P

L

R

Micromega

Papavasileiou Mara & Zomas Alexandros

Στο 48ο επεισόδιο της σειράς podcast Archisearch Talks με θέμα “Advice to Young Architects”, στο πλαίσιο των Archisearch Career Days, φιλοξενούμε το αρχιτεκτονικό δίδυμο του γραφείου micromega: τον Αλέξανδρο Ζώμα και τη Μάρα Παπαβασιλείου.

Το γραφείο micromega architecture & strategies ιδρύθηκε το 2016, επισφραγίζοντας μία ανεπίσημη συνεργασία που ξεκίνησε το 2012. Ο Αλέξανδρος Ζώμας σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην École de la Ville στο Παρίσι, και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΜΠ. Η Μάρα Παπαβασιλείου σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και στην École de la Ville στο Παρίσι, όπου σε μεταπτυχιακό επίπεδο επικεντρώθηκε σε ζητήματα πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Και οι δύο είναι μέλη του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, με τον Αλέξανδρο να συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο από το 2014.

Το γραφείο ξεκίνησε με έργα μικρής κλίμακας στον τομέα των ανακαινίσεων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή σε δημόσιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Η πρώτη σημαντική διάκριση ήρθε στον διαγωνισμό Re-Think Athens, όπου, σε συνεργασία με τον Δήμο Μωυσιάδη, προκρίθηκαν στη δεύτερη φάση και διακρίθηκαν ως τρίτη επιλαχούσα πρόταση.

Το 2016, το γραφείο απέσπασε το Α’ Βραβείο στον διαγωνισμό για την ανάπλαση της Δημοτικής Αγοράς Χαλκίδας, σε συνεργασία με τη Γεωργία Μπουντουράκη – έργο που συνεχίζεται σε συνεργασία και με τη Beta Plan. Το 2017 κέρδισαν επίσης το Α’ Βραβείο για τα νέα γραφεία της ΔΕΗ στο πρώην ατμοηλεκτρικό συγκρότημα στο Φάληρο. Το 2019, σε συνεργασία με το γραφείο Τομπάζη, κέρδισαν το Α’ Βραβείο για το νέο σχολείο Pinewood στο campus του Κολλεγίου Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη – ένα έργο που βρίσκεται υπό εξέλιξη.

Τα έργα του γραφείου έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν δημοσιευθεί τόσο σε έντυπα όσο και σε ηλεκτρονικά μέσα. Το 2019 τιμήθηκαν με το Βραβείο Καλύτερης Μελέτης 2014–2018 από το περιοδικό Δομές, ενώ το 2018 διακρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος “40 under 40” από το European Centre for Architecture Art Design and Urban Studies και το Chicago Athenaeum Museum of Architecture and Design.

🎙️ Συνέντευξη

– Μάρα και Αλέξανδρε, καλώς ήρθατε στην εκπομπή μας.

Μάρα: Καλησπέρα, Βασίλη, και ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση. Συγχαρητήρια και για την πρωτοβουλία των podcasts. Δεν απευθύνονται μόνο σε νέους αρχιτέκτονες – πιστεύουμε ότι είναι πολύτιμα για όλους τους επαγγελματίες του χώρου, ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για έναν ουσιαστικό διάλογο στην αρχιτεκτονική κοινότητα.

Αλέξανδρος: Καλησπέρα κι από εμένα, Βασίλη. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που βρισκόμαστε σήμερα εδώ. Ανυπομονούμε να συζητήσουμε για την αρχιτεκτονική, την εκπαίδευση, τη δουλειά μας – όλα τα θέματα που έθεσες, ειδικά μέσα σε μια τόσο δύσκολη περίοδο.

– Ευχαριστώ και ξεκινάμε! Πείτε μας λίγα λόγια για τη διαδρομή σας μέχρι τη δημιουργία των Micromega.

Μάρα: Σπούδασα Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και, μετά από μια σύντομη επαγγελματική εμπειρία στο γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη, αποφάσισα να συνεχίσω με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Εκεί βρέθηκα σε ένα πλαίσιο πολύ διαφορετικό: σε μια σχολή κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, με επίκεντρο τον αστικό σχεδιασμό και τις δημόσιες πολιτικές. Ήμουν η μόνη αρχιτέκτονας στο τμήμα – κάτι που μου έδωσε τη δυνατότητα να δω την πόλη από την πλευρά των ανθρώπων που παίρνουν αποφάσεις, και όχι μόνο εκείνων που τη σχεδιάζουν. Σε μια χώρα με βαθιά πολεοδομική παράδοση, όπως η Γαλλία, αυτή η οπτική ήταν αποκαλυπτική. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, ξεκίνησα τη συνεργασία μου με τον Αλέξανδρο, αρχικά μέσα από διαγωνισμούς.

Αλέξανδρος: Εγώ ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη, στο ΑΠΘ, και έπειτα συνέχισα με μεταπτυχιακό στο ΕΜΠ. Παράλληλα, εργάστηκα σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Από νωρίς ένιωσα μεγάλη έλξη για τους διαγωνισμούς, κάτι που αποτέλεσε και τη βάση της συνεργασίας μας με τη Μάρα, όταν βρεθήκαμε να δουλεύουμε μαζί.

– Μάρα, πώς ήταν η εμπειρία σου στο atelier Jean Nouvel και αργότερα στο γραφείο αστικού προγραμματισμού στο Παρίσι;

Μάρα: Το atelier Jean Nouvel ήταν μια εμπειρία που με σημάδεψε. Βρέθηκα εκεί στο πλαίσιο Erasmus, ενώ σπούδαζα στο Παρίσι. Η πρακτική μου στο γραφείο ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να ετοιμάσω ένα portfolio – ένα σημαντικό βήμα για κάθε νέο αρχιτέκτονα. Όταν με κάλεσαν από το γραφείο, δεν το πίστευα!

Βρέθηκα σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους από όλο τον κόσμο και με απεριόριστες δυνατότητες υλοποίησης. Εκεί έμαθα ότι, όσο ρηξικέλευθη ή φιλόδοξη κι αν είναι μια ιδέα, μπορεί να γίνει πραγματικότητα – αρκεί να προσπαθήσεις, να επιμείνεις, να συνεργαστείς στενά με μηχανικούς, κατασκευαστές και προμηθευτές.

Συμμετείχα στην ομάδα σχεδιασμού για τη Φιλαρμονική του Παρισιού στο Parc de la Villette. Εργαστήκαμε σε πρωτότυπα πλακιδίων από σκυρόδεμα, δοκιμάζοντας υλικά όπως γυαλί, μπίλιες, σπασμένα καθρεφτάκια – ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το μάθημα ήταν: μπορείς να σπρώξεις την ιδέα σου στα όρια, αρκεί να έχεις επιμονή και δημιουργική διάθεση.

Από την κλίμακα αυτή, πέρασα σε κάτι τελείως διαφορετικό στο μεταπτυχιακό μου – την αστική κλίμακα. Δούλεψα σε ένα γραφείο αστικού προγραμματισμού, όπου συμμετείχα στη διαδικασία σχεδιασμού των briefs για δημόσια έργα. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η διαδικασία: συγκεντρώνονταν γύρω από το ίδιο τραπέζι όλοι οι εμπλεκόμενοι – δήμοι, κοινότητες, developers, αρχιτέκτονες, τοπική κοινωνία – και μέσα από ανοιχτό διάλογο και τεκμηριωμένη αξιολόγηση, προέκυπτε το brief του έργου.

Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να δω να εφαρμόζεται περισσότερο και στην Ελλάδα: μια κουλτούρα συνεργασίας και ισότιμου διαλόγου, ως βάση για τον ουσιαστικό σχεδιασμό του χώρου.

– Το 2013 διακριθήκατε στον διαγωνισμό Rethink Athens, που διοργάνωσε το Ίδρυμα Ωνάση. Με αφορμή και την πρόσφατη συζήτηση γύρω από τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα, ποια είναι η άποψή σας για τον θεσμό;

Μάρα Παπαβασιλείου: Πράγματι, το 2013 συμμετείχαμε στον διαγωνισμό Rethink Athens και ήταν από τις πρώτες σημαντικές διακρίσεις που λάβαμε ως γραφείο. Θυμάμαι την αγωνία εκείνης της περιόδου — ο διαγωνισμός ήταν ηλεκτρονικός και υποβάλλαμε την πρότασή μας ψηφιακά. Στην πρώτη φάση έμπαινες με τον κωδικό συμμετοχής για να δεις αν έχεις προκριθεί. Όταν διαπιστώσαμε πως περνάμε στη δεύτερη φάση, ενθουσιαστήκαμε.

Ήταν μάλιστα την εποχή που βρισκόμουν ακόμη στο μεταπτυχιακό μου στη Γαλλία, με αντικείμενο τις αστικές στρατηγικές. Ενσωματώσαμε πολλά από αυτά τα στοιχεία στην πρότασή μας — για μένα προσωπικά ήταν πολύ σημαντικό που αυτά τα εργαλεία “άκουσαν” και λειτούργησαν στην ελληνική πραγματικότητα.

Αλέξανδρος Ζώμας: Η δεύτερη φάση του διαγωνισμού μάς έβαλε σε μία εντατική και απαιτητική διαδικασία. Δουλέψαμε επί τρεις-τέσσερις μήνες, ετοιμάζοντας μακέτες, σχέδια, οπτικό υλικό. Η ένταση ήταν μεγάλη, αλλά και η χαρά εξίσου μεγάλη. Σε κάθε διαγωνισμό μαθαίνεις — και, βέβαια, για να κερδίσεις έναν, έχεις χάσει αρκετούς προηγουμένως. Αυτό το γνωρίζει καλά κάθε αρχιτέκτονας που συμμετέχει σε διαγωνισμούς.

Μάρα: Στην Ελλάδα, οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί πέρασαν μεγάλη κρίση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στις αρχές του 2000. Ωστόσο, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και λίγο μετά, άρχισαν να επανεμφανίζονται. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ελάχιστοι από αυτούς οδηγούνται τελικά στην υλοποίηση. Συχνά βλέπουμε το παράδοξο φαινόμενο να μην απονέμεται πρώτο βραβείο ή ακόμα και δεύτερο — η επιτροπή να θεωρεί ότι καμία πρόταση δεν πληροί τα κριτήρια, κάτι που δημιουργεί μεγάλη απογοήτευση στον κλάδο.

Αλέξανδρος: Σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου παρακολούθησε και η Μάρα το σύστημα εκ των έσω, οι διαγωνισμοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγής του δημόσιου χώρου. Όλα τα δημόσια έργα προκύπτουν μέσα από κάποια μορφή διαγωνισμού — ανοιχτού ή κλειστού, με προεπιλογή ή όχι. Αυτό προσφέρει συνέχεια, διαφάνεια και δυνατότητα συμμετοχής σε νέα αρχιτεκτονικά γραφεία, τα οποία δεν έχουν ακόμα χτισμένο πορτφόλιο.

Μάρα: Όταν ιδρύσαμε το γραφείο μας, το 2016, επενδύσαμε πολύ σοβαρά στους διαγωνισμούς. Περίπου ο μισός χρόνος μας αφιερωνόταν σε αυτούς, ενώ ο υπόλοιπος σε έργα μικρής κλίμακας, κυρίως ανακαινίσεις. Ένας από τους πιο καθοριστικούς διαγωνισμούς εκείνης της περιόδου ήταν εκείνος για την ανάπλαση της Δημοτικής Αγοράς Χαλκίδας, όπου σε συνεργασία με τη Γεωργία Μπουντουράκη κερδίσαμε το πρώτο βραβείο.

Το έργο αφορά ένα κτίριο στο κέντρο της πόλης, με δύο διακριτές φάσεις: μια νεοκλασική και μια μεταπολεμική, οι οποίες αποκαθίστανται και ενισχύονται με νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Σε συνεργασία με την Beta Plan, προχωρήσαμε στην οριστική μελέτη και την αδειοδότηση. Αυτό το έργο μας “ενηλικίωσε” επαγγελματικά — από μικρές ανακαινίσεις βρεθήκαμε να διαχειριζόμαστε ένα σύνθετο έργο με πολυεπίπεδες προκλήσεις, τόσο τεχνικές όσο και θεσμικές.

Αλέξανδρος: Ήρθαμε σε επαφή με το “τέρας” της ελληνικής δημόσιας διοίκησης: Υπουργείο Πολιτισμού, τοπικά συμβούλια, πολεοδομικές αρχές. Παράλληλα, η αγορά ήταν —και παραμένει— ένα εμβληματικό τοπόσημο για τη Χαλκίδα, κάτι που σημαίνει ότι υπήρχε ενεργή συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Υπήρχαν ομάδες πολιτών που είχαν λόγο και φωνή. Ήταν μια εμπειρία που μας έμαθε τι σημαίνει να συνομιλείς με το δημόσιο αλλά και με τους χρήστες του έργου, σε όλα τα επίπεδα.

– Υπάρχει κάποιο άλλο έργο που ξεχωρίζετε, ως εμπειρία σχεδιαστικά ή διαδικαστικά;

Μάρα: Ναι, ένα έργο που πραγματικά μας ενθουσίασε ήταν ο διαγωνισμός για τα νέα γραφεία της ΔΕΗ στο Φάληρο, στον χώρο του πρώην ατμοηλεκτρικού σταθμού. Πρόκειται για τον πρώτο σταθμό παραγωγής ρεύματος στην Ελλάδα. Η ΔΕΗ αποφάσισε να στεγάσει εκεί όλες τις υπηρεσίες της και προκήρυξε έναν διαγωνισμό με σύνθετο πρόγραμμα.

Αλέξανδρος: Το υπάρχον βιομηχανικό κτίριο ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον και το ερώτημα ήταν πώς συνδυάζεις τον σεβασμό στην κληρονομιά με τις σύγχρονες ανάγκες. Η πρότασή μας απαντούσε σε αυτή τη συνθήκη με έναν τρόπο διπλό: από τη μία πλευρά σχεδιάσαμε ένα κτίριο αντάξιο της μεγάλης κλίμακας της ΔΕΗ, δίπλα σε μεγάλες αστικές ροές — όπως η Πειραιώς, η Εθνική Οδός και οι γραμμές του ΗΣΑΠ. Από την άλλη, ενσωματώσαμε έναν δημόσιο χώρο ανοιχτό στους κατοίκους των γύρω περιοχών.

Μάρα: Προτείναμε τη δημιουργία ενός πάρκου περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, αφιερωμένου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Υπήρχε ο “κήπος του νερού”, το “στέγαστρο του ήλιου”, η “αυλή του αέρα”, ο “δρόμος του ήλιου” — τόποι εμπειρίας και εκπαίδευσης για το κοινό. Η έννοια του δημόσιου χώρου είναι κάτι που προσπαθούμε να ενσωματώνουμε σε κάθε έργο μας.

Αλέξανδρος: Μας έχει επηρεάσει ιδιαίτερα το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι. Όταν διαγωνίστηκαν οι Rogers και Piano το 1971, η βασική ιδέα τους ήταν το a place for all people. Αυτός είναι και ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Richard Rogers — την οποία, παρεμπιπτόντως, αγαπάμε πολύ. Διαβάζουμε συχνά βιογραφίες αρχιτεκτόνων και βρίσκουμε σε αυτές ανθρώπους που συμπάσχουν με τις ίδιες ανησυχίες και αξίες.

-Μιλήσατε προηγουμένως για τον δημόσιο διάλογο στην αρχιτεκτονική και αναφερθήκατε σε έναν διαγωνισμό στο Παρίσι. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα;
Πράγματι, ήταν ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων διαγωνισμός στον οποίο η πρόταση που τελικά επικράτησε, είχε ως βασική ιδέα τη δημιουργία μιας μεγάλης πλατείας σε μια εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη περιοχή του Παρισιού. Οι νικητές ήταν οι μόνοι που πρότειναν ουσιαστικά τη ριζική αναδιαμόρφωση του χώρου με στόχο το κοινό όφελος. Αυτό αναδεικνύει κάτι που θεωρούμε ιδιαίτερα κρίσιμο: τη σημασία του δημόσιου διαλόγου για το πώς σχεδιάζουμε και βιώνουμε την πόλη, ειδικά σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα, όπως και η Αθήνα.

-Θα θέλατε να σχολιάσετε την περίπτωση του Μεγάλου Περιπάτου και την Ομόνοια;
Είναι ένα ζήτημα που εγείρει συζητήσεις και, καλώς ή κακώς, συναισθήματα. Ωστόσο, θεωρώ εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι ξεκίνησε δημόσια συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα. Και όχι μόνο ξεκίνησε συζήτηση, αλλά υλοποιήθηκε κι ένα μεγάλο πείραμα. Η διαβούλευση δεν έγινε σε οθόνες ή με φωτορεαλιστικά σχέδια – έγινε στον πραγματικό χώρο: περπατάς, βλέπεις, δοκιμάζεις.

-Ένα είδος «real-time» διαβούλευσης, δηλαδή;
Ακριβώς. Προφανώς και προκάλεσε προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών, και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά, ακόμα και αν είχαμε σχεδιάσει τα πάντα εξ αρχής με τον πιο σχολαστικό τρόπο, θα χρειαζόμασταν χρόνο για την εφαρμογή τους. Χρειάζεται, λοιπόν, υπομονή ώστε να δούμε ποια θα είναι τελικά τα αποτελέσματα. Οι ίδιοι οι εμπνευστές του έργου γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα πείραμα. Κι ένα πείραμα μπορεί να έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι προκαλεί συζήτηση – και η συζήτηση αυτή, να θυμίσω, κρατάει ήδη δεκαετίες. Από τη δεκαετία του ’80 και νωρίτερα, υπήρχαν ιδέες για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου και την ευρύτερη ανάπλαση του κέντρου της Αθήνας.

-Περνώντας σε ένα πιο προσωπικό κομμάτι: πόσο απαιτητικό είναι να ιδρύσει κανείς το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο; Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;
Όταν ξεκινήσαμε, ειλικρινά δεν ξέραμε τι ακριβώς μας περιμένει. Δεν είμαι βέβαιος αν κάποιος αρχιτέκτονας γνωρίζει πραγματικά τι σημαίνει να στήσεις και να διαχειριστείς ένα γραφείο — είναι κάτι που το μαθαίνεις στην πράξη. Στην αρχή, ήμασταν μόνο οι δυο μας: κάναμε τα πάντα. Από τον σχεδιασμό μέχρι την επιτόπια παρακολούθηση στα εργοστάσια, ήμασταν παντού. Με τον καιρό, καθώς ήρθαν κάποια πρώτα έργα, αρχίσαμε να αναζητούμε συνεργάτες για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε.

-Και η διαχείριση ανθρώπων και έργων;
Εκεί ξεκινά ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Το management και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού είναι από μόνα τους ξεχωριστές επιστήμες. Ξαφνικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος όχι μόνο με τη δημιουργικότητα και τον σχεδιασμό, αλλά και με τη λογιστική, τη φορολογία, τις προθεσμίες, τα διοικητικά. Όλα αυτά σε αποσπούν από τον πυρήνα της δουλειάς, που είναι η αρχιτεκτονική. Σε ένα άλλο γραφείο, μπορεί να έχεις την «πολυτέλεια» να σχεδιάζεις το project· όταν όμως το τρέχεις εσύ, πρέπει να φροντίσεις ποιος θα το σχεδιάσει, πότε, αν θα προλάβεις, αν θα ανταποκριθείς σε όλα τα deadlines. Αυτά τα ερωτήματα σε ακολουθούν συνεχώς – δεν σταματούν όταν κλείνεις το γραφείο και πας για ένα ποτό. Είναι συνεχής η αγωνία και η επιθυμία να βελτιώνεσαι, να εξελίσσεσαι μέσα από κάθε έργο, να μαθαίνεις, να δημιουργείς μεθοδολογίες.

-Στην αρχή λοιπόν ψάχνεις σχεδιαστές, και στη συνέχεια μάνατζερ;
Ακριβώς. Ξεκινάς ψάχνοντας αρχιτέκτονες για να στελεχώσεις την ομάδα σου. Αλλά καθώς εξελίσσεσαι, καταλαβαίνεις ότι χρειάζεσαι και άλλες ειδικότητες: project managers, γραμματειακή υποστήριξη, ανθρώπους που να ξέρουν από διοίκηση και οργάνωση. Δεν είναι μόνο η δημιουργικότητα που χτίζει ένα σύγχρονο αρχιτεκτονικό γραφείο· είναι η σωστή οργάνωση και η συνέργεια διαφορετικών πεδίων. Είναι μια διαδικασία που δεν σταματά ποτέ, εξελίσσεται διαρκώς.

-Και το γραφείο σας σήμερα; Πώς έχει εξελιχθεί και ποια έργα έχετε σε εξέλιξη αυτή την περίοδο;
Η αλήθεια είναι ότι η παραγωγή μας είναι όντως πλούσια — πάνω από 30 έργα σε εξέλιξη. Ξεκινήσαμε με έργα μικρής κλίμακας, όπως η ανακαίνιση γραφείων μιας εταιρείας πληροφορικής στη Μητροπόλεως. Την εποχή εκείνη το γραφείο μας ήταν στην Ξενοφώντος, πολύ κοντά. Είχαμε καθημερινή παρουσία στο εργοτάξιο, ώστε να διασφαλίσουμε ότι όλα εξελίσσονται σωστά. Στην πρώτη φάση, κάναμε διαμερίσματα, σεμινάρια, διαγωνισμούς. Το πρώτο μας σπίτι ήρθε λίγο αργότερα, σε μια περιοχή της Ανατολικής Αττικής, από μια πελάτισσα που δεν μας ήξερε. Μέσα από συστάσεις κατέληξε σε εμάς, και αφού την πείσαμε, σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε την κατοικία της. Από εκεί και πέρα, ήρθαν κι άλλα έργα: νεόδμητες κατοικίες, συγκροτήματα, ξενοδοχεία, αλλά και έργα που προέκυψαν από διαγωνισμούς.

-Υπάρχει κάποια κατηγορία έργων που σας αρέσει περισσότερο; Νιώθετε πιο ασφαλείς με συγκεκριμένες τυπολογίες;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη τυπολογία που μας «εκφράζει» περισσότερο. Αυτό που μας ενδιαφέρει πραγματικά είναι να υπάρχει μια ιστορία πίσω από το έργο: να βασίζεται στον τόπο, στον πελάτη, σε μια αφήγηση που θα το ενδυναμώσει και θα το κάνει μοναδικό. Θέλουμε κάθε έργο να έχει λόγο ύπαρξης, ταυτότητα, χαρακτήρα. Ένα έργο που θα μας ενθουσιάζει όταν το συζητάμε. Αυτό είναι το βασικό μας κριτήριο.

–Σε ποια έργα βρίσκετε μεγαλύτερο δημιουργικό ενδιαφέρον;
Σίγουρα στα ξενοδοχεία, στα εστιατόρια, στα καταστήματα, συναντάμε ενδιαφέρουσες σχεδιαστικές προκλήσεις. Όμως, αυτό που για εμάς έχει πραγματικά σημασία είναι η δυνατότητα να σκεφτούμε ολιστικά. Δηλαδή, να σχεδιάσουμε το κτίριο, το εσωτερικό, το τοπίο — όλα να αποτελούν μέρος μιας ενιαίας αφήγησης, μιας ιστορίας που τελικά ενισχύει την εμπειρία του χρήστη.

Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διαγωνισμούς όπου έχουμε μια «λευκή κόλλα» – ένα brief χωρίς σαφή χαρακτήρα, απλώς μερικά τετραγωνικά – εκεί πραγματικά απολαμβάνουμε τη διαδικασία του να δημιουργήσουμε το concept από την αρχή. Μας ενδιαφέρει πώς εμπνέεσαι από τον τόπο, πώς εμπλουτίζεις το ίδιο το πρόγραμμα του έργου ώστε να προσφέρεις κάτι περισσότερο από αυτό που αρχικά ζητήθηκε. Υπάρχει ιστορία του ιδιοκτήτη; Του τόπου; Ή κάτι άλλο πάνω στο οποίο μπορείς να χτίσεις ένα αφήγημα;

Η διαμόρφωση αυτής της ιστορίας είναι ο τρόπος με τον οποίο τελικά συγκροτείς και τη σχεδιαστική σου γλώσσα – πώς πλάθεις έναν ολόκληρο κόσμο. Και αυτό για εμάς δεν αφορά μόνο την αρχιτεκτονική ή το interior design· φτάνει μέχρι και στο branding ενός προορισμού. Είναι κάτι που κατακτήσαμε σταδιακά, έργο με το έργο, project με το project.

Από την αρχή, αυτό ήταν το στοιχείο που μας ενδιέφερε περισσότερο: ο συγκερασμός των κλιμάκων – από το μικρό, το υλικό, την αφή του ξύλου ή του μαρμάρου, μέχρι τη μεγάλη ιδέα, την εμπειρία. Γι’ αυτό και η ονομασία του γραφείου: micromega. Πώς περνάς από το micro στο mega και πώς όλα αυτά συνθέτουν μια ενιαία αφήγηση. Αυτό επιδιώκουμε κάθε φορά: να δημιουργούμε μια ιστορία που διαχέεται σε όλα τα επίπεδα του έργου.

–Πώς φτάνουν τα έργα στο γραφείο σας; Και πώς ξεκινάτε τη σχεδιαστική διαδικασία;
Είναι μια ερώτηση που έχει και επιχειρηματική διάσταση. Ένα κομμάτι των έργων προέρχεται από διαγωνισμούς — συχνά, είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις πρόσβαση σε έργα που διαφορετικά δεν θα έφταναν ποτέ σε εσένα. Για παράδειγμα, όταν έγινε η προκήρυξη για το σχολείο Pinewood στο Anatolia, ξέραμε πως η συμμετοχή σε αυτόν τον διαγωνισμό ήταν απαραίτητη. Το ίδιο ισχύει και για άλλα έργα, όπως στη Χαλκίδα.

Το δεύτερο σκέλος είναι η εξωστρέφεια: να είσαι παρών. Αυτό γίνεται μέσα από δημοσιεύσεις, μέσα από την παρουσία μας στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο, στα social media, σε εκθέσεις, συνέδρια. Θέλουμε να γνωρίζουμε κόσμο, να δημιουργούμε συνέργειες. Καλές συνεργασίες φέρνουν καλά έργα. Μπορεί ένας νέος πελάτης να μας βρει επειδή είδε μια εικόνα στο Instagram — κάτι του έκανε. Αυτό το «κάτι» το συζητάμε, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι του μίλησε.

Και φυσικά, όταν έρθει κάποιος, η επόμενη πρόκληση είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Να απαντήσεις στο ερώτημα: γιατί να επιλέξει εσένα και όχι έναν από τους πολλούς άλλους αρχιτέκτονες; Η απάντηση δεν είναι μία — είναι το πώς προσεγγίζουμε τον σχεδιασμό, η αισθητική μας, η συνέπεια, η χημεία, η συνεργασία. Είναι όλα μαζί. Η αρχιτεκτονική δεν είναι μετρήσιμη με απλούς όρους. Δεν μπορείς να πεις «είχα 30% περισσότερο κέρδος χάρη σε αυτό το σχέδιο». Ίσως μπορεί να υπολογιστεί σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά κυρίως είναι μια εμπειρία, ένα βίωμα, μια εικόνα. Σίγουρα, σε επιχειρηματικά projects μεταφράζεται και σε προστιθέμενη αξία, αλλά αυτό δεν αποδεικνύεται αμέσως.

Με όλους τους νέους πελάτες, οι σχέσεις ξεκινούν σταδιακά και χτίζονται με τον καιρό. Η εμπιστοσύνη διαμορφώνεται μέσα από τη συνεργασία.

–Όταν πλέον ξεκινήσει ένα έργο, πώς οργανώνεται η διαδικασία του σχεδιασμού;
Αρχίζουμε πάντα με την ανάλυση. Ποια είναι τα βασικά ερωτήματα του έργου; Τι καλούμαστε να κάνουμε και γιατί; Είτε πρόκειται για μια κατοικία είτε για ένα ξενοδοχείο είτε για έναν επαγγελματικό χώρο, προσπαθούμε να καταλάβουμε πρώτα το ίδιο το πρόγραμμα. Ποια είναι η ουσία του; Τι έχει να πει; Ένα ξενοδοχείο μπορεί, για παράδειγμα, να περιστρέφεται γύρω από το φαγητό. Ή μια κατοικία μπορεί να σχεδιάζεται για κάποιον που θέλει να τοποθετήσει ένα πιάνο με ουρά στο σαλόνι. Αυτές οι λεπτομέρειες αλλάζουν τα πάντα.

Το πρόγραμμα, η προσωπικότητα του χρήστη, η αφήγηση, όλα αυτά αποτελούν τη βάση της σύνθεσης. Κατά την έναρξη, συγκεντρώνουμε πολλές εικόνες αναφοράς, φτιάχνουμε moodboards. Αυτά μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε με τον πελάτη: να δείξουμε σε ποιο ύφος κινούμαστε, τι αισθητική επιδιώκουμε, να ανακαλύψουμε μαζί τι του αρέσει, τι τον εμπνέει. Σιγά σιγά, πάνω σε αυτό το υλικό αρχίζει να χτίζεται το αφήγημα του έργου.

–Και πώς λειτουργείτε εσωτερικά, ως ομάδα, μέσα στο γραφείο;
Από την αρχή του σχεδιασμού, μας ενδιαφέρει να υπάρχει συμμετοχή από όλους. Θέλουμε κάθε μέλος της ομάδας να έχει φωνή – να εμπλακεί, να συνδιαμορφώσει. Αυτή η συλλογικότητα, αυτή η δημιουργική «τζαμάρισμα», είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας. Κατά την περίοδο της πανδημίας, αυτό δοκιμάστηκε. Ξαφνικά έπρεπε να ξεκινήσει ένα νέο έργο ενώ όλοι ήμασταν απομονωμένοι στα σπίτια μας. Μας έλειψε αυτή η αυθόρμητη στιγμή: να περάσεις από το γραφείο κάποιου και να του πεις «λες να το δούμε έτσι;», «κι αν το δοκιμάζαμε αλλιώς;».

Η αρχιτεκτονική έχει και μια διάσταση φυσικής παρουσίας, είναι διαδικασία που ζωντανεύει μέσα από την αλληλεπίδραση, την ανταλλαγή, το άγγιγμα του υλικού, τη δοκιμή στην μακέτα. Αυτή τη συλλογική δυναμική δύσκολα την αντικαθιστά ένα Zoom ή ένα Skype.

Φυσικά, όταν περνάμε σε πιο προχωρημένες φάσεις — στην οριστική μελέτη, στη μελέτη εφαρμογής — τα πράγματα συγκεκριμενοποιούνται. Όμως ακόμα κι εκεί, διατηρούμε τη δυνατότητα να επανεξετάσουμε, να αναρωτηθούμε. Τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά, γιατί το κάθε έργο συνεχώς εξελίσσεται.

–Όταν ένας πελάτης έρχεται σε εσάς, ξέρει συνήθως τι ακριβώς θέλει; Ή τον βοηθάτε να το ανακαλύψει;

Εξαρτάται από τον πελάτη. Θυμόμαστε, για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα που σχεδιάσαμε στο κέντρο της Αθήνας: ο πελάτης είχε έρθει με ένα πολύ λεπτομερές brief, πολλές σελίδες, και πολύ σαφή άποψη για το τι ήθελε. Αρχικά πιστέψαμε πως θα είναι ένα έργο εύκολο — ότι απλώς θα ακολουθήσουμε τις οδηγίες. Όμως, στην πορεία, είδαμε πως ενώ είχε μία καθαρή ιδέα, ήταν και πολύ ανοιχτός στις δικές μας προτάσεις.

Μπήκαμε σε έναν διάλογο. Θέσαμε νέα ερωτήματα, αμφισβητήσαμε κάποιες επιλογές, προτείναμε εναλλακτικές. Και, τελικά, σε μια περίοδο εγκλεισμού, μας έστειλε ένα μήνυμα που μας συγκίνησε: «Παιδιά, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό το διαμέρισμα. Τώρα που είμαι μέσα και ζω εδώ, το χαίρομαι κάθε μέρα». Αυτό είναι, για εμάς, η μεγαλύτερη ανταμοιβή.

Άλλες φορές πάλι, έχουμε πελάτες που βλέπουν την πρώτη μας πρόταση και λένε: «Αυτό είναι. Αυτό είναι το σπίτι που θέλουμε να ζήσουμε». Κι από εκεί και πέρα αρχίζει μια πραγματικά στενή συνεργασία. Συμμετέχουν σε κάθε βήμα: από την κάτοψη μέχρι την επιλογή των υλικών, τη λεπτομέρεια του φωτισμού. Είναι εκεί για να δούμε κάθε πόντο, να ξανασκεφτούμε κάθε απόφαση. Αυτή η διαδικασία, ο κοινός σχεδιασμός, είναι κάτι που μας αρέσει πολύ.

Είμαστε αρχιτέκτονες, ναι, αλλά ο χώρος που δημιουργείται ανήκει σε εκείνους. Είναι ο χώρος όπου θα ζήσουν — ίσως για όλη τους τη ζωή. Οπότε για εμάς είναι σημαντικό να συνδιαμορφώνουμε το τελικό αποτέλεσμα. Δεν θέλουμε να επιβάλλουμε τη δική μας αισθητική· θέλουμε να ανοίγουμε τον διάλογο και να βρίσκουμε μαζί τη σωστή λύση.

–Αναφερθήκατε στο να στήνεις δικό σου γραφείο. Τελικά, πόσο διαφορετικό είναι να δουλεύεις για άλλους και πόσο για τον εαυτό σου;

Είναι πολύ διαφορετικό. Όταν εργάζεσαι σε άλλο γραφείο, ασχολείσαι με το δημιουργικό σκέλος — ή με συγκεκριμένα κομμάτια του σχεδιασμού. Όταν όμως στήσεις το δικό σου γραφείο, η δουλειά αλλάζει: αναλαμβάνεις ολόκληρη τη διαχείριση. Από τα οικονομικά και την ομάδα, μέχρι την επικοινωνία με τους πελάτες, την ευθύνη για τα έργα, όλα περνούν από σένα.

Και φυσικά, ειδικά όταν ξεκινάς ένα νέο γραφείο, τα λάθη είναι μέρος της διαδικασίας. Σίγουρα θα κάνεις λάθη. Το ζητούμενο είναι να μάθεις γρήγορα από αυτά και να τα διορθώνεις έγκαιρα, με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος — πρακτικό ή συναισθηματικό.

Έχει άγχος, έχει πίεση, αλλά έχει και τεράστια χαρά. Το «ευχαριστώ» του πελάτη, η στιγμή που βλέπεις ένα έργο να παίρνει μορφή, η συνεργασία με την ομάδα — όλα αυτά είναι εξαιρετικά αναζωογονητικά. Είναι τελείως διαφορετικό να δουλεύεις μόνος από το να χτίζεις μια ομάδα που προχωράει μαζί, μοιράζεται κοινούς στόχους και δημιουργεί.

–Μιλώντας για ομάδα: Πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση ανθρώπων; Και τι αναζητάτε στους νέους συνεργάτες σας;

Η διαχείριση ανθρώπων δεν είναι ποτέ εύκολη, αλλά είναι και από τα πιο ουσιαστικά κομμάτια της δουλειάς. Ο στόχος μας είναι να βοηθήσουμε τον κάθε συνεργάτη να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του. Δεν θέλουμε οι άνθρωποι στο γραφείο να νιώθουν ότι κάνουν μια αγγαρεία — θέλουμε να συμμετέχουν, να είναι ενεργοί, να αισθάνονται ότι έχουν λόγο και ευθύνη στο αποτέλεσμα.

Δεν περιμένουμε το «τέλειο» άτομο — αλλά αυτό που προσπαθεί για το καλύτερο. Όλοι κάνουμε λάθη, όλοι πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε. Αυτό που μετράει είναι η προσπάθεια, η επιμονή, η διάθεση να μάθεις, να διευρύνεις τα εργαλεία σου. Από το πώς κάνεις μια απεικόνιση, μέχρι το πώς φτιάχνεις μια μακέτα ή ένα σκίτσο, όλα είναι τρόποι εξερεύνησης. Μας αρέσει ο πειραματισμός — να βρίσκουμε νέους δρόμους έκφρασης μέσα από τη δημιουργικότητα.

–Πώς κρατάτε την ομάδα σας δημιουργική και εμπνευσμένη;

Το βασικό για εμάς είναι να υπάρχει όρεξη. Θέλουμε ανθρώπους που να έχουν την επιθυμία να δουν, να προτείνουν, να πειραματιστούν. Δεν μας ενδιαφέρει να επιβάλουμε την άποψή μας — μας ενδιαφέρει η συνεργασία. Να έρθει κάποιος και να μας πει: «Σκέφτηκα αυτό», «Κι αν το δοκιμάζαμε έτσι;» — αυτό μάς δίνει τροφή για να δούμε κι εμείς αλλιώς το σχέδιο, να ανοίξουμε την οπτική μας.

Γενικά, ως γραφείο, έχουμε συνεργαστεί και με πολλούς εξωτερικούς συνεργάτες: μηχανικούς, τοπογράφους, συμβούλους, landscape designers, καλλιτέχνες. Είναι πολύ σημαντικό να βρίσκεις κοινούς κώδικες επικοινωνίας με όλους και να δουλεύεις προς ένα αποτέλεσμα που να είναι λειτουργικό, ευχάριστο, και για την ομάδα και για τον πελάτη.

–Πόσο σημαντική είναι η εξωστρέφεια για έναν αρχιτέκτονα σήμερα;

Πολύ. Δεν αρκεί να έχεις καλές ιδέες. Πρέπει και να τις επικοινωνήσεις. Μας ενδιαφέρει να παρακολουθούμε τι γίνεται γύρω μας — όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά και στις άλλες τέχνες: στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη σύγχρονη τέχνη. Όλα αυτά εμπλουτίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον χώρο.

Θέλουμε ανθρώπους με ανοιχτούς ορίζοντες, με ενδιαφέροντα, που διαβάζουν, που βλέπουν πράγματα, που φέρνουν ερεθίσματα στο τραπέζι. Η παρθενογένεση στην αρχιτεκτονική δεν υπάρχει· σχεδόν τα πάντα έχουν ήδη ειπωθεί. Το ζήτημα είναι πώς φέρνεις ένα νέο στοιχείο, μια φρέσκια ματιά, πώς βάζεις ένα λιθαράκι παραπάνω.

– Μάρα, πώς επέλεξες το μεταπτυχιακό σου; Με ποια κριτήρια;

Καλή ερώτηση. Είχα ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές μου και είχα εργαστεί στο γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη. Ωστόσο, ένιωθα την ανάγκη να απομακρυνθώ για λίγο από την αρχιτεκτονική — είχα αρχίσει να κουράζομαι από το επάγγελμα πολύ νωρίς, ίσως νωρίτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.

Αυτό που με απασχολούσε ήταν η διαδικασία διαμόρφωσης ενός brief. Εμείς, ως αρχιτέκτονες, καλούμαστε να απαντήσουμε σε ένα brief — αλλά ποιος το φτιάχνει; Ποιος θέτει τα ερωτήματα; Ήθελα να περάσω από τη σχεδιαστική στην αποφασιστική πλευρά, να καταλάβω ποιος παίρνει τις αποφάσεις για τον χώρο, για την πόλη.

Έτσι, άρχισα να αναζητώ προγράμματα που να συνδυάζουν τον αστικό και τον χωροταξικό σχεδιασμό, πέρα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Κατέληξα στο μεταπτυχιακό της École Urbaine στο Sciences Po, στο Παρίσι, μια σχολή κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Εκεί εκπαιδεύονται τα άτομα που στη συνέχεια λαμβάνουν αποφάσεις σε κρίσιμα πεδία πολιτικής και δημόσιας διοίκησης στη Γαλλία.

Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι συνυπήρχα με ανθρώπους εκτός του αρχιτεκτονικού και τεχνικού πεδίου — ούτε αρχιτέκτονες, ούτε μηχανικούς. Αυτό σε κάνει πιο ευαίσθητο απέναντι στα σύνθετα ερωτήματα που προκύπτουν και σε βοηθά να τα αναδιατυπώσεις· να καταλάβεις τι κρύβεται πίσω από αυτά.

Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού δεν σχεδίασα τίποτα. Έγραφα μόνο: άρθρα, δοκίμια, αναλύσεις. Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό να έχει προηγηθεί επαγγελματική εμπειρία πριν από ένα μεταπτυχιακό. Να έχεις δει τι σημαίνει «αρχιτεκτονική» στην πράξη και πού αυτή διαχέεται.

Για να πιάσουμε και το ζήτημα της εκπαίδευσης: στο ΕΜΠ, όπου έκανα το προπτυχιακό μου, η εντύπωση που αποκομίζεις είναι ότι μπορείς να σχεδιάσεις τα πάντα — από μια πολεοδομική παρέμβαση μέχρι ένα τασάκι ή μία βίδα. Αυτό είναι εξαιρετικό από μια άποψη, γιατί σου προσφέρει μεθοδολογία, εργαλεία και ευελιξία. Σου μαθαίνει να σκέφτεσαι. Όμως, φεύγεις με μια γενική γνώση.

Γι’ αυτό επιμένω: είναι πολύτιμο να εργαστεί κάποιος, να δει διαφορετικά περιβάλλοντα και πτυχές του επαγγέλματος, προτού αποφασίσει πού θέλει να εμβαθύνει. Και αυτό μπορεί τελικά να μην είναι καν αμιγώς αρχιτεκτονικό αντικείμενο.

– Αλέξανδρε, είσαι μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής. Θεωρείς ότι η αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα προετοιμάζει επαρκώς τους νέους; Τι θα άλλαζες στο υπάρχον μοντέλο;

Οι ελληνικές αρχιτεκτονικές σχολές έχουν εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Έχοντας φοιτήσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και γνωρίζοντας το ΕΜΠ μέσα από το μεταπτυχιακό μου, μπορώ να πω ότι προσφέρουν στους φοιτητές όχι μόνο γνώσεις αλλά κυρίως έναν τρόπο σκέψης και σχεδιασμού.

Το θετικό είναι η άμεση σχέση διδάσκοντα και φοιτητή — ο καθηγητής προσπαθεί να μεταδώσει τη λογική του σχεδιασμού, να δείξει όχι μόνο τι να σχεδιάσεις αλλά πώς να σκέφτεσαι όσο σχεδιάζεις. Είναι μια σύνθετη διαδικασία και σίγουρα απαιτεί πολύ χρόνο. Τα πέντε ή έξι χρόνια των σπουδών δεν αρκούν για να κατανοήσει κανείς πλήρως την πολυπλοκότητα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Παράλληλα όμως οι σχολές καλούνται να καλύψουν ιστορία, θεωρία, τέχνη και πολλά άλλα. Αυτό που θα έλεγα ότι λείπει, ή έστω δεν καλύπτεται επαρκώς, είναι το κομμάτι της κατασκευής. Το πώς υλοποιείται ένα έργο. Τελειώνοντας τις σπουδές μας, είχαμε όλοι την αίσθηση ότι αυτό το πεδίο μάς διαφεύγει — και συνεχίζουμε να το μαθαίνουμε μέσα από την πράξη.

Θα ήταν πολύ χρήσιμο κάποια μαθήματα ή σχεδιαστικά εργαστήρια να στραφούν προς πιο ρεαλιστικά και κατασκευαστικά ζητήματα. Να έρθει ο φοιτητής σε επαφή με τα υλικά, με την υλικότητα γενικά — να μάθει για το ξύλο, το μέταλλο, τη συναρμογή. Θεωρώ ότι αυτό θα προσέφερε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη για το αρχιτεκτόνημα.

– Συμφωνείς Μάρα;

Απόλυτα. Κάτι που δυστυχώς δεν το καταλαβαίνεις όσο είσαι φοιτητής — και σε μια ηλικία που δεν έχεις ακόμα συναίσθηση του κόστους ή των τεχνικών δυσκολιών — είναι ότι κάθε γραμμή που τραβάς στο σχέδιο έχει αντίκτυπο: στην κατασκευή, στο κόστος, στην υλοποίηση.

Πρέπει από νωρίς να καλλιεργείται η κατανόηση ότι ο σχεδιασμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κατασκευή, είτε ακολουθείς παραδοσιακές μεθόδους είτε προσπαθείς να αναπτύξεις καινούριες. Όταν βρεθείς για πρώτη φορά στην ευθύνη υλοποίησης ενός έργου, αυτά τα ερωτήματα έρχονται μπροστά σου. Και θεωρούμε πολύ σημαντικό αυτά τα ερωτήματα να έχουν τεθεί ήδη από τα φοιτητικά χρόνια — έστω και ως προβληματισμός.

– Τι συμβουλές θα δίνατε σε κάποιον/α για το πορτφόλιο και τη συνέντευξη σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο;

Αλέξανδρος: Ένα από τα πρώτα πράγματα που κοιτάζουμε είναι το συνοδευτικό κείμενο. Είναι σημαντικό πώς γράφει κάποιος, πώς αυτοπαρουσιάζεται και τι αναφέρει. Το να στέλνεις το ίδιο γενικό μήνυμα σε 10 ή 30 γραφεία δεν είναι ιδανικό — ούτε για τον αποστολέα, ούτε για τον παραλήπτη. Θέλουμε να καταλάβουμε ότι κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για το γραφείο μας· ότι ξέρει ποιοι είμαστε και γιατί θέλει να συνεργαστεί μαζί μας.

Ένα καλό portfolio πρέπει να είναι καθαρό, ευανάγνωστο και όχι υπερβολικά μεγάλο. Δέκα σελίδες είναι αρκετές για να δείξεις όσα χρειάζονται. Τέλος, είναι καλό να φαίνεται μια σχετική εξοικείωση με τα προγράμματα που χρησιμοποιεί το εκάστοτε γραφείο — κάθε γραφείο έχει τις δικές του τεχνικές προτιμήσεις και αυτό παίζει ρόλο.

Μάρα: Θα πρόσθετα ότι, πέρα από την αισθητική του πορτφόλιο, έχει σημασία να δείχνει με σαφήνεια τον τρόπο που σκέφτεσαι. Δεν μας ενδιαφέρει μόνο η τελική εικόνα, αλλά και η πορεία που σε οδήγησε εκεί — πώς οργάνωσες το project, πώς απάντησες στο brief, πώς πήρες τις αποφάσεις σου. Όλα αυτά συνθέτουν την επαγγελματική σου ταυτότητα.

– Μάρα, ήθελες να προσθέσεις κάτι για το θέμα της αναζήτησης εργασίας και την επικοινωνία με τα γραφεία;

Ναι, θα ήθελα να επιμείνω στη σημασία του συνοδευτικού κειμένου — του cover letter. Είναι μια διαδικασία που μοιάζει με το να ξέρεις πού πηγαίνεις, αντί να πετάς φυλλάδια στον δρόμο ελπίζοντας να σε προσέξει κάποιος. Αν θέλεις ένα γραφείο να σε προσέξει, πρέπει πρώτα να έχεις εσύ ο ίδιος δώσει προσοχή σ’ αυτό. Πρέπει να έχεις καταλάβει ποια είναι η δουλειά του, τι σε ελκύει, γιατί σε αφορά.

Αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο για το γραφείο, αλλά κυρίως για τον ίδιο τον άνθρωπο που αναζητά εργασία. Όταν μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς: “Γιατί θέλω να δουλέψω σ’ αυτό το γραφείο; Τι με ενδιαφέρει; Πώς δουλεύει; Τι έχει κάνει;”, ίσως καταλήξεις τελικά ότι… δεν θέλεις να πας εκεί. Το λέω χαριτολογώντας, αλλά το πιστεύω. Όταν έψαχνα κι εγώ πού θα ήθελα να εργαστώ, διαπίστωνα σταδιακά ότι ο προορισμός είναι και μια επιλογή χαρακτήρα. Αν πεις «θέλω να πάω εκεί», είναι πολύ πιθανό να φτάσεις εκεί. Αλλά για να το πεις, πρέπει να ξέρεις το γιατί.

Γι’ αυτό και θεωρώ χάσιμο χρόνου να στέλνεις μαζικά e-mail με το ίδιο portfolio σε όλα τα γραφεία. Δεν είναι μόνο αναποτελεσματικό, είναι και ψυχοφθόρο. Αντίθετα, αξίζει να επενδύσεις ποιοτικά τον χρόνο που αφιερώνεις στην αναζήτηση του επόμενου βήματός σου. Η συμβουλή μου θα ήταν αυτή: να ψάχνεις ποιοτικά, με στόχο, και να επιλέγεις εκεί που πραγματικά θες να πας. Εκεί είναι που τελικά θα φτάσεις.

– Πολύ ωραία. Κλείνοντας, θα θέλατε να δώσετε κάποιες γενικές συμβουλές στους νέους και τις νέες που μας διαβάζουν; Κάτι πιο συνολικό, πέρα από το portfolio.

Μάρα: Συχνά ακούς συμβουλές όταν είσαι μικρός και δεν τις καταλαβαίνεις· και περνούν χρόνια μέχρι να φτάσει εκείνη η στιγμή που λες: «Α, αυτό εννοούσε τότε εκείνος ο άνθρωπος».

Θυμάμαι όταν ήμουν στην τρίτη λυκείου, πήγα για μία μέρα στο γραφείο του κυρίου Φωτιάδη — τότε σχεδίαζε το Μουσείο της Ακρόπολης. Ήθελα να δω πώς είναι η δουλειά σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, λίγο πριν συμπληρώσω το μηχανογραφικό. Με έβαλαν σ’ ένα σχεδιαστήριο, μου έδωσαν μια κάτοψη και μου είπαν να σκεφτώ πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί η ράμπα ή τα σκαλιά που οδηγούν προς το μουσείο.

Εκεί, λοιπόν, με πλησιάζει ένας αρχιτέκτονας —δεν θυμάμαι ποιος ήταν, καλή του ώρα— και με ρωτάει:
«Θες να γίνεις αρχιτέκτονας;»
«Ναι», του λέω, «μου αρέσει πάρα πολύ και θέλω να το προσπαθήσω».
Και μου λέει:
«Ξέρεις τι είναι η αρχιτεκτονική; Δεν είναι ούτε έμπνευση, ούτε δημιουργικότητα, ούτε σχεδιασμός. Είναι ερωτήσεις και απαντήσεις. Συνέχεια. Αν θες η ζωή σου να είναι γεμάτη ερωτήματα και προβλήματα στα οποία θα πρέπει να δίνεις γρήγορες και δημιουργικές απαντήσεις, τότε αυτό είναι το αντικείμενό σου».

Τότε δεν το είχα καταλάβει. Τώρα όμως το καταλαβαίνω απόλυτα. Η αρχιτεκτονική είναι μια συνεχής διαδικασία αναθεώρησης. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις βρει τη λύση, κάτι αλλάζει — ένα σχόλιο από έναν συνεργάτη, μια παρατήρηση από την πολεοδομία, μια νέα τεχνική ανάγκη. Πρέπει να είσαι πάντα σε εγρήγορση. Αν αυτό το συνεχές σου ταιριάζει, τότε μπορείς να είσαι πολύ ευτυχισμένος μέσα στην αρχιτεκτονική.

– Αλέξανδρε;

Αλέξανδρος: Συμφωνώ απόλυτα. Θα προσέθετα πως, ειδικά όταν ξεκινάς, χρειάζεται υπομονή. Εμείς, παρότι είμαστε ένα νέο γραφείο, βλέπουμε στην πράξη ότι όλα θέλουν τον χρόνο τους. Ξεκινάς από ένα μικρό έργο, μετά λίγο μεγαλύτερο, κι έτσι σιγά-σιγά χτίζεις την εμπειρία σου και καταλαβαίνεις τι σε ευχαριστεί, τι σε γεμίζει.

Σε κάθε έργο προκύπτουν ερωτήματα — και καλείσαι να απαντήσεις με δημιουργικότητα. Αυτή η διαδικασία είναι η ομορφιά του επαγγέλματος. Να μπορείς μέσα από τις απαντήσεις σου να δημιουργήσεις κάτι λειτουργικό και καλαίσθητο, κάτι που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κάθε brief και στις επιθυμίες του κάθε ανθρώπου για τον οποίο σχεδιάζεις.

– Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο, Μάρα και Αλέξανδρε, για τη συζήτηση και τον χρόνο σας.

Μάρα: Κι εμείς ευχαριστούμε πολύ, Βασίλη, για την όμορφη κουβέντα.

Αλέξανδρος: Καλή συνέχεια και θα τα πούμε σύντομα από κοντά!

– Καλή συνέχεια και στους δύο!