LAAV Architects
Vasileiou Laertis


Σήμερα μαζί μας ένας αγαπημένος φίλος, του οποίου η δουλειά έχει γίνει viral τα τελευταία χρόνια και έχει παρουσιαστεί στα μεγαλύτερα μέσα διεθνώς. Ερωτευμένος με το design σε κάθε μορφή του, ξεκίνησε τις σπουδές του στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το 2001. Ωστόσο, μόλις το 2005 συνειδητοποίησε πραγματικά τον ρόλο του ως αρχιτέκτονας, μετά την πρώτη του συμμετοχή σε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, όπου κατέκτησε το δεύτερο βραβείο.
Από τότε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην αρχιτεκτονική και το design, με πολλαπλές διακρίσεις σε διαγωνισμούς. Αποφοίτησε το 2008, έχοντας ήδη δύο κτίρια στη Ρόδο, ενώ για λίγο σκέφτηκε να αλλάξει κατεύθυνση και να γίνει σχεδιαστής αυτοκινήτων. Το 2010 συνέχισε τις σπουδές του στην Ολλανδία, στο Πολυτεχνείο του Ντελφτ, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Έπειτα εργάστηκε στα γραφεία MECANOO στο Ντελφτ και UNStudio στο Άμστερνταμ, ώσπου το 2014 ίδρυσε την Open Platform for Architecture (OPA), σχεδιάζοντας projects που έγιναν παγκοσμίως γνωστά, όπως η Casa Brutale και το ξωκλήσι Lux Aeterna. Το 2016 ίδρυσε τη δεύτερη εταιρεία του, LAAV Architects, με έργα όπως η Villa Klessidra και η Maralah Cabin.
Έχει μιλήσει σε δύο TEDx events, ήταν brand ambassador της Αμερικανο-Ιαπωνικής Infinity και σήμερα σχεδιάζει έργα σε επτά χώρες και τέσσερις ηπείρους, συμπεριλαμβανομένου ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης στο Άμστερνταμ και ενός ινστιτούτου κλιματικής αλλαγής στη Νότια Αφρική.
Το μότο του είναι «never a boring moment» — κάτι που επαληθεύεται καθημερινά στη ζωή του.
Κυρίες και κύριοι, μαζί μας ο Λαέρτης Βασιλείου.
– Λαέρτη, καλησπέρα.
Καλησπέρα Βασίλη. Σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, είναι μεγάλη τιμή να βρίσκομαι εδώ και να μοιράζομαι τις εμπειρίες, τις ιστορίες, τις αποτυχίες αλλά και τις επιτυχίες μου με τους νεότερους συναδέλφους. Ελπίζω να τους φανεί χρήσιμο.
– Πότε συνειδητοποίησες ότι θέλεις να γίνεις αρχιτέκτονας; Διάβασα πως αρχικά ήθελες να γίνεις σχεδιαστής αυτοκινήτων.
Το ενδιαφέρον για το design υπήρχε πάντα, αλλά η αρχιτεκτονική μπήκε στη ζωή μου το 2001, όταν μπήκα στη Σχολή του ΕΜΠ. Ωστόσο, στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος για το ρόλο μου ως αρχιτέκτονας. Παρακολουθούσα τα μαθήματα, παρέδιδα τις συνθέσεις, αλλά δεν είχα ακόμα την ώθηση ή το πάθος.
Η αλλαγή ήρθε το 2005, όταν συμμετείχα για πρώτη φορά σε έναν πανελλήνιο φοιτητικό διαγωνισμό, μαζί με τη συμφοιτήτριά μου Ελένη Ιωαννίδου. Κατακτήσαμε το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό του ΟΠΑΠ. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν ένα είδος αφύπνισης για μένα — συνειδητοποίησα τις δυνατότητες της αρχιτεκτονικής και το πώς θα μπορούσα να εκφραστώ μέσα από αυτήν. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η πραγματική μου ενασχόληση με το επάγγελμα.
Αστεία λέω στους συναδέλφους μου ότι εργάζομαι σαν αρχιτέκτονας «μέχρι να βρω μία αληθινή δουλειά», γιατί ακόμα ψάχνω να βρω κάτι που να με γεμίζει πραγματικά — αλλά αυτό θα το εξηγήσω παρακάτω. Πιστεύω πολύ στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, γιατί είναι ένας ευγενής τρόπος ανταγωνισμού που σε ωθεί να γίνεσαι πιο δημιουργικός και πιο μαχητικός.
– Δούλεψες σε σημαντικά γραφεία, όπως τα MECANOO και UNStudio. Παρ’ όλα αυτά, δημιούργησες το δικό σου γραφείο. Τι δυσκολίες αντιμετώπισες στην απόφαση να ξεκινήσεις τη δική σου επιχειρηματική πορεία;
Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Οι γονείς μου ήταν διακοσμητές στη Ρόδο, κι έτσι είχα την ευκαιρία να δουλέψω από πολύ νωρίς στο χώρο, ολοκληρώνοντας δύο κτίρια μέχρι την αποφοίτησή μου. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, γιατί γνώρισα το επάγγελμα από την πιο πρακτική πλευρά — κάτι που δυστυχώς δεν διδάσκεται επαρκώς στις σχολές.
Μετά την αποφοίτηση, δούλεψα για περίπου οκτώ μήνες σε ένα μικρό γραφείο στο Χαλάνδρι, όπου ήμασταν δύο αρχιτέκτονες. Εκεί έμαθα ακόμη περισσότερα, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήθελα να περιοριστώ σε ρόλο που εξαντλείται στην τυπική εφαρμογή του ΓΟΚ ή του ΝΟΚ. Ήθελα να ασχοληθώ περισσότερο με το δημιουργικό κομμάτι.
Το 2012 πήγα στους MECANOO στο Ντελφτ. Από την πρώτη στιγμή μου πρότειναν να συμμετάσχω σε έναν παγκόσμιο διαγωνισμό για πολιτισμικό κέντρο και πάρκο στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την αρχική ερώτηση αν έχω θέμα ως Έλληνας, τους απάντησα ότι είμαστε εδώ για να κάνουμε αρχιτεκτονική και όχι πολιτική — αν και σήμερα πιστεύω πως τα πάντα πλέον είναι πολιτική.
Συμμετείχαμε και κερδίσαμε το διαγωνισμό, μοιραζόμενοι το πρώτο βραβείο με ονόματα όπως ο Peter Eisenman και τα γραφεία MVRDV και West8. Ήταν μια σημαντική στιγμή, γιατί μόλις είχα μπει σε ένα γραφείο παγκόσμιας εμβέλειας με περίπου 150 συνεργάτες, και το έργο αυτό ήταν το εισιτήριο για να ανέβω ένα επίπεδο.
Αργότερα δούλεψα για περίπου έξι μήνες στους UNStudio στο Άμστερνταμ, όπου συνειδητοποίησα ότι δεν έχει τόση σημασία πού δουλεύεις, αλλά τι μαθαίνεις — τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Εκεί κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να ιδρύσω το δικό μου γραφείο.
Τον Δεκέμβριο του 2014 ξεκινήσαμε την Open Platform for Architecture (OPA), μαζί με έναν συνεργάτη και παιδικό φίλο από τη Ρόδο. Εκεί ξεκίνησε ουσιαστικά η προσωπική μου επιχειρηματική πορεία.
Ερώτηση: Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Απάντηση: Ήμουν 32 ετών. Το γραφείο ουσιαστικά στήθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 2015. Τότε ήρθα αντιμέτωπος με το βασικό πρόβλημα της επιχειρηματικότητας — ειδικά ως Έλληνας στην Ολλανδία: ξεκινάς χωρίς πελάτες, χωρίς δίκτυο, χωρίς project. Πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνεις ορατός.
Πλέον θεωρώ πως έχει αλλάξει ριζικά το τοπίο. Παλιά, τη δεκαετία του ’90, ήταν σύνηθες οι αρχιτέκτονες να ανοίγουν γραφείο σε κεντρικό σημείο της πόλης, με βιτρίνα, μακέτες και φωτογραφίες — μια κλασική βιτρίνα. Σήμερα, η μεγαλύτερη βιτρίνα ενός αρχιτέκτονα είναι το διαδίκτυο. Ένα καλό website, ένα ποιοτικό portfolio στο internet είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από το να ξοδεύεις πολλά χρήματα σε ενοίκια, εξοπλισμό ή καθαρισμό χώρων.
Όταν ξεκίνησα, βασίστηκα αρχικά σε συμμετοχές σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Όμως οι διαγωνισμοί είναι ρίσκο: δουλεύεις, καταθέτεις πρόταση και περιμένεις το αποτέλεσμα, που συνήθως είναι αρνητικό. Αν δεν κερδίσεις, απλά προχωράς στον επόμενο διαγωνισμό.
Παράλληλα, παρακολουθούσα την εξέλιξη των social media και την εμφάνιση των influencers, πριν γίνουν τόσο δημοφιλείς όσο σήμερα. Θυμάμαι πως η Kim Kardashian είχε εκατομμύρια followers χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο παρά το να ανεβάζει φωτογραφίες των οπισθίων της. Σκέφτηκα λοιπόν: αν μπορείς να γίνεις viral με αυτό, γιατί όχι με καλή αρχιτεκτονική;
Αποφάσισα να ξεκινήσω ένα προσωπικό project — να είμαι ο ίδιος πελάτης μου, σε μια τοποθεσία που δεν υπάρχει, και να το σχεδιάσω σύμφωνα με τη δική μου αισθητική. Δημιούργησα μια όμορφη παρουσίαση και την ανέβασα στο διαδίκτυο.
Έτσι, μετά από τέσσερις μήνες σκληρής δουλειάς μαζί με εξαιρετικούς συνεργάτες όπως η Lun Design που ανέλαβε τα renders, το project ανέβηκε στην πλατφόρμα Design Boom, στις 1 Ιουλίου. Την επόμενη μέρα έγινε viral παγκοσμίως.
Από τότε συνεχίζει να φέρνει ενδιαφέρον, πελάτες και project, ακόμα κι αν το ίδιο το project δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Ένας πελάτης από τον Λίβανο το βρήκε στο Google και μου ζήτησε να σχεδιάσω ένα “cliff house”, ένα σπίτι σε γκρεμό. Προχωρήσαμε σε συμβόλαια και μελέτες, αλλά δυστυχώς το έργο έχει παγώσει λόγω των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στη χώρα.
Σε όλη αυτή την πορεία, ποτέ δεν άνοιξα βιτρίνα στο δρόμο. Τα γραφεία μου βρίσκονται πάντα σε ορόφους, μακριά από θορυβώδεις δρόμους, προτιμώντας όμορφη θέα για να σχεδιάζω καλύτερα.
Αυτή η εμπειρία απομυθοποιεί πολλά στερεότυπα που έχουν οι νέοι αρχιτέκτονες όταν ξεκινούν: δεν χρειάζεται να ξοδέψεις αμέτρητα χρήματα σε εξοπλισμό και ενοίκια, μπορείς να επενδύσεις αλλού τα χρήματά σου και να αξιοποιήσεις το internet ως εργαλείο και βιτρίνα.
Ερώτηση: Μπορείς να μας πεις τι έμαθες από τα λάθη σου ως προς την επιχειρηματικότητα; Τι συμβουλές έχεις για νέους που ξεκινούν; Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στην πραγματικότητα σε σχέση με αυτό που φανταζόμαστε, όταν αποφασίζουμε να ανοίξουμε το δικό μας γραφείο;
Απάντηση: Έχω κάνει αρκετά λάθη, αλλά ένα από τα σημαντικότερα που έμαθα είναι να λες «όχι». Δεν σημαίνει ότι επειδή είσαι νέος και φρέσκος πρέπει να δέχεσαι τα πάντα. Πρέπει να είσαι επιλεκτικός. Το να λες ναι σε όλα δεν πληρώνει το νοίκι, αλλά σε βοηθά να κρατήσεις μια ταυτότητα και υψηλή ποιότητα στη δουλειά σου.
Αν λες ναι σε όλα, θα βρεθείς σε ένα γραφείο χωμένο σε κάποια γωνιά, να τρέχεις δουλειές που δεν σε εκφράζουν. Δεν κρίνω αυτούς που το κάνουν, άλλωστε πολλοί επιτυγχάνουν έτσι, αλλά εγώ δεν ήθελα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο.
Επιπλέον, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός με τους συνεργάτες σου. Για μένα, η αρχιτεκτονική ξεκίνησε ως χόμπι και μετά έγινε επάγγελμα. Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, πρέπει να έχεις γύρω σου ανθρώπους που να το νιώθουν το ίδιο, ώστε να συνεχίσεις να απολαμβάνεις τη δουλειά σου. Δεν πρέπει να ρίχνεις την ποιότητα ή να κάνεις εκπτώσεις για να ικανοποιήσεις φίλους ή συγγενείς. Η δουλειά και οι προσωπικές σχέσεις πρέπει να διαχωρίζονται. Αν προκύψει φιλία μέσα από μια συνεργασία, είναι κέρδος. Το αντίθετο δεν χρειάζεται να το επιδιώξεις.
Έμαθα επίσης να βάζω όρια στον χρόνο και στην εργασία μου. Αν δεν το κάνεις, δουλεύεις 24/7. Τα δημιουργικά επαγγέλματα, όπως η αρχιτεκτονική, δεν έχουν φυσικά όρια — το μυαλό δουλεύει συνέχεια, ακόμα και όταν κοιμάσαι. Εγώ έμαθα να θέτω ένα όριο: κάποια στιγμή κλείνω τον υπολογιστή και ξεκουράζομαι.
Αυτή η συνειδητοποίηση ήρθε όταν δούλευα τη διπλωματική μου στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου ήθελα να δουλέψω μόνος μου. Ο στόχος μου ήταν να οργανώσω το project και τον χρόνο μου, ώστε να δουλεύω όσο θέλω και να μην ξεπεράσω τον προϋπολογισμό ή το χρόνο που είχα θέσει.
Το κατάφερα, ακόμα και κατάφερα να κοιμηθώ πριν την παρουσίαση — κάτι που θεωρώ μεγάλο επίτευγμα — και να παραδώσω μια πολύ οικονομική αλλά ποιοτική εργασία.
Η αρχιτεκτονική, όμως, δεν σταματά ποτέ πραγματικά. Έχεις πάντα ιδέες και προβληματισμούς στο μυαλό σου. Είμαστε άνθρωποι και χρειαζόμαστε ξεκούραση, παρότι πολλές φορές εγώ δυσκολεύομαι να το εφαρμόσω — κάτι που προκαλεί και προβλήματα στη σύζυγό μου!
— Επανερχόμαστε λίγο στο θέμα του virality. Η δουλειά σου έγινε viral στα μεγαλύτερα μέσα του κόσμου, όπως το CNN, το Fox News, το Forbes και άλλα. Έδωσες και συνέντευξη στο CNN, ενώ την ίδια στιγμή celebrities παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Σακίλ Ο’Νιλ, ο Άστον Κούτσερ και ο Snoop Dogg μοιράστηκαν τη δουλειά σου στα social media. Παράλληλα, η Infinity σε επέλεξε ως brand ambassador και γύρισες μαζί τους και ένα διαφημιστικό. Πώς διαχειρίστηκες όλη αυτή την κατάσταση και πού σε οδήγησε; Τι σημαίνει όλο αυτό το «fame» για σένα;
— Καταρχάς, δεν μπορείς να κρυφτείς από τα παιδιά. Οι πιο σκληρές αλήθειες έρχονται πάντα από αυτά. Δεν έχουν ακόμα τη γνώση της ζωής, αλλά είναι ένα τρομερό «eye-opener».
— Ακριβώς, γιατί είναι απόλυτα αυθεντικά, χωρίς φίλτρο.
— Ακριβώς. Κάποιες φορές όταν συναντώ ανθρώπους που δεν με ξέρουν προσωπικά και μου λένε: «Α, ξέρω, εσύ είσαι πίσω από αυτό, είσαι famous», τους απαντώ ότι δεν είμαι εγώ famous, αλλά η δουλειά μου. Δεν είμαι κάποιος που περπατάει στον δρόμο και έχει τον αέρα του διάσημου.
— Δηλαδή η φήμη σου δεν είναι προσωπική, αλλά αφορά το έργο σου.
— Ακριβώς. Και το να είσαι «διάσημος» είναι ένα μεγάλο illusion. Από τις γενιές των αρχιτεκτόνων, επιχειρηματιών και άλλων, το «fame» δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το να είσαι πλούσιος. Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι και διάσημοι, άλλοι διάσημοι αλλά φτωχοί — ένα καινούργιο brand που θέλουμε να στήσουμε, το «Poor and Famous» — και φυσικά υπάρχουν και οι πολύ πλούσιοι που δεν είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό αλλά κινούν τα νήματα πίσω από τις σκηνές.
— Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση. Πώς βιώνεις λοιπόν το δικό σου fame;
— Ήμουν εξαρχής συνειδητοποιημένος ότι, ακόμη κι αν αποκτήσω τον «followship» της Kardashian — για να το πω έτσι — θα πρέπει να συνεχίσω να παραδίδω έργα με την ίδια ποιότητα. Είναι πολύ συνηθισμένο, όσο μεγαλώνει ένα αρχιτεκτονικό γραφείο και η φήμη του, να πέφτει η ποιότητα, να επαναλαμβάνεσαι. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν μπορείς να βγάζεις «χρυσά αυγά» συνέχεια — κάποια στιγμή κουράζεται το μηχάνημα και γίνονται σχεδιαστικές εμμονές.
— Πώς το αντιμετώπισες αυτό;
— Ήμουν ψύχραιμος, παρόλο που ενθουσιάστηκα στην αρχή. Προσπάθησα να μην χάσω τον έλεγχο. Το είδα σαν το σερφ: έρχονται τα κύματα — η δημοσιότητα, τα media — αλλά αν δεν έχεις τη σωστή σανίδα ή εμπειρία, δεν μπορείς να κάνεις σερφ. Αν αγνοήσεις την ευκαιρία ή αντιδράσεις με υπερβολικό ενθουσιασμό, πάλι δεν θα έχεις αποτέλεσμα. Πρέπει να το χειριστείς με μέτρο, να το χρησιμοποιήσεις για να φέρεις περισσότερα project και προσοχή, ώστε να προχωρήσεις μπροστά. Η δημοσιότητα είναι η βιτρίνα σου: όσο και να την γυαλίσεις, δεν θα φέρει πελάτες από μόνη της, αλλά δεν μπορείς να την παραμελήσεις.
— Σε καλύπτεις απόλυτα. Και τι είναι λοιπόν για σένα επιτυχία;
— Να σου πω, ακόμα δεν το ξέρω με βεβαιότητα. Νομίζω επιτυχία είναι να μπορείς να σχεδιάζεις και να εκφράζεις μια πολυτέλεια — όχι με την έννοια των χρυσών διακοσμητικών ή των ακριβών υλικών, αλλά με την έννοια της ελευθερίας να κάνεις αυτό που θέλεις, χωρίς να πρέπει να δικαιολογείσαι συνεχώς. Να έχεις το δικό σου ύφος, το δικό σου στυλ, και να έρχονται άνθρωποι γι’ αυτό. Όχι να σου λένε «βάλε μου πέντε κεραμίδια» και να αναγκάζεσαι να κάνεις συμβιβασμούς.
— Ποιο είναι το πιο σημαντικό στοιχείο για σένα μέσα σε αυτή τη διαδικασία;
— Η συνείδηση. Ως αρχιτέκτονες παίρνουμε αποφάσεις που έχουν αισθητικό και ηθικό βάρος. Πρόσφατα έκανα συνέντευξη με μια κοπέλα που δούλεψε σε γραφείο που συνεργάστηκε με σύγχρονους φασίστες — δεν θέλω να το ονομάσω συγκεκριμένα — και μου είπε ότι δεν το συζητούσαν, απλώς περίμεναν τις πληρωμές τους για να «ζήσουν». Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Προτιμώ να έχω καθαρή συνείδηση, να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα πάρω τα καλύτερα παιχνίδια ή το πιο ακριβό φαγητό για τα παιδιά μου. Τα παιδιά στο τέλος δεν θυμούνται αυτά.
— Είναι πράγματι ένα πολύ βαθύ μήνυμα.
— Ναι. Σε μια εποχή που βλέπουμε να ξεπηδούν θέματα ρατσισμού και κοινωνικών επαναστάσεων, αποφάσεις ανθρώπων που πλέον δεν είναι στη ζωή τους ζητούνται εξηγήσεις. Το να είσαι εντάξει με τον εαυτό σου και τον περίγυρό σου δεν είναι πλέον πολυτέλεια, είναι το νόημα της ζωής. Να κάνεις τη δουλειά σου χωρίς δικαιολογίες — αυτό, νομίζω, είναι η πραγματική επιτυχία.
— Έχουμε μιλήσει αρκετά στο παρελθόν, ειδικά με τον Κώστα Πουλόπουλο, για την έννοια της πρωτοβουλίας. Μπορείς να μας πεις πώς την αντιλαμβάνεσαι;
— Η πρωτοβουλία είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία για εμένα. Ταυτίζομαι πλήρως με όσα είπε ο Κώστας πρόσφατα. Όταν ψάχνεις έναν συνεργάτη ή εργαζόμενο, σε οποιονδήποτε τομέα και ειδικά στην αρχιτεκτονική, αυτό που ζητάμε είναι κάποιος που να είναι proactive — που να παίρνει πρωτοβουλίες. Ιδιαίτερα όταν είσαι startuper ή ξεκινάς τη δική σου επιχείρηση, η πρωτοβουλία δεν είναι απλά επιθυμητή, είναι απαραίτητη. Μπορεί να αφορά δικές σου ιδέες, αλλά και να στηρίζεις πρωτοβουλίες άλλων.
Όταν δεν έχεις ακόμη καθιερωμένο πελατολόγιο και σταθερή ροή έργων, πρέπει να αναλάβεις πρωτοβουλίες για να κινήσεις τα πράγματα. Για παράδειγμα, ο Κώστας έκανε την ιδέα για έναν πύργο ύδρευσης σε ξενοδοχείο, εγώ από την πλευρά μου προχώρησα σε πρωτοβουλίες όπως το project Brutale, το οποίο στόχευε να γίνει viral στο διαδίκτυο — και πέτυχε. Αυτές οι ιδέες και οι αποφάσεις είναι που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο ή, έστω, τον δικό σου μικρόκοσμο. Είναι μέρος της φιλοσοφίας μου, που λέω «never a boring moment» — ποτέ μια βαρετή στιγμή.
Τα τελευταία δύο και μισό χρόνια έχω ασχοληθεί με projects που στηρίζονται σε προσωπικές πρωτοβουλίες ανθρώπων με τους οποίους έχω ταύτιση και καλή συνεργασία. Πρόσφατα ολοκλήρωσα το δεύτερο μεγάλο project, και τα δύο πάνω από 15.000 τ.μ.: ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Άμστερνταμ και ένα Ινστιτούτο Κλιματικής Αλλαγής στη Νότια Αφρική. Και τα δύο ξεκίνησαν από ένα απλό email, που για μένα ισοδυναμεί με την ίδια την πρωτοβουλία: «Έχω μια ιδέα, θες να γίνεις ο αρχιτέκτονας;».
Έχω λάβει πολλά τέτοια email, αλλά προχώρησα μόνο σε αυτά τα δύο γιατί υπήρχε βάθος και προοπτική. Στο μουσείο, ο πελάτης, γιος μιας καλλιτέχνιδας των ‘60s, μου είπε: «Δεν υπάρχει μουσείο για αυτό που θέλω να κάνουμε, μου αρέσει η αρχιτεκτονική σου, δεν μπορώ να σε πληρώσω άμεσα, αλλά θα σχεδιάσεις το μουσείο και θα ζητήσουμε χρηματοδότηση από επενδυτές, συλλέκτες τέχνης και χορηγούς. Μόλις βρούμε τα χρήματα, θα σε πληρώσω». Του απάντησα ότι δεν έχω τίποτα να χάσω, πέρα από τον χρόνο που θα αφιερώσω, κι άλλωστε το κάνουμε κι όταν παίρνουμε μέρος σε διαγωνισμούς, που είναι ρίσκο. Έτσι, το υποστήριξα ως επένδυση στο μέλλον και στο πορτφόλιο μου.
— Είναι σαφές πως έχεις ήδη δημιουργήσει μια σημαντική παρακαταθήκη, όχι μόνο για το πορτφόλιο σου, αλλά και για τη δημόσια προβολή σου. Ήταν η σωστή επιλογή, σωστά;
— Ακριβώς. Κάθε πρωτοβουλία χρειάζεται συγκεκριμένα ορόσημα (milestones) για να δεις αν αξίζει να συνεχίσεις. Και τα δύο αυτά project πήγαν πολύ καλά. Το μουσείο ξεκίνησε από μένα και τον Ολλανδό γιο της καλλιτέχνιδας και πλέον είμαστε ομάδα δέκα ατόμων, με μια εξαιρετική μηχανολογική εταιρεία να μας στηρίζει. Η πρόεδρος του Ολυμπιακού Σταδίου του Άμστερνταμ είναι στο διοικητικό μας συμβούλιο, μαζί με άτομα που διαχειρίζονται διεθνή projects χρηματοδότησης. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε την πρώτη παρουσίαση — ήταν προγραμματισμένη για τις 20 Μαρτίου, αλλά τα γεγονότα της πανδημίας πάγωσαν τα πάντα.
— Αφού το ανέφερες, ποια είναι η δική σου άποψη για την αρχιτεκτονική σήμερα, ειδικά μετά το φαινόμενο της πανδημίας;
— Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ερώτηση που χρειάζεται προβληματισμό. Από τη στιγμή που ξεκίνησα τη δική μου εταιρεία, έχω αφιερώσει αρκετό χρόνο να φιλοσοφώ την κατάσταση. Συνειδητοποίησα ότι, όσο κι αν θέλουμε να το παρουσιάσουμε διαφορετικά, οι αρχιτέκτονες παραμένουμε μάλλον αναλώσιμοι. Η αρχιτεκτονική είναι, σε τελική ανάλυση, μια πολυτέλεια για την κοινωνία — όχι με την έννοια της πολυτέλειας που συχνά λέμε, αλλά ως μια επιλογή που δεν είναι απολύτως αναγκαία.
Αν, για παράδειγμα, σε ένα υποθετικό σενάριο όλοι οι αρχιτέκτονες εξαφανίζονταν, η κοινωνία θα συνέχιζε να υπάρχει — ίσως με πιο άσχημα ή λιγότερο λειτουργικά σπίτια, αλλά δεν θα υπήρχε κάποια κρίση ύπαρξης. Αυτό δεν με οδηγεί σε νιχιλισμό, αλλά με βοήθησε να αποκτήσω μια πιο ρεαλιστική σχέση με το έργο μου και τους πελάτες, να κατανοώ τον ρόλο μου χωρίς να χρειάζεται να υιοθετώ ύφος «χιλίων καρδιναλίων» που βλέπω συχνά στον χώρο — κάτι που μπορεί να είναι και μάρκετινγκ, αλλά δεν είναι ο τρόπος που εγώ δουλεύω.
Όταν ξέσπασε η πανδημία και όλοι αναγκαστήκαμε να κλειστούμε στα σπίτια μας, πολλοί έβγαλαν θετικά συμπεράσματα, λέγοντας πως αντιληφθήκαμε τη σημασία ενός καλοσχεδιασμένου χώρου διαβίωσης. Είναι αλήθεια, τα σπίτια πρέπει να σχεδιάζονται καλά. Από την άλλη όμως, σε κάθε κρίση, το πρώτο που παγώνει είναι οι επενδύσεις και τα μεγάλα projects. Άρα, από τη μία η πανδημία ανέδειξε τη σημασία της αρχιτεκτονικής, από την άλλη «πάγωσε» τη δουλειά μας. Οπότε, ισοπαλία — το σκορ μένει στο μηδέν.
Δεν θέλω να ακούγομαι πεσιμιστής, απλώς εκφράζω τις δυσκολίες που βιώνουμε. Ξέρω πολλούς συναδέλφους που χωρίς κρατική ενίσχυση θα είχαν πτωχεύσει. Η αρχιτεκτονική έχει πολλές δυνατότητες να εξελιχθεί και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία κάθε κλίμακας, αλλά είναι επίσης ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος τομέας. Εμείς οι αρχιτέκτονες έχουμε την ευθύνη να αναδείξουμε τη σημασία της δουλειάς μας, να τη φέρουμε πιο κοντά στην κοινωνία και να την τονίζουμε όσο μπορούμε.
Τελικά, δεν πρόκειται να εξαφανιστούμε, αλλά ανησυχώ για το πώς θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε αρμονικά, ειδικά καθώς οι προκλήσεις που φέρνουν η κλιματική αλλαγή και άλλες παγκόσμιες κρίσεις θα γίνονται πιο έντονες. Πρέπει να προσαρμοστούμε γρήγορα, να είμαστε ερευνητικοί, να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και να φανταζόμαστε λύσεις που θα μας βοηθήσουν να ανταποκριθούμε σε αυτές τις αλλαγές — όχι απλώς να σχεδιάζουμε το σήμερα, αλλά να δημιουργούμε το μέλλον.
Βασίλης: Να μιλήσουμε λίγο τώρα για την αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Πιστεύεις ότι οι σχολές στην Ελλάδα κάνουν καλή δουλειά; Ποιες είναι οι βασικές διαφορές σε σχέση με το εξωτερικό; Θα θέλαμε να ακούσουμε και τα αρνητικά, αλλά και τι θα μπορούσε να βελτιωθεί ή να εμπλουτιστεί από τις εμπειρίες σου στο εξωτερικό.
Λαέρτης: Πολύ ωραία ερώτηση, Βασίλη, και χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να εκφράσω τη γνώμη μου, γιατί αυτό το θέμα μοιάζει με τον… ελέφαντα στο δωμάτιο. Όλοι τον βλέπουν, αλλά ελάχιστοι το συζητούν. Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι έχω πολύ θετική άποψη για τις ελληνικές σχολές αρχιτεκτονικής. Από το 2015 και μετά, περίπου το 80% όσων έχουν εργαστεί στο γραφείο μου έχουν αποφοιτήσει από ελληνικές σχολές.
Δεν υπάρχει κάποιο εθνικιστικό ή πατριωτικό κίνητρο πίσω σε αυτό, ούτε κάποιο «κόλλημα» με τη γλώσσα. Απλώς, όταν χρειάζεται να επιλέξω συνεργάτες για το γραφείο ή για κάποιο project, τα άτομα που έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα, συχνά στην ίδια σχολή ή τουλάχιστον με παρόμοιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, κατανοούν πιο εύκολα τις σχεδιαστικές μου απόψεις. Ξεκινάμε τη συνεργασία σε κοινό επίπεδο, χωρίς να χρειάζεται να εφεύρουμε ξανά τον τροχό, όπως συμβαίνει με φοιτητές ή επαγγελματίες που προέρχονται από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Συνεπώς, τουλάχιστον με βάση τη δική μου εμπειρία, οι ελληνικές σχολές λειτουργούν σωστά.
Από την άλλη, ας δούμε το θέμα σε πιο θεμελιώδες επίπεδο. Πιστεύω πως η αρχιτεκτονική ουσιαστικά δεν διδάσκεται. Και ίσως αυτό να ακούγεται παράδοξο ή ακόμα και αμφιλεγόμενο, αλλά δεν θέλω με αυτό να υποτιμήσω τον ρόλο των καθηγητών. Αντιθέτως, θεωρώ ότι ο ρόλος τους είναι κομβικός — απλά η αρχιτεκτονική δεν «διδάσκεται» όπως μια τεχνική γνώση. Καλλιεργείται.
Ο καθηγητής έχει την ευθύνη να σου μεταδώσει επιρροές, ιδέες και παραδείγματα. Να σε καθοδηγήσει προς την κατεύθυνση που θέλεις και πρέπει να εξελιχθείς. Σου δίνει τα εφόδια και σε ελέγχει αν το αποτέλεσμα που παράγεις έχει αξία — πάντα όμως από την υποκειμενική του σκοπιά. Η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να βαθμολογηθεί ή να κριθεί αντικειμενικά όπως άλλες επιστήμες.
Αυτό το συνειδητοποίησα στην πράξη, όταν φοιτούσα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Στα στούντιο των συνθέσεων, οι καθηγητές μάς έδιναν γενικά πλαίσια και εφόδια, αφήνοντας μας πολύ ελευθερία. Εγώ τότε είχα παράπονο γιατί ήθελα να προχωρήσω πιο γρήγορα και να έχω πιο συγκεκριμένη καθοδήγηση, όμως εκ των υστέρων κατάλαβα ότι αυτή η ελευθερία ήταν πολύτιμη. Έφευγα από τη σχολή και αναζητούσα βιβλία, περιοδικά, πληροφορίες και επιρροές στις βιβλιοθήκες και σε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο τότε. Έτσι κατάλαβα ποια αρχιτεκτονική με εκφράζει, σε ποιον ήθελα να μοιάσω και τι ήθελα να γίνω.
Αυτή, νομίζω, είναι η ουσία της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης — να σου θέτει το έδαφος και να καλλιεργεί τη σκέψη σου.
Από την άλλη, αυτό το μοντέλο δεν συναντάται συχνά στο εξωτερικό. Εκεί οι σχολές είναι πιο τεχνοκρατικές, δίνουν έμφαση σε τεχνικές γνώσεις. Ένα μεγάλο αρνητικό των ελληνικών σχολών, κατά τη γνώμη μου, είναι η έλλειψη πρακτικής άσκησης. Πρόκειται για ένα επάγγελμα με έντονα πρακτικό χαρακτήρα, αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχει υποχρεωτική πρακτική για τους φοιτητές πριν αποφοιτήσουν. Αντίθετα, στο εξωτερικό απαιτείται συχνά να δουλέψεις τουλάχιστον έξι μήνες σε αρχιτεκτονικό γραφείο, προκειμένου να πάρεις την άδεια ή τη διαπίστευση για να ασκήσεις το επάγγελμα.
Πιστεύω ότι η υιοθέτηση αυτής της πρακτικής στην Ελλάδα θα ήταν πολύ σημαντική. Θα έδινε ώθηση στην αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα οι σχολές θα παρήγαγαν πιο ολοκληρωμένους και έμπειρους αρχιτέκτονες.
Βασίλης: Πολύ ωραία, Λαέρτη, σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήσουν μαζί μας και μοιράστηκες τις εμπειρίες και τη σκέψη σου.
Λαέρτης: Εγώ σε ευχαριστώ, Βασίλη. Πιστεύω πραγματικά — και στο έχω πει πολλές φορές — ότι ο ρόλος σου στην αρχιτεκτονική σκηνή της Ελλάδας, και πιθανόν και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι εξαιρετικά σημαντικός. Χωρίς να το καταλαβαίνεις, είσαι educator και διαμορφώνεις τη σκέψη χιλιάδων φοιτητών και μελλοντικών αρχιτεκτόνων. Αυτό είναι ανεκτίμητο. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, που έχουμε συνεργαστεί και που έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργούμε μαζί όμορφα πράγματα, τα οποία προσθέτουν ένα ακόμα λιθαράκι στον βωμό της γνώσης που χτίζεις με πολλή προσπάθεια και, μέχρι τώρα, με μεγάλη επιτυχία. Συγχαρητήρια και σου εύχομαι κάθε επιτυχία στο μέλλον.
Βασίλης: Σε ευχαριστώ πολύ, Λαέρτη, για τα καλά σου λόγια. Το εκτιμώ βαθιά. Κάνω κάτι που αγαπώ και χαίρομαι που αυτό που κάνω περνάει και βγαίνει προς τα έξω. Καλή συνέχεια και ελπίζω να τα πούμε σύντομα.
Λαέρτης: Γεια σου, Βασίλη.
Βασίλης: Γεια χαρά.