την τεχνική υλοποίηση και τη διοικητική διαχείριση τέτοιων προγραμμάτων.

Β. Πολύ ενδιαφέροντα όσα μας είπες. Δεν είχα ξανακούσει για αυτό το πρόγραμμα. Τα ονόματα που ανέφερες ήταν εντυπωσιακά, και φαντάζομαι ότι ήταν μια σπουδαία εμπειρία τόσο για τους διδάσκοντες όσο και για τους φοιτητές. Συγχαρητήρια και εύχομαι να συνεχίσετε με το ίδιο υψηλό επίπεδο δράσεων. Θα είμαστε δίπλα σας, όσο μπορούμε. Ήθελα να σε ρωτήσω: ποια θεωρείς ότι είναι η κατάλληλη χρονική περίοδος για έναν αρχιτέκτονα να κάνει μεταπτυχιακό; Υπάρχουν περιορισμοί ηλικίας ή άλλοι χρονικοί παράγοντες;

Σ. Νομίζω ότι εξαρτάται από το τι επιδιώκει ο καθένας. Αν κάποιος επιθυμεί να ανοίξει τον ορίζοντά του και να ενταχθεί σε ένα διεθνές περιβάλλον, τότε καλό είναι να φύγει για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα του Erasmus Placement, που προσφέρει χρηματοδοτούμενη πρακτική άσκηση σε γραφεία εκτός Ελλάδας. Αυτή είναι μια εξαιρετική εναλλακτική για όσους δεν θέλουν να κάνουν μεταπτυχιακό αμέσως και προτιμούν να επιστρέψουν στον ακαδημαϊκό χώρο μετά από μερικά χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας.

Κάποτε το μεταπτυχιακό ήταν η κύρια οδός για να βγει κάποιος από την Ελλάδα και να εισέλθει σε ένα ευρύτερο, θεωρητικό και επαγγελματικό πεδίο. Πλέον, όμως, και το Erasmus placement βοηθά πολύ τους νέους. Προτείνω στους φοιτητές να κάνουν πρακτική μέσω αυτών των προγραμμάτων, αλλά όχι απαραίτητα αμέσως—λίγο αργότερα, όταν θα είναι πιο συνειδητοποιημένοι. Η άλλη περίπτωση είναι η επιστροφή στον ακαδημαϊκό χώρο μετά από αρκετά χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας, με στόχο να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο σκέψης τους και να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους. Αυτό το βλέπω να συμβαίνει σε μεταπτυχιακά προγράμματα όπως αυτά του Τμήματος Χωροταξίας και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού στο Διεθνές Πανεπιστήμιο, όπου συμμετέχουν επαγγελματίες άνω των 40 ετών, που αναζητούν νέα γνώση και ανανέωση.

Και οι δύο περίοδοι, λίγο μετά την πρακτική ή μετά από μια δεκαετία καριέρας, είναι δοκιμασμένες και ωφέλιμες.

Β. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να εργαστεί κάποιος στο εξωτερικό για λίγα χρόνια και μετά να επιστρέψει στην Ελλάδα;

Σ. Το να δουλέψει κανείς στο εξωτερικό έχει πολλά οφέλη. Κι αν μετά επιστρέψει, μπορεί να φέρει μαζί του δίκτυα και εμπειρίες που αποκτήθηκαν εκεί, συμβάλλοντας θετικά στην εγχώρια πραγματικότητα. Η νέα γενιά αρχιτεκτόνων έχει πλέον ενσωματώσει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα· το «εντός ή εκτός Ελλάδος» βρίσκεται πια στο πλαίσιο μιας γενικότερης κινητικότητας που χαρακτηρίζει τους νέους επαγγελματίες.

Αυτό είναι εξαιρετικό όταν χτίζεις μια καριέρα ως μέλος μιας δημιουργικής, κινητικής κοινότητας. Αν όμως κάποιος θέλει να δημιουργήσει κάτι δικό του, χρειάζεται να επενδύσει σε έναν τόπο – να βρίσκεται εκεί, να δώσει παρουσία. Αυτή η μετάβαση, από το νομαδικό σχήμα ενός καλού υπαλλήλου σε ένα μεγάλο γραφείο στο εξωτερικό, προς την επιλογή να ιδρύσει ή να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στην Ελλάδα, είναι ένα δύσκολο βήμα.

Παρ’ όλα αυτά, η επιστροφή έχει πολλαπλά οφέλη – τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Η χώρα πλουτίζει από ανθρώπους που ολοκλήρωσαν έναν κύκλο στο εξωτερικό και επιστρέφουν με γνώσεις και εμπειρίες. Και εγώ ανήκω σε αυτή την κατηγορία· γύρισα στην Ελλάδα μετά από δέκα χρόνια δουλειάς στο εξωτερικό, και το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Μπορεί κανείς να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αρχιτεκτονική κουλτούρα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε μείνει εδώ σταθερά.

Ασφαλώς, η απόφαση να εγκατασταθεί κανείς στην Ελλάδα πρέπει να είναι συνειδητή και να ληφθεί στην κατάλληλη στιγμή. Από το 2009 ως το 2012 ελάχιστοι επέστρεφαν. Από το 2016 και μετά, παρατηρείται μια σχετική επιστροφή. Από το 2020 και εξής, με την παγκόσμια ύφεση, τα πράγματα είναι ακόμη ρευστά.

Β. Μία από τις ερωτήσεις των φοιτητών είναι: Μπορεί κανείς να συνδυάσει επιτυχώς εργασία ως αρχιτέκτονας και διδακτορική έρευνα στην Ελλάδα;

Σ. Είναι μια δύσκολη ερώτηση, που απασχολεί πολλούς νέους με ερευνητικές ανησυχίες, οι οποίοι όμως δεν θέλουν να απομακρυνθούν από την επαγγελματική πρακτική. Για ένα μικρό διάστημα, ίσως στα πρώτα ένα-δύο χρόνια του διδακτορικού, ο συνδυασμός είναι εφικτός. Όταν όμως ξεκινά η συγγραφή και η ουσιαστική συγκρότηση της έρευνας, χρειάζεται πλήρης αφοσίωση.

Η συγγραφή διδακτορικού είναι μια απαιτητική διαδικασία, που απαιτεί απομόνωση και συγκέντρωση. Αν προσπαθήσει κανείς να τα κάνει και τα δύο για χρόνια, τελικά αποδυναμώνονται και τα δύο σκέλη – τόσο η επαγγελματική πρακτική όσο και η ερευνητική εργασία. Είναι μια συνθήκη εξουθενωτική, που συχνά επηρεάζει αρνητικά και την προσωπική ζωή.

Επομένως, η συμβουλή μου είναι: Ναι, μπορεί να υπάρξει συνδυασμός στην αρχή, αλλά όχι σε βάθος χρόνου. Ένα διδακτορικό που διαρκεί δέκα χρόνια, σπανίως αποφέρει τα αναμενόμενα οφέλη – ούτε ως εργασία ούτε ως εμπειρία.

Όσον αφορά το οικονομικό σκέλος, είναι γνωστό ότι οι πόροι στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι περιορισμένοι. Ωστόσο, υπάρχουν καλές υποτροφίες από ευρωπαϊκά προγράμματα και από τις Επιτροπές Ερευνών των ιδρυμάτων. Επιπλέον, οι υποψήφιοι διδάκτορες έχουν τη δυνατότητα να διδάξουν, αποκτώντας έτσι και διδακτική εμπειρία. Μετά την ολοκλήρωση του διδακτορικού, υπάρχουν και θέσεις ενταγμένες σε προγράμματα ΕΣΠΑ, που αποτελούν την κύρια δίοδο για την πρόσληψη νέων επιστημόνων στα ελληνικά ΑΕΙ.

Β. Τι είναι αυτό που κοιτάς πρώτα σε ένα portfolio υποψηφίου;

Σ. Το πρώτο που με ενδιαφέρει είναι η συνοχή. Αν το portfolio αποτυπώνει μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική θέση, αν διακρίνεται ταυτότητα και ύφος. Στη συνέχεια με ενδιαφέρει η τεκμηρίωση. Έχω δει πάρα πολλά φοιτητικά portfolios που παραλείπουν βασικά στοιχεία: τη σχολή στην οποία υλοποιήθηκαν τα projects, τα ονόματα των διδασκόντων, την επιβλέπουσα ομάδα στη διπλωματική, το γραφείο όπου έγινε η πρακτική. Συχνά εμφανίζονται γενικόλογα, χωρίς αναφορές ή με ελλιπή απόδοση της πνευματικής συνεισφοράς.

Αυτό, για μένα, είναι θέμα ηθικής. Και η ηθική στην τεκμηρίωση είναι ενίοτε σημαντικότερη από τις τεχνικές δεξιότητες. Αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα σε ένα μέτριο portfolio με πλήρη και ειλικρινή τεκμηρίωση, και ένα εντυπωσιακό αλλά ασαφές, θα διάλεγα το πρώτο.

Το ήθος, ο σεβασμός και η συνεργατικότητα είναι θεμελιώδεις αξίες σε κάθε επαγγελματική ή ακαδημαϊκή συνεργασία. Οι δεξιότητες μαθαίνονται· η στάση ζωής, όμως, δύσκολα αλλάζει.

Β. Πόση σημασία έχουν οι διαγωνισμοί, οι δημοσιεύσεις, η συμμετοχή σε προγράμματα πρακτικής ή συμπληρωματικές σπουδές; Και πώς μπορεί να αξιοποιήσει κάποιος τέτοιες εμπειρίες;

Σ. Έχουν μεγάλη σημασία. Όλες αυτές οι δραστηριότητες, πέρα από το βασικό πρόγραμμα σπουδών, δείχνουν ένα ενδιαφέρον για την ευρύτερη αρχιτεκτονική σκηνή. Δείχνουν ότι ο υποψήφιος ενημερώνεται, συνεργάζεται, συμμετέχει, έχει διάθεση για διάλογο και εμπλοκή.

Οι δημοσιεύσεις, για παράδειγμα, φανερώνουν το επικοινωνιακό προφίλ ενός δημιουργού. Και ναι, είναι δύσκολο να παρουσιαστούν όλα αυτά με ομοιογένεια σε ένα portfolio, αλλά πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος. Διαφορετικά παρουσιάζεται ένα έργο πρακτικής, διαφορετικά ένα διαγωνιστικό project, διαφορετικά μια δημοσίευση ή ένα paper. Όλα, όμως, έχουν αξία και συμβάλλουν στη δημιουργία ενός πλούσιου και πλήρους portfolio.

Ίσως σε ένα γραφείο να μην μετράει όσο μια δημοσίευση όσο μια τεχνική δεξιότητα. Αλλά σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, σίγουρα λαμβάνεται υπόψη τόσο η θεωρητική όσο και η πρακτική εμπλοκή.

Β. Σοφία, σε ευχαριστώ πολύ για την ωραία κουβέντα.

Σ. Κι εγώ σε ευχαριστώ, Βασίλη. Ήταν χαρά μου να συμμετέχω. Ελπίζω όλα όσα είπαμε να φανούν χρήσιμα στους νέους αρχιτέκτονες και να στηρίξουν αυτό το εξαιρετικό σχήμα που έχεις οργανώσει.

Β. Καλή συνέχεια!

Σ. Επίσης. Στο επανιδείν και το επανακούειν.