Kizi Studio
Kizis Kostantis


Στην εκπομπή μας σήμερα έχουμε κοντά μας τον Κωνσταντή Κίζη, αρχιτέκτονα μηχανικό με σπουδές στο ΕΜΠ, στο Columbia University και στην Architectural Association. Διδάσκει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και στην Architectural Association, ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται επαγγελματικά μέσα από το Kizi Studio. Το στούντιο αυτό αποτελεί συνέχεια του γραφείου του πατέρα του και δραστηριοποιείται στην αρχιτεκτονική δημόσιων και ιδιωτικών έργων, καθώς και στον σχεδιασμό μικρής κλίμακας μέσω του Σπύρου Κίζη.
Κωνσταντή, καλωσόρισες και σε ευχαριστούμε που είσαι μαζί μας.
Κωνσταντής Κίζης: Καλησπέρα Βασίλη, χαίρομαι πολύ που συμμετέχω σε αυτήν την εξαιρετική σειρά. Το να είμαι ο 51ος καλεσμένος είναι σαν να ξεκινάω μια καινούρια “50άδα” — εύχομαι να φτάσουμε σύντομα και στους 100!
Βασίλης: Πόσο σημαντική είναι η εμπειρία του εξωτερικού για έναν αρχιτέκτονα που ξεκινά την καριέρα του στην Ελλάδα;
Κωνσταντής: Η εμπειρία του εξωτερικού είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ σημαντική, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αναγκαία. Δεν πιστεύω ότι για να γίνεις καλός επαγγελματίας πρέπει οπωσδήποτε να φύγεις έξω. Όμως, όποιος έχει την ευκαιρία να ζήσει και να δουλέψει σε διαφορετικά μέρη, να δει άλλους τρόπους διδασκαλίας και πρακτικής της αρχιτεκτονικής, κερδίζει πολύ. Στο παρελθόν αυτό ήταν πιο κρίσιμο, γιατί οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν τόσο εύκολα όσο σήμερα. Επιπλέον, υπάρχει και μια βιωματική διάσταση που είναι ανεκτίμητη.
Βασίλης: Τι σημαίνει για σένα να συνεχίζεις ένα οικογενειακό αρχιτεκτονικό γραφείο; Πόσο διαφορετικό είναι σε σχέση με το να ξεκινάς κάτι από το μηδέν;
Κωνσταντής: Είναι ένα άλλο είδος «παιχνιδιού». Δεν είναι απαραίτητα πιο εύκολο ή πιο δύσκολο, απλώς διαφορετικό. Όταν αναλαμβάνεις μια επιχείρηση που έχει ήδη στηθεί, η κοινή αντίληψη είναι ότι έχεις “έτοιμη δουλειά”. Αυτό μπορεί να είναι και ευλογία και κατάρα. Αν δεν έχεις το πάθος και τη διάθεση να κάνεις τη δουλειά δική σου, κινδυνεύεις να σβήσεις σιγά σιγά την κληρονομιά που σου παραδίδεται. Για μένα, όμως, παραμένει μια πρόκληση — ένα “challenge” που λέμε — να εξελίσσομαι και να διατηρώ τα καλά στοιχεία μιας οργανωμένης επιχείρησης, πετώντας όμως όσα βαρίδια φέρνει ο χρόνος ή η σύνδεση με συγκεκριμένα έργα.
Βασίλης: Πόσο δύσκολο ήταν να διαχειριστείς την ισορροπία ανάμεσα στον ρόλο του γιου και αυτόν του συνεργάτη του πατέρα σου;
Κωνσταντής: Ήταν δύσκολο στην αρχή. Η συνεργασία με τον πατέρα σου απαιτεί να οριοθετήσεις καθαρά τις σχέσεις οικογένειας και δουλειάς, κάτι που δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν είσαι νέος. Στην περίπτωσή μου, που μεγάλωσα και σπούδασα στην Αθήνα, το να μετατρέψεις το παιδικό σου παιχνίδι με τα κραγιόνια και τα κλιμακόμετρα στην επαγγελματική σου έδρα ήταν μια απαιτητική “πίστα”. Με τον καιρό, όμως, και χάρη στην ωρίμανση και των δύο, καθώς και στις εμπειρίες μου σε άλλες χώρες και σχολές, βρήκαμε μια ισορροπία. Στην ουσία ξανασυστήσαμε τη σχέση μας όχι ως πατέρας και γιος, αλλά ως δύο συνεργάτες.
Βασίλης: Πιστεύεις ότι στην Ελλάδα παράγεται πρωτότυπη αρχιτεκτονική;
Κωνσταντής: Ναι, γιατί όχι; Αν σκεφτούμε το ερώτημα γενικότερα, αν δηλαδή παράγεται πρωτότυπη αρχιτεκτονική σε παγκόσμιο επίπεδο, η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Στην Ελλάδα, όμως, πιστεύω ότι έχουμε περάσει μια περίοδο επανάληψης ίδιων προτύπων και αγκυλώσεων που ακολούθησαν μετά τα “ηρωικά” χρόνια του ελληνικού μοντερνισμού των δεκαετιών του ’50 και του ’60 — όταν ο ελληνικός μοντερνισμός συζητιόταν διεθνώς. Η γενιά μας, καθώς και μία-δύο προηγούμενες, κατάφεραν να απελευθερωθούν από αυτά τα στερεότυπα. Σήμερα βγαίνει πρωτότυπη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, η οποία δεν είναι απλώς εντυπωσιακή για το σχήμα της, αλλά ουσιαστική και καλοσχεδιασμένη. Αυτό το θεωρώ πολύ θετικό.
Βασίλης: Υπάρχουν κάποιες αξίες που θεωρείς σημαντικές στο σχεδιασμό;
Κωνσταντής: Φυσικά. Οι αξίες είναι μια έννοια κάπως βαριά, αλλά στη βάση τους είναι παράμετροι που μαθαίνουμε στη σχολή και εξελίσσουμε στην πορεία. Αξίες όπως η λειτουργικότητα, η απλότητα, η καθαρότητα στην οργάνωση ενός κτιρίου ή ενός αρχιτεκτονικού έργου πρέπει να υπάρχουν. Δεν είναι απλώς προσωπικές μου αξίες, αλλά θεωρώ πως είναι βασικές προϋποθέσεις για την καλή αρχιτεκτονική. Από την άλλη, δεν πιστεύω σε αυστηρά φορμαλιστικά συστήματα ή σε κλειστά αξιακά πλαίσια, γιατί αυτά συχνά οδηγούν σε συμπλέγματα και περιορισμούς.
Βασίλης: Η εμπειρία της διδασκαλίας πώς έχει επηρεάσει την επαγγελματική σου πρακτική;
Κωνσταντής: Πολύ, και μάλλον πλέον η διδασκαλία επηρεάζει περισσότερο τη δουλειά μου παρά το αντίστροφο. Η διδασκαλία δεν είναι μόνο ακαδημαϊκή δραστηριότητα ή μια απλή δουλειά — είναι μια εμπειρία διαλόγου. Σε φέρνει στο ίδιο τραπέζι με νεότερους ανθρώπους που ασχολούνται με την αρχιτεκτονική και έρχονται με μια φυσική φρεσκάδα, νέες ιδέες και αντιδράσεις που συχνά δεν έχεις σκεφτεί. Για μένα η διδασκαλία είναι μια συνεχής εξάσκηση του νου, μια αναζήτηση του επόμενου βήματος στην αρχιτεκτονική σκέψη. Είναι μια μαθησιακή εμπειρία όχι μόνο για τους φοιτητές αλλά και για τους δασκάλους.
– Πώς βλέπεις τη δουλειά που κάνουν οι σχολές αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα;
Δεν παρακολουθώ πλέον τακτικά την εκπαιδευτική διαδικασία, όπως παλιότερα, αλλά έχω την ευκαιρία να ενημερώνομαι και χαίρομαι να βλέπω εξέλιξη. Με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι νέοι δάσκαλοι που διδάσκουν σήμερα στις ελληνικές σχολές έχουν τα μάτια τους ανοιχτά όχι μόνο σε έναν εσωτερικό ανταγωνισμό, αλλά και σε πανευρωπαϊκό – αν όχι και ευρύτερο – επίπεδο. Βλέπω να αναπτύσσεται μια κριτική σκέψη, κάτι που παλιότερα δεν ήταν αυτονόητο. Όταν εγώ σπούδαζα, υπήρχε ένα ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα σε όσους έβλεπαν την αρχιτεκτονική μέσα από το πρίσμα του εξωτερικού και σε όσους ήταν πιο εγκλωβισμένοι στο τοπικό ελληνικό πλαίσιο. Υπήρχε η αντίληψη ότι όσοι κοιτούσαν προς τα έξω υιοθετούσαν άκριτα πρότυπα χωρίς δική τους κριτική επεξεργασία. Πλέον, αυτό έχει αλλάξει. Η κριτική σκέψη έχει αναπτυχθεί και η εντοπιότητα — δηλαδή ο σεβασμός και η προσαρμογή στο τοπικό πλαίσιο — έχει αναδειχθεί ως βασικός παράγοντας σε κάθε σύγχρονο αρχιτεκτονικό έργο.
Με λίγα λόγια, βλέπω με πολύ θετικό μάτι την κατάσταση στην Ελλάδα, γιατί τόσο οι φοιτητές όσο και οι δάσκαλοι συμμετέχουν σε έναν διάλογο που δεν περιορίζεται σε εσωτερικές έριδες ή ανταγωνισμούς.
– Ποιες είναι οι διαφορές που διακρίνεις ανάμεσα στην ελληνική και στην ξένη αρχιτεκτονική εκπαίδευση; Μπορούμε να μιλήσουμε για θετικά και αρνητικά;
Ξεκινώντας από τα θετικά, η εμπειρία μου στην Αγγλία, όπου διδάσκω, μου έχει δείξει τα οφέλη ενός εκπαιδευτικού συστήματος με ισχυρές γερμανικές βάσεις, που καταφέρνει να ισορροπεί πολύ καλά μεταξύ τεχνικής κατάρτισης και αρχιτεκτονικής αναζήτησης. Με τον όρο «αρχιτεκτονική αναζήτηση» δεν εννοώ μόνο τη σύνθεση, αλλά και τη μελέτη της ιστορίας, της θεωρίας και όλων των σύγχρονων πεδίων που τέμνονται με την αρχιτεκτονική.
Αυτό το ισορροπημένο μοντέλο δεν το συναντά κανείς απαραίτητα σε όλα τα συστήματα — υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκπαίδευση εστιάζει είτε αποκλειστικά στην τεχνική κατάρτιση είτε μόνο στη θεωρητική προσέγγιση.
Στις ελληνικές σχολές, βλέπω ότι η ισορροπία αυτή υπάρχει σε πολύ καλό επίπεδο. Στο τέλος των σπουδών, οι φοιτητές βγαίνουν ως ολοκληρωμένοι επαγγελματίες, ικανοί να στελεχώσουν αρχιτεκτονικά γραφεία ή να ξεκινήσουν τη δική τους πορεία.
Ένα ακόμα θετικό, που παλιότερα ήταν μάλλον μειονέκτημα, είναι ότι πλέον η επαφή με την επαγγελματική πρακτική ενσωματώνεται όλο και περισσότερο μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, κυρίως μέσω των πρακτικών ασκήσεων σε αρχιτεκτονικά γραφεία. Αυτό αποτελεί μια σημαντική αναγνώριση ότι η εκπαίδευση δεν ολοκληρώνεται στα αμφιθέατρα, αλλά επεκτείνεται στην εμπειρία της πραγματικής εξάσκησης.
Επίσης, παρατηρώ ότι τα πορτφόλιο που βγαίνουν από τις ελληνικές σχολές είναι όλο και πιο δυνατά, πιο καλά οργανωμένα, γεγονός που έχει αναγνωριστεί και στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια, ιδίως κατά την περίοδο της κρίσης, υπήρξε μια σημαντική παρουσία Ελλήνων υποψηφίων για μεταπτυχιακές σπουδές ή εργασία σε διεθνές επίπεδο.
Από την άλλη, στα αρνητικά, δεν θα έλεγα ότι έχω να προσθέσω κάτι ουσιαστικά καινούργιο. Ως περιφέρεια της Ευρώπης, η Ελλάδα εξακολουθεί να παλεύει με τον επαρχιωτισμό, με το να παραμένει συχνά κλειστή σε εσωτερικές λογικές και με τις δυσκολίες που φέρνει η τοπική ή εθνική πολιτική και γραφειοκρατία. Για να λειτουργήσει σωστά ένα πανεπιστήμιο, πρέπει να αναζητεί συνεχώς συνεργασίες με άλλα ιδρύματα εντός και εκτός χώρας, ώστε να παραμένει σε συνεχή επαφή με την εξέλιξη του αντικειμένου του. Αυτό το βλέπω να συμβαίνει σποραδικά, κυρίως χάρη στους ανθρώπους που παλεύουν μέσα στο σύστημα — και αυτοί, για εμένα, είναι πραγματικοί ήρωες.
Είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς τέτοιες πρωτοβουλίες σε ένα πανεπιστήμιο όπως το Cambridge, όπου υπάρχει ισχυρή υποδομή και στήριξη, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο σε ελληνικά πανεπιστήμια που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά και διοικητικά προβλήματα.
– Είναι οι απόφοιτοι των ελληνικών σχολών «έτοιμοι» για την αγορά εργασίας; Και αν όχι, τι θα έπρεπε να αλλάξει;
Εξαρτάται τι εννοούμε με τον όρο «έτοιμοι». Αν μιλήσουμε για τον μέσο όρο, είναι σαφές ότι δεν είναι όλοι έτοιμοι να αναλάβουν μια ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική πρακτική από την πρώτη στιγμή. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι αυτό είναι απαραίτητα κακό ή ότι πρέπει να περιμένουμε να είναι απόλυτα έτοιμοι μόλις αποφοιτήσουν.
Όταν ολοκληρώνεις τις σπουδές σου — πενταετείς συνήθως στην Ελλάδα — και περνάς τις εξετάσεις στο Τεχνικό Επιμελητήριο, αποκτάς την επάρκεια να ασκήσεις το επάγγελμα ως μηχανικός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχεις όλα τα εφόδια για να ανοίξεις το δικό σου γραφείο ή να αναλάβεις μεγάλα και πολύπλοκα έργα.
Η αρχιτεκτονική είναι ένα πεδίο που απαιτεί χρόνο, ωρίμανση και τριβή μέσα στην πράξη. Αυτή η βιωματική εμπειρία δεν μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσα από τη σχολή. Εδώ ακριβώς έρχεται να παίξει ρόλο το σύστημα των πρακτικών ασκήσεων, που δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με την πραγματική δουλειά από νωρίς, αποκτώντας πολύτιμο χρόνο και εμπειρία ακόμα και πριν αποφοιτήσουν. Αυτό θεωρώ ότι είναι μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη.
Ερώτηση:
Κοίταξε, το σημαντικό είναι τα παιδιά να επενδύουν στον εαυτό τους. Πρέπει να συνεχίσουν να μαθαίνουν διαρκώς, να εξελίσσονται, γιατί η γνώση δεν σταματά ποτέ. Η σχολή σου μαθαίνει έναν τρόπο σκέψης, αλλά κάποια πράγματα πρέπει να τα ανακαλύψεις μόνος σου μέσα από την εμπειρία, την πρακτική και τη δια βίου μάθηση. Πιστεύεις ότι έτσι είναι;
Απάντηση:
Ακριβώς, Βασίλη, το βλέπω ξεκάθαρα στους φοιτητές μου και το αναγνώρισα και ο ίδιος, ιδιαίτερα στα πρώτα μου χρόνια ως φοιτητής. Υπάρχει όμως μια παγίδα μέσα στο πανεπιστήμιο και ειδικά στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Πολλές φορές, χωρίς να το συνειδητοποιούν, οι σπουδαστές προσπαθούν απλώς να ικανοποιήσουν τον διδάσκοντά τους. Μαθαίνουν τα «χνώτα» του, ξέρουν πώς θα αντιδράσει σε ένα σχέδιο, και πολλές φορές προσαρμόζουν τη δουλειά τους όχι βάσει της δικής τους δημιουργικότητας, αλλά για να ταιριάξουν στα γούστα ή στο ύφος του καθηγητή.
Δεν λέω πως αυτό είναι κακό από μόνο του, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι το πιο ουσιαστικό μάθημα που μπορεί να πάρει κανείς. Οι πιο πολύτιμες στιγμές στη σχολή δεν είναι αυτές που προσπαθείς να μιμηθείς τον δάσκαλό σου, αλλά εκείνες που δημιουργείται ένας πραγματικός διάλογος μεταξύ φοιτητή και καθηγητή — ένας διάλογος ανοιχτός, που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Εκεί ξεκινά η έρευνα και η αναζήτηση, και εκεί πλησιάζεις τα διλήμματα που θα έχει ο αρχιτέκτονας στην επαγγελματική ζωή του.
Για μένα, η αρχιτεκτονική εκπαίδευση δεν τελειώνει ποτέ πραγματικά. Συνεχίζεται και μετά το πανεπιστήμιο, κυρίως όταν αφήνεις πίσω την εικόνα των δασκάλων σου και αρχίζεις να τους απομυθοποιείς.
Ερώτηση: Επειδή ανέφερες τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, θα ήθελα να μιλήσουμε και για όλη αυτή τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει, ειδικά με τον Μεγάλο Περίπατο και την ανακαίνιση της Ομόνοιας, αλλά πριν μπούμε σε αυτά, πώς βλέπεις την κατάσταση στην εκπαίδευση στην Αγγλία και την Αμερική μετά την πανδημία COVID; Πώς διαμορφώνεται το τοπίο με τα μαθήματα εξ αποστάσεως και τα προβλήματα με τις βίζες; Τι ξημερώνει στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση την επόμενη μέρα;
Απάντηση:
Είναι πολύ ουσιαστικό και σύνθετο αυτό το ζήτημα. Όπως λένε οι Γάλλοι, a la guerre comme a la guerre — στον πόλεμο μαθαίνεις να προσαρμόζεσαι όπως χρειάζεται. Δεν κάνω παραλληλισμούς με εμπόλεμη κατάσταση, αλλά ο αιφνιδιασμός που προκάλεσε η πανδημία ήταν παρόμοιας έντασης. Από τη μια μέρα στην άλλη, ο κόσμος γύρισε ανάποδα και η εκπαιδευτική διαδικασία έπρεπε να προσαρμοστεί γρήγορα σε νέα εργαλεία, που ευτυχώς πλέον υπάρχουν και μας βοήθησαν.
Αν το COVID είχε εμφανιστεί 5, 7 ή 10 χρόνια νωρίτερα, η κατάσταση θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Η βασική αρχή της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης — η άμεση επαφή μέσα στο σχεδιαστήριο, η παρατήρηση των σχεδίων και των μακετών από κοντά, ο προσωπικός διάλογος μεταξύ διδάσκοντα και φοιτητή — αυτή η πρακτική κλονίστηκε βαθιά.
Πώς λοιπόν συνεχίζεις τη διδασκαλία εξ αποστάσεως; Πώς μπορείς να διατηρήσεις ζωντανό τον διάλογο όταν καθηγητές και φοιτητές βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη του κόσμου; Και όμως γίνεται. Η δίψα για μάθηση και η ανάγκη να συνεχιστεί η διδακτική διαδικασία οδήγησε στην εύρεση εναλλακτικών τρόπων επικοινωνίας.
Έμαθα πολλά από αυτή την εμπειρία. Για παράδειγμα, οι φοιτητές μπορούν τώρα να παρουσιάζουν τη δουλειά τους σε πραγματικό χρόνο σε αρχιτέκτονες ή φοιτητές από την άλλη άκρη του κόσμου — Χιλή, Ινδία, Γαλλία, Αγγλία, Ελλάδα — και να δέχονται άμεση κριτική. Αυτό είναι ένα μαγικό και πολύτιμο εργαλείο που δεν θα υπήρχε χωρίς αυτή τη δυσάρεστη συγκυρία.
Ωστόσο, υπάρχουν και πράγματα που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω. Οι ατελείωτες ώρες μπροστά σε οθόνες με πονοκέφαλο, η αποξένωση που φέρνει η ψηφιακή επικοινωνία, η απουσία της ζεστής ανθρώπινης επαφής. Αυτό το ψυχρό μέσο δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως την προσωπική συνάντηση.
Πιστεύω λοιπόν ότι μετά την πανδημία θα επιστρέψουμε πολύ γρήγορα στις παλιές, καλές μας συνήθειες — σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ωστόσο, θα κρατήσουμε στο «οπλοστάσιό» μας κάποιες από τις νέες πρακτικές και ιδέες που αναδείχθηκαν και θα βοηθούν να στηρίζουμε την αρχιτεκτονική εκπαίδευση και τον διάλογο με ποιοτικό τρόπο, αξιοποιώντας την τεχνολογία.
Ερώτηση:
Πάμε τώρα στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ποια είναι η άποψή σου για όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα, ειδικά με αφορμή τον Μεγάλο Περίπατο, την ανάπλαση της Ομόνοιας και τα συναφή έργα;
Απάντηση:
Είναι ένα ζήτημα αρκετά σύνθετο, αλλά νομίζω πως το πρώτο που οφείλουμε να πούμε —και το λέμε εδώ και χρόνια, μέσα και έξω από τις σχολές— είναι πως οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, και μιλώ για τους ανοιχτούς, καθαρούς διαγωνισμούς όπου αξιολογούνται ιδέες και όχι οικονομικές προσφορές, αποτελούν τον σημαντικότερο ίσως μηχανισμό για την προαγωγή της αρχιτεκτονικής σε μια χώρα.
Η ευγενής άμιλλα που δημιουργείται ανάμεσα σε αρχιτεκτονικά γραφεία, σε συναδέλφους που για ένα διάστημα εργάζονται πάνω στο ίδιο θέμα, προσπαθώντας να βρουν την καλύτερη δυνατή λύση από κάθε άποψη, είναι ανεκτίμητη. Μέσα από αυτόν τον διάλογο και τη διαδικασία αξιολόγησης παράγεται η ουσιαστική αρχιτεκτονική, και ειδικά η δημόσια αρχιτεκτονική — κάτι που στην Ελλάδα δυστυχώς λείπει. Γιατί υποφέρουμε, διαχρονικά, από μια κακοδαιμονία όσον αφορά τις διαδικασίες με τις οποίες κατασκευάζονται δημόσια κτίρια και διαμορφώνονται δημόσιοι χώροι.
Προσωπικά, ελπίζω να συνεχίσω να συμμετέχω σε αυτούς τους διαγωνισμούς, να επιμένω να καταθέτω προτάσεις που πιστεύω πως έχουν ενδιαφέρον — είτε επιβραβεύονται, είτε όχι. Και όταν λέω «εγώ», εννοώ φυσικά το γραφείο μας, τους συνεργάτες μου, τις ομάδες που συγκροτούμε κάθε φορά για να αντιμετωπίσουμε τέτοιου είδους προκλήσεις.
Πρόσφατα υπήρξαν κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις για τον δημόσιο χώρο, αν και θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερες. Ένας από τους πιο πρόσφατους διαγωνισμούς αφορούσε τη διαμόρφωση του Λυκαβηττού — ένας διαγωνισμός με ενδιαφέρον, που θα μπορούσε να έχει προσελκύσει ακόμη περισσότερους συμμετέχοντες. Παρά ταύτα, παρουσιάστηκαν εξαιρετικές προτάσεις.
Πριν από αυτόν, είχαμε τον μεγάλο διαγωνισμό για το κέντρο της Αθήνας, που όπως είναι γνωστό κερδήθηκε από το γραφείο Tense Architecture Network (ΤΑΝ) του Τηλέμαχου Ανδριανόπουλου, με πολύ τολμηρές και καλοσχεδιασμένες προτάσεις. Είχα και εγώ, μαζί με τον Κυριάκο Κυριάκου και την ομάδα μας, την τύχη να λάβουμε έναν έπαινο σε εκείνον τον διαγωνισμό. Οπότε γνωρίζω από μέσα πόσο απαιτητική ήταν η διαδικασία, πόσο σύνθετο ήταν το αντικείμενο και πόσο κρίσιμο είναι να σκεφτείς σε όλες τις κλίμακες — με όραμα για την Αθήνα, παρά τις δύσκολες συνθήκες της καθημερινότητας.
Ελπίζω αυτός ο διαγωνισμός —ή και όποιοι άλλοι προκηρυχθούν στο μέλλον για συμπληρωματικές παρεμβάσεις στο κέντρο της πόλης— να αποτελέσουν έναν οδικό χάρτη για το πώς μπορεί η δημοτική αρχή να ανασάνει την Αθήνα.
Ερώτηση:
Και πώς βλέπεις την υπόθεση του Μεγάλου Περιπάτου και τις πρώτες παρεμβάσεις που έγιναν;
Απάντηση:
Είναι εύκολο να μην σου αρέσει αυτό που είδαμε. Προφανώς και εγώ πέρασα από την Πανεπιστημίου, μύρισα το σπρέι, είδα το μαύρισμα του δρόμου τη δεύτερη κιόλας μέρα, εκνευρίστηκα ως οδηγός, γέλασα με τις γλάστρες, προβληματίστηκα με τις δαπάνες. Προσπαθώ όμως να σκέφτομαι καλοπροαίρετα. Να δίνω το λεγόμενο benefit of the doubt.
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται, απ’ όσο καταλαβαίνω, για μια προσωρινή παρέμβαση. Μια δοκιμή, ώστε οι Αθηναίοι να αρχίσουν να εξοικειώνονται με την ιδέα περισσότερου χώρου για τους πεζούς και λιγότερου για τα αυτοκίνητα. Δεν είναι ωραίο. Δεν είναι σωστά σχεδιασμένο. Λείπει ο ολιστικός σχεδιασμός, οι κατάλληλοι σύμβουλοι, οι μελέτες που θα μπορούσαν να δώσουν βάθος και συνοχή.
Αλλά υπάρχει και η άλλη παράμετρος: αν δεν τολμήσεις μια αλλαγή, αν δεν κάνεις έστω ένα πείραμα, πώς θα προετοιμάσεις την πόλη για ένα έργο μεγάλης πνοής;
Θυμάμαι παιδί την πεζοδρόμηση της Ερμού. Δεν είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι τη Βουκουρεστίου, αλλά θυμάμαι ξεκάθαρα την Ερμού. Τη γκρίνια των καταστηματαρχών, τις αντιδράσεις, την αβεβαιότητα. Θυμάμαι την προσωρινή φάση: ασφαλτοστρωμένη, με γλάστρες, με αυτοκίνητα και μηχανάκια να κυκλοφορούν ακόμη. Υπήρξε όμως μια μεταβατική περίοδος, στην οποία δοκιμάστηκε η ιδέα — και τελικά επικράτησε.
Ίσως κάτι παρόμοιο να δοκιμάζεται και τώρα. Επαναλαμβάνω: τα δέντρα τότε μου φαίνονταν πιο συμπαθητικά απ’ ό,τι τα σημερινά σπρέι, αλλά ίσως έπαιζε ρόλο και το ότι τα έβλεπα με παιδικά μάτια. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να έχουμε λίγη ψυχραιμία και να περιμένουμε. Να αξιολογήσουμε την κίνηση —δεν λέω το έργο— όταν θα φανεί αν πραγματικά μπορεί να προσφέρει κάτι θετικό στην πόλη.
Ερώτηση:
Από όλα τα έργα στα οποία έχεις συμμετάσχει, ποιο ξεχωρίζεις ως το πιο σημαντικό μέχρι σήμερα;
Απάντηση:
Αυτό είναι μάλλον η πιο εύκολη ερώτηση. Είχα την τύχη να αρχίσω να δουλεύω ενεργά και σε πλήρη απασχόληση στο γραφείο μας αμέσως μετά τις σπουδές μου στο Μετσόβιο, σε μια εποχή προ κρίσης, όπου ακόμα υπήρχε σχετική ευημερία και δυνατότητες.
Τότε, ασχοληθήκαμε αρκετά με έργα μουσείων και είχαμε αναπτύξει μια εξειδίκευση στον διάλογο με τους μουσειολόγους και τις άλλες ειδικότητες που εμπλέκονται στην οργάνωση ενός μουσείου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είχα την τύχη να συμμετάσχω από την αρχή μέχρι ένα πολύ προχωρημένο στάδιο στον σχεδιασμό του Μουσείου Μαστίχας στη Χίο. Στη συνέχεια το έργο το παρακολούθησα εξ αποστάσεως και κατά την κατασκευή του.
Για εμένα, είναι με διαφορά το σημαντικότερο έργο που έχω κάνει. Όχι μόνο για συναισθηματικούς λόγους — ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που στήθηκε πρακτικά στα χέρια μου, με τη στήριξη του πατέρα μου και των συνεργατών μας εκείνης της περιόδου. Από τα πρώτα μακετάκια μέχρι τα κατασκευαστικά σχέδια, ένιωθα πως είχα τον έλεγχο και την ευθύνη. Και νιώθω ακόμα ότι είναι ένα έργο «δικό μου», με την έννοια ότι το είδα να γεννιέται.
Αλλά το θεωρώ σημαντικό και με αντικειμενικά κριτήρια: είναι ένα κτίριο που στέκεται καλά στον τόπο του, έχει μια ουσιαστική σχέση με το τοπίο της Χίου, μια ενδιαφέρουσα κατασκευή και —πιστεύω— αρχιτεκτονική αρτιότητα. Είναι, μέχρι στιγμής, το πιο ολοκληρωμένο δείγμα της δουλειάς μας.
– Έχεις αναπτύξει κάποιο προσωπικό ύφος στην αρχιτεκτονική σου προσέγγιση; Το θεωρείς σημαντικό;
Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως κάποιος τρίτος, που βλέπει τη δουλειά μου από απόσταση, να μπορεί να εντοπίσει ένα προσωπικό ύφος — εγώ όχι. Προσπαθώ, συνειδητά, να αντιστέκομαι στον πειρασμό να χτίσω ένα συγκεκριμένο στυλ. Πιστεύω βαθιά ότι κάθε αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να επαναπροσδιορίζει εξαρχής τη σχέση με τον τόπο, με την πόλη, με τον χρήστη. Ο αρχιτέκτονας έχει πολύ περισσότερα να κερδίσει από την παρατήρηση, τη μελέτη, την αίσθηση του χώρου και του περιβάλλοντος, παρά από ένα προσωπικό αρχιτεκτονικό “λεξιλόγιο” ή από μια προσήλωση σε συγκεκριμένες φόρμες.
Βέβαια, είτε το θέλουμε είτε όχι, όλοι έχουμε προτιμήσεις — μορφές που μας εκφράζουν και άλλες που μας απωθούν. Παρακολουθώ και επηρεάζομαι από τη διεθνή αρχιτεκτονική πρακτική. Κρατάω ό,τι μου φαίνεται ενδιαφέρον, απορρίπτω ό,τι δε με πείθει.
Εκτιμώ απεριόριστα συναδέλφους και δασκάλους —με την ευρύτερη έννοια— που έχουν αναπτύξει ένα προσωπικό ύφος και έχουν αφήσει αποτύπωμα. Όμως, στη δική μου διαδρομή, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν θεωρώ ότι έχω καταλήξει σε μια τυπολογία που να χαρακτηρίζει τη δουλειά μου. Ίσως συμβεί αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρώ το “ύφος” αναγκαία προϋπόθεση για να είναι κάποιος καλός αρχιτέκτονας — και αυτή είναι μια θέση που δεν έχω αλλάξει από τα φοιτητικά μου χρόνια.
– Τι σημαίνει για σένα “ελληνική πραγματικότητα”; Πιστεύεις ότι λειτουργεί ως τροχοπέδη για το αρχιτεκτονικό έργο; Είμαστε συντηρητικοί σαν κοινωνία;
Ναι, πιστεύω πως είμαστε πολύ συντηρητικοί στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν αυτή η διαπίστωση έχει ενισχυθεί από τα σχεδόν δέκα χρόνια που ζω και εργάζομαι στο εξωτερικό, αλλά ακόμη κι αν ισχύει, δεν διστάζω να το πω.
Ο συντηρητισμός είναι διάχυτος: στην κοινωνία, στην αρχιτεκτονική κοινότητα, και —σίγουρα— στο θεσμικό πλαίσιο και τη νομοθεσία. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει και με πονάει. Πιστεύω πως όλοι οφείλουμε να παλέψουμε ενάντια σ’ αυτόν.
Ο συντηρητισμός δεν είναι μόνο ιδεολογικός ή πολιτικός. Στην καθημερινότητα μεταφράζεται σε απόρριψη του “άλλου” — είτε αυτό λέγεται διαφορετικότητα, είτε καινοτομία, είτε απλώς αλλαγή. Από τη ξενοφοβία, που κάθε φορά με εξοργίζει, μέχρι τη στάση απέναντι στην ίδια την αρχιτεκτονική μας παράδοση. Έχουμε μια πλούσια, μοντέρνα, σύγχρονη παράδοση στην αρχιτεκτονική, αλλά η υπερβολική προσκόλληση σ’ αυτήν συχνά καταπνίγει άλλες, πιθανές προσεγγίσεις. Δεν επιτρέπει τη διαφοροποίηση, δεν αφήνει χώρο σε νέα πρότυπα, σε νέες μορφές, σε διαφορετικές συνθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμα και μέσα σε κάποιες σχολές αρχιτεκτονικής.
Η πάλη ενάντια στον συντηρητισμό είναι μακρά και δύσκολη — αλλά απαραίτητη.
Και αυτή είναι μόνο μία πτυχή της «ελληνικής πραγματικότητας». Υπάρχουν και άλλες: η γραφειοκρατία, ο ωχαδερφισμός, η ευθυνοφοβία, η αδιαφορία, η κουτοπονηριά, η έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοκρατίας — όλα αυτά συνθέτουν ένα τοπίο στο οποίο κάθε δημιουργική προσπάθεια μοιάζει με αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων.
Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, η πολεοδομική και οικοδομική νομοθεσία είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Δεν ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι οι κανονισμοί στραγγαλίζουν τη δημιουργικότητα. Ίσα-ίσα, πιστεύω ότι η καλή αρχιτεκτονική μπορεί να παραχθεί μέσα από τους περιορισμούς — είναι ζήτημα ευφυΐας και ευελιξίας.
Υπάρχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα στους λεγόμενους «ειδικούς όρους δόμησης» σε πολλές περιοχές, ειδικά σε χαρακτηρισμένες ως παραδοσιακές. Εκεί, η νομοθεσία συχνά επιβάλλει ρέπλικες — απομιμήσεις παραδοσιακών μορφών — καταργώντας εντελώς κάθε δημιουργική δυνατότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αυτό είναι καταστροφικό. Δεν γίνεται, εν έτει 2025, το κράτος να επιβάλλει την αναπαραγωγή ψευδο-παραδοσιακών όψεων, απλώς και μόνο για να καθησυχάζει τον φόβο του καινούργιου.
– Πάμε τώρα λίγο στην επιχειρηματική διάσταση του επαγγέλματος. Πόσο δύσκολο είναι για έναν αρχιτέκτονα να είναι ταυτόχρονα δημιουργός και επιχειρηματίας;
Είναι πολύ δύσκολο. Μερικά από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία παγκοσμίως έχουν χρεοκοπήσει — και όχι μία ή δύο φορές. Δεν είμαστε όλοι κατ’ ανάγκη καλοί επιχειρηματίες, ούτε εκπαιδευόμαστε γι’ αυτό. Υπάρχουν, φυσικά, λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά δεν μπορώ να πω ότι εγώ κατέχω το μυστικό για να στήσεις ένα γραφείο που είναι ταυτόχρονα οικονομικά βιώσιμο και δημιουργικά αιχμηρό.
Αυτό που έχω μάθει, μέσα από τη μικρή εμπειρία μου, είναι ότι η οργάνωση είναι καθοριστική. Ακόμα και ένα μικρό αρχιτεκτονικό γραφείο, όπως το δικό μας, μπορεί να ωφεληθεί σημαντικά αν υιοθετήσει μεθόδους και πρότυπα λειτουργίας που συναντά κανείς σε μεγαλύτερες δομές.
Και δεν εννοώ μόνο την οικονομική διαχείριση. Μιλάω για την καθημερινή λειτουργία: από τη σωστή οργάνωση των ηλεκτρονικών αρχείων, τη λογική στα layers των σχεδίων, τις πινακίδες, τη σαφήνεια στην ανάθεση εργασιών, μέχρι τη διαχείριση του χρόνου των συνεργατών.
Όταν υπάρχει σαφής δομή και πειθαρχία στον τρόπο δουλειάς, όλα λειτουργούν καλύτερα — όχι μόνο ποιοτικά, αλλά και οικονομικά. Το μικρό μέγεθος δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για προχειρότητα. Αντιθέτως, πρέπει να λειτουργεί σαν ευκαιρία για να χτίσεις γερά θεμέλια, πάνω στα οποία μπορείς να αναπτυχθείς σταδιακά και με συνέπεια.
– Έχεις αναπτύξει κάποιο προσωπικό ύφος στην αρχιτεκτονική σου προσέγγιση; Το θεωρείς σημαντικό;
Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως κάποιος τρίτος, που βλέπει τη δουλειά μου από απόσταση, να μπορεί να εντοπίσει ένα προσωπικό ύφος — εγώ όχι. Προσπαθώ, συνειδητά, να αντιστέκομαι στον πειρασμό να χτίσω ένα συγκεκριμένο στυλ. Πιστεύω βαθιά ότι κάθε αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να επαναπροσδιορίζει εξαρχής τη σχέση με τον τόπο, με την πόλη, με τον χρήστη. Ο αρχιτέκτονας έχει πολύ περισσότερα να κερδίσει από την παρατήρηση, τη μελέτη, την αίσθηση του χώρου και του περιβάλλοντος, παρά από ένα προσωπικό αρχιτεκτονικό “λεξιλόγιο” ή από μια προσήλωση σε συγκεκριμένες φόρμες.
Βέβαια, είτε το θέλουμε είτε όχι, όλοι έχουμε προτιμήσεις — μορφές που μας εκφράζουν και άλλες που μας απωθούν. Παρακολουθώ και επηρεάζομαι από τη διεθνή αρχιτεκτονική πρακτική. Κρατάω ό,τι μου φαίνεται ενδιαφέρον, απορρίπτω ό,τι δε με πείθει.
Εκτιμώ απεριόριστα συναδέλφους και δασκάλους —με την ευρύτερη έννοια— που έχουν αναπτύξει ένα προσωπικό ύφος και έχουν αφήσει αποτύπωμα. Όμως, στη δική μου διαδρομή, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν θεωρώ ότι έχω καταλήξει σε μια τυπολογία που να χαρακτηρίζει τη δουλειά μου. Ίσως συμβεί αργότερα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρώ το “ύφος” αναγκαία προϋπόθεση για να είναι κάποιος καλός αρχιτέκτονας — και αυτή είναι μια θέση που δεν έχω αλλάξει από τα φοιτητικά μου χρόνια.
– Τι σημαίνει για σένα “ελληνική πραγματικότητα”; Πιστεύεις ότι λειτουργεί ως τροχοπέδη για το αρχιτεκτονικό έργο; Είμαστε συντηρητικοί σαν κοινωνία;
Ναι, πιστεύω πως είμαστε πολύ συντηρητικοί στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν αυτή η διαπίστωση έχει ενισχυθεί από τα σχεδόν δέκα χρόνια που ζω και εργάζομαι στο εξωτερικό, αλλά ακόμη κι αν ισχύει, δεν διστάζω να το πω.
Ο συντηρητισμός είναι διάχυτος: στην κοινωνία, στην αρχιτεκτονική κοινότητα, και —σίγουρα— στο θεσμικό πλαίσιο και τη νομοθεσία. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει και με πονάει. Πιστεύω πως όλοι οφείλουμε να παλέψουμε ενάντια σ’ αυτόν.
Ο συντηρητισμός δεν είναι μόνο ιδεολογικός ή πολιτικός. Στην καθημερινότητα μεταφράζεται σε απόρριψη του “άλλου” — είτε αυτό λέγεται διαφορετικότητα, είτε καινοτομία, είτε απλώς αλλαγή. Από τη ξενοφοβία, που κάθε φορά με εξοργίζει, μέχρι τη στάση απέναντι στην ίδια την αρχιτεκτονική μας παράδοση. Έχουμε μια πλούσια, μοντέρνα, σύγχρονη παράδοση στην αρχιτεκτονική, αλλά η υπερβολική προσκόλληση σ’ αυτήν συχνά καταπνίγει άλλες, πιθανές προσεγγίσεις. Δεν επιτρέπει τη διαφοροποίηση, δεν αφήνει χώρο σε νέα πρότυπα, σε νέες μορφές, σε διαφορετικές συνθέσεις. Αυτό συμβαίνει ακόμα και μέσα σε κάποιες σχολές αρχιτεκτονικής.
Η πάλη ενάντια στον συντηρητισμό είναι μακρά και δύσκολη — αλλά απαραίτητη.
Και αυτή είναι μόνο μία πτυχή της «ελληνικής πραγματικότητας». Υπάρχουν και άλλες: η γραφειοκρατία, ο ωχαδερφισμός, η ευθυνοφοβία, η αδιαφορία, η κουτοπονηριά, η έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοκρατίας — όλα αυτά συνθέτουν ένα τοπίο στο οποίο κάθε δημιουργική προσπάθεια μοιάζει με αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων.
Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, η πολεοδομική και οικοδομική νομοθεσία είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Δεν ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι οι κανονισμοί στραγγαλίζουν τη δημιουργικότητα. Ίσα-ίσα, πιστεύω ότι η καλή αρχιτεκτονική μπορεί να παραχθεί μέσα από τους περιορισμούς — είναι ζήτημα ευφυΐας και ευελιξίας.
Υπάρχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα στους λεγόμενους «ειδικούς όρους δόμησης» σε πολλές περιοχές, ειδικά σε χαρακτηρισμένες ως παραδοσιακές. Εκεί, η νομοθεσία συχνά επιβάλλει ρέπλικες — απομιμήσεις παραδοσιακών μορφών — καταργώντας εντελώς κάθε δημιουργική δυνατότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αυτό είναι καταστροφικό. Δεν γίνεται, εν έτει 2025, το κράτος να επιβάλλει την αναπαραγωγή ψευδο-παραδοσιακών όψεων, απλώς και μόνο για να καθησυχάζει τον φόβο του καινούργιου.
– Πάμε τώρα λίγο στην επιχειρηματική διάσταση του επαγγέλματος. Πόσο δύσκολο είναι για έναν αρχιτέκτονα να είναι ταυτόχρονα δημιουργός και επιχειρηματίας;
Είναι πολύ δύσκολο. Μερικά από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία παγκοσμίως έχουν χρεοκοπήσει — και όχι μία ή δύο φορές. Δεν είμαστε όλοι κατ’ ανάγκη καλοί επιχειρηματίες, ούτε εκπαιδευόμαστε γι’ αυτό. Υπάρχουν, φυσικά, λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά δεν μπορώ να πω ότι εγώ κατέχω το μυστικό για να στήσεις ένα γραφείο που είναι ταυτόχρονα οικονομικά βιώσιμο και δημιουργικά αιχμηρό.
Αυτό που έχω μάθει, μέσα από τη μικρή εμπειρία μου, είναι ότι η οργάνωση είναι καθοριστική. Ακόμα και ένα μικρό αρχιτεκτονικό γραφείο, όπως το δικό μας, μπορεί να ωφεληθεί σημαντικά αν υιοθετήσει μεθόδους και πρότυπα λειτουργίας που συναντά κανείς σε μεγαλύτερες δομές.
Και δεν εννοώ μόνο την οικονομική διαχείριση. Μιλάω για την καθημερινή λειτουργία: από τη σωστή οργάνωση των ηλεκτρονικών αρχείων, τη λογική στα layers των σχεδίων, τις πινακίδες, τη σαφήνεια στην ανάθεση εργασιών, μέχρι τη διαχείριση του χρόνου των συνεργατών.
Όταν υπάρχει σαφής δομή και πειθαρχία στον τρόπο δουλειάς, όλα λειτουργούν καλύτερα — όχι μόνο ποιοτικά, αλλά και οικονομικά. Το μικρό μέγεθος δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για προχειρότητα. Αντιθέτως, πρέπει να λειτουργεί σαν ευκαιρία για να χτίσεις γερά θεμέλια, πάνω στα οποία μπορείς να αναπτυχθείς σταδιακά και με συνέπεια.
– Στη διαδικασία της συνέντευξης, τι είναι αυτό που προσέχεις περισσότερο;
Η αλήθεια είναι ότι η “συνέντευξη” είναι κάπως περίεργος όρος. Κατ’ αρχάς, δεν είμαι μόνος — υπάρχουν πράγματα που προσέχω εγώ και πράγματα που προσέχουν οι συνεργάτες μας. Για μένα, το πιο σημαντικό είναι να καταλάβω αν μπορώ να συνεργαστώ με τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου. Αν μπορούμε να συνυπάρξουμε στον ίδιο χώρο, να συνεννοηθούμε, είτε με λίγες κουβέντες είτε με περισσότερες. Υπάρχει πάντα αυτό που κάποιοι αποκαλούν «χημεία», άλλοι «επικοινωνία» — δεν έχει σημασία πώς το λέμε. Το νιώθεις αν υπάρχει ή όχι. Και, φυσικά, όσο το τεστάρω εγώ, άλλο τόσο με τεστάρει κι ο υποψήφιος· είναι αμοιβαίο και αυτονόητο.
Προσέχω πολύ τον τρόπο με τον οποίο κάποιος μιλάει για τη δουλειά του. Αν αναφέρεται στους συνεργάτες του, αν αναγνωρίζει ότι ένα έργο είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων — δεν σχεδιάζει κανείς μόνος του. Δίνω σημασία στο πού εστιάζει: σε οικονομικά θέματα ή σε συνθετικά; Πώς ισορροπεί ανάμεσα στην κατασκευή και τη σύνθεση; Όλα αυτά λένε κάτι για τη σκέψη και την προσέγγισή του.
Κάτι που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα —ίσως επειδή προέρχεται από την εμπειρία μου ως διδάσκων— είναι αν ο υποψήφιος έχει καταφέρει να δει τη δουλειά του μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης ή πρακτικής. Μου αρέσει να ανοίγω κουβέντες για το τι τον επηρέασε, τι είδε, ποιον θαύμασε ή και ποιον απέρριψε σχεδιάζοντας ένα έργο. Γιατί, για ένα γραφείο όπως το δικό μας —με το μέγεθος και τις φιλοδοξίες του— το ζητούμενο δεν είναι απλώς καλοί σχεδιαστές ή ειδικοί στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες.
Ψάχνουμε πάνω απ’ όλα για thinkers: σκεπτόμενους αρχιτέκτονες. Αν δεν ξέρεις μια κατασκευαστική λεπτομέρεια, θα τη μάθεις με τον καιρό. Το θέμα είναι να καταλαβαίνεις σε τι χρησιμεύει, σε ποια συνθετική πρόθεση εντάσσεται. Θέλουμε συνεργάτες που βλέπουν το σύνολο, την ολότητα του έργου — είτε πρόκειται για μια αυτοσχέδια κατασκευή είτε για μια ανάπλαση κεντρικής περιοχής, όπως αυτή που ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο στο γραφείο μας.
– Τελευταία ερώτηση, που ακούμε πολύ συχνά: Τι να κάνω μετά τις σπουδές; Πρακτική ή μεταπτυχιακό; Να τα κάνω ταυτόχρονα; Ποιο είναι το σωστό timing; Και, τελικά, τι είδους μεταπτυχιακό να επιλέξω; Υπάρχουν κλάδοι που θεωρείς πιο ενδιαφέροντες ή πιο σύγχρονους σήμερα;
Ρωτάς κάτι που, στην ουσία, δεν μπορεί να απαντήσει κανείς με βεβαιότητα για κάποιον άλλον. Ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε ένας δάσκαλος ή εργοδότης μπορεί — ή πρέπει — να υπαγορεύσει σε κάποιον ποιον δρόμο να ακολουθήσει.
Υπάρχει, σαφώς, θέμα timing, αλλά αυτό εξαρτάται από την προσωπική ωριμότητα του καθενός. Εγώ, για παράδειγμα, όταν τελείωσα τη σχολή, παρότι ξεκίνησα αμέσως να δουλεύω — ήταν μια περίοδος με ωραίες δουλειές — ήξερα μέσα μου ότι δεν ήμουν ακόμη ώριμος. Όχι για να κάνω μεταπτυχιακό, αλλά για να επιλέξω μεταπτυχιακό. Αυτή η ωρίμανση μου πήρε κάποιο χρόνο, και δεν το μετανιώνω. Δούλεψα, πήγα στρατό, πέρασα μέσα από εμπειρίες. Όμως αυτό δεν είναι συνταγή. Έχω γνωρίσει και ανθρώπους που, ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια, ήξεραν με ακρίβεια τι θέλουν και το ακολούθησαν με πάθος και επιτυχία.
Αν κάποιος ξέρει ότι θέλει να κάνει μεταπτυχιακό αλλά δεν είναι βέβαιος σε ποιο αντικείμενο, η μόνη συμβουλή που θα του έδινα είναι: πάρε τον χρόνο σου. Και τι σημαίνει αυτό; Εξαρτάται. Μπορεί να σημαίνει δουλειά, μπορεί ένα ταξίδι, μπορεί απλώς να περιμένεις ώσπου να διαμορφώσεις πιο καθαρά τη σκέψη σου. Το βασικό είναι να μη βιαστεί κανείς να πάρει αποφάσεις που τελικά τον οδηγούν σε κάτι «μελάτο», όπως λέω — ένα μεταπτυχιακό που δεν τον αφορά πραγματικά. Είναι ένα λάθος που γίνεται συχνά και μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποφευχθεί.
Όσο για το είδος του μεταπτυχιακού — αν πρέπει να είναι τεχνικής κατάρτισης, θεωρητικό, κάτι πιο «μοδάτο» όπως το parametric design ή ό,τι έρθει μετά — δεν θα μπω σε τέτοιες ταξινομήσεις. Πιστεύω ότι αυτό εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία, τις εμπειρίες και τα προσωπικά ενδιαφέροντα κάθε υποψηφίου. Από το πώς βλέπει την αρχιτεκτονική και πού θέλει να την πάει στο μέλλον.
– Κωνσταντή, σε ευχαριστούμε πολύ για αυτή την τόσο ειλικρινή και ουσιαστική συζήτηση.
Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία. Νομίζω ότι αυτό που κάνεις δίνει τροφή για σκέψη σε πολύ κόσμο — φοιτητές, νέους αρχιτέκτονες, ανθρώπους που αγωνιούν για το μέλλον τους σε μια περίοδο που, για λίγο, φάνηκε ελπιδοφόρα και ξαφνικά ξαναβρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα παγκόσμιο, δύσκολο περιβάλλον.
Να σε συγχαρώ κιόλας για αυτή την πρωτοβουλία — από τις πολλές που έχεις αναλάβει — γιατί νομίζω πως έχει μια ιδιαίτερη σημασία και μεταφέρει, τελικά, μια αισιοδοξία. Και αυτή, πιστεύω, είναι η λέξη που χρειάζεται η εποχή μας.
– Να είσαι καλά. Εκτιμώ πολύ τα λόγια σου. Καλή συνέχεια.
Και σε σένα. Γεια χαρά.