Deca architecture
Vaitsos Alexandros


Β. Τεσσαρακοστό ένατο επεισόδιο της σειράς Archisearch Talks, με θεματική “Advice to Young Architects”, στα πλαίσια του Archisearch Career Days. Κοντά μας έχουμε τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος Βαΐτσος γεννήθηκε το 1971 στο Περού. Έζησε στη Λατινική Αμερική, τη Γαλλία και την Αγγλία, προτού μετακομίσει στην Ελλάδα σε ηλικία 9 ετών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πήρε Bachelor σε Visual Environmental Studies, ενώ έκανε το μεταπτυχιακό του στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley και Masters in Architecture. Ίδρυσε το Deca Architecture το 2001, μία αρχιτεκτονική πρακτική που εδρεύει στην Αθήνα. Οι Deca Architecture είναι μία ομάδα αρχιτεκτόνων με βάση την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 2001 από τον Αλέξανδρο Βαΐτσου και τον Carlos Loperena και έχει σχεδιάσει πάνω από 100 έργα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το σύνολο των έργων διατρέχει ποικίλες θεματικές και διαφορετικές κλίμακες, όπως αντικείμενα έπιπλα κτίρια, αστικά περιβάλλοντα και φυσικά τοπία. Το έργο της ομάδας έχει αποσπάσει διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων Architizer A+ Award το 2018 και το 2014, Architectural Review: Best House Award το 2010, Piranesi International Award το 2009, Emerging Architecture Awards το 2004 και το 2009. Επιπλέον έργα τους έχουν δημοσιευτεί σε εγχώρια και διεθνή περιοδικά και εκδόσεις. Τα μέλη της ομάδας έχουν διδάξει αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, καθώς και στο University of California, στο Berkeley. Η Deca Architecture είναι μία δημιουργική πλατφόρμα αρχιτεκτόνων με βάση την Αθήνα. Μέσα από το έργο τους αναζητούν αισθητηριακές εμπειρίες που προκύπτουν από τον επαναπροσδιορισμό αστικών ή φυσικών περιβαλλόντων. Η προσέγγισή τους διερευνά αφενός το ανοιχτό πλαίσιο της ατομικής υποκειμενικότητας, κι αφετέρου την πολυπλοκότητα σχέσεων που υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον και στον υλικό πολιτισμό. Κυρίες και κύριοι κοντά μας είναι ο Αλέξανδρος Βαΐτσος. Αλέξανδρε καλησπέρα.
Αλέξανδρος: Καλησπέρα Βασίλη και σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Είναι γνωστό ότι εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθείς να δημιουργήσεις μια κουλτούρα στην κοινότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων, τόσο αυτών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα όσο και αυτών που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το κάνεις με πολύ ευρηματικούς τρόπους και η συνεισφορά σου είναι αξιέπαινη.
Βασίλης: Σε ευχαριστώ πολύ, Αλέξανδρε. Πότε επέλεξες να ασχοληθείς με αυτό το αντικείμενο;
Αλέξανδρος: Αφού ολοκλήρωσα το Λύκειο στην Ελλάδα, σε ηλικία 18 χρονών έφυγα για την Αμερική για να κάνω Bachelor. Τότε δεν είχα ιδέα τι θα σπουδάσω. Το αμερικανικό παιδαγωγικό σύστημα σου δίνει τη δυνατότητα να επιλέξεις τα μαθήματά σου την πρώτη χρονιά. Εγώ παρακολούθησα μαθήματα όπως ιστορία της Ευρώπης, εισαγωγή στα μακροοικονομικά, μαθηματικά και ιστορία της τζαζ. Παρότι αρχικά νόμιζα ότι θα ασχοληθώ με τις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, αλλά και τη φιλοσοφία, διεύρυνα τους ορίζοντές μου. Κάποια στιγμή, περίπου στο μέσο των σπουδών μου, συνειδητοποίησα ότι είχα εξαντλήσει τα μαθήματα που με ενδιέφεραν, τα οποία σχετίζονταν με την τέχνη, τον κινηματογράφο, το design, την κριτική και την πολεοδομία. Αυτό μου προκάλεσε μια στεναχώρια και σκέφτηκα πώς να την αλλάξω. Τότε αποφάσισα να αλλάξω πορεία.
Η αρχική μου απόφαση πάρθηκε εν πλω, με έναν τρόπο απλό. Η διαφορά των αμερικανικών πανεπιστημίων από τα ευρωπαϊκά και τα ελληνικά είναι ότι λίγα σου δίνουν τη δυνατότητα να σπουδάσεις αρχιτεκτονική σε προπτυχιακό επίπεδο. Η αρχιτεκτονική, όπως και η νομική, θεωρείται «professional degree» και ειδικεύεσαι σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έτσι, δεν μπορούσα να πάρω πτυχίο αρχιτεκτονικής στο Χάρβαρντ πριν το μεταπτυχιακό.
Αλέξανδρος: Ποιο ήταν το επόμενο βήμα μετά το πανεπιστήμιο;
Βασίλης: Πήγα στο Berkeley για να κάνω το μεταπτυχιακό μου στην Αρχιτεκτονική, ένα πρόγραμμα τριών ετών. Ήταν η δεκαετία του ’90, όταν το Σαν Φρανσίσκο ζούσε την εποχή του dotcom generation — τότε που όλοι αναρωτιόμασταν πώς το διαδίκτυο και η ψηφιακή τεχνολογία θα αλλάξουν τον κόσμο μας. Ήταν μια περίοδος μεγάλης δυναμικής, με πρωτοπόρους προγραμματιστές, πολλοί από τους οποίους ήταν μπροστά από την εποχή τους και εν τέλει απέτυχαν. Εκτός από την τεχνολογία, η μουσική σκηνή και οι υποκουλτούρες ήταν έντονες. Δεν υπήρχε μία συγκεκριμένη κουλτούρα· το «περιθώριο» επιβαλλόταν.
Το Berkeley ήταν ένα από τα πιο φιλόξενα μέρη, ειδικά για ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, και είχε μια πολύ δυναμική κοινότητα LGBT που επηρέαζε και τον τρόπο λειτουργίας της πόλης. Θυμάμαι μια φορά που περπατούσα με έναν φίλο και είδαμε έναν ψηλό άνδρα να φοράει έναν βόα γύρω από το λαιμό του. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος θα μας έκανε εντύπωση, όμως εκεί ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Ήταν ένα περιβάλλον όπου όλα επιτρέπονταν και η καινοτομία ήταν ευπρόσδεκτη. Ήταν μια δυναμική εποχή, πριν ξεκινήσει το gentrification του Σαν Φρανσίσκο, που ήρθε αργότερα με την άνοδο της Silicon Valley.
Στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ήμασταν 60 άτομα από όλο τον κόσμο, με πολύ διαφορετικά υπόβαθρα και επίπεδα γνώσεων στην αρχιτεκτονική. Επειδή λίγα πανεπιστήμια δίνουν την αρχιτεκτονική σε προπτυχιακό επίπεδο, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν σπουδάσει φιλοσοφία, οικονομικά ή βιολογία. Άλλοι είχαν ολοκληρώσει προπτυχιακές σπουδές στην αρχιτεκτονική. Στην αρχή, όσοι είχαν ήδη αρχιτεκτονικό υπόβαθρο ήταν πιο δυνατοί φοιτητές, αλλά σταδιακά όσοι είχαν πιο ευρύ υπόβαθρο, με περιέργεια και διάθεση για δουλειά, ξεχώρισαν. Αυτό μου έμαθε ότι η περιέργεια και η διάθεση για μάθηση είναι πιο σημαντικά από το στενό γνωστικό πεδίο.
Αλέξανδρος: Πότε επέστρεψες στην Ελλάδα; Πώς ήταν η προσαρμογή, δεδομένου ότι η Αμερική ήταν ένας διαφορετικός κόσμος;
Βασίλης: Επέστρεψα στην Ελλάδα θεωρώντας ότι ήμουν περαστικός. Σκοπός μου ήταν να ολοκληρώσω τη στρατιωτική μου θητεία και μετά να φύγω για την Ιαπωνία, όπου ήθελα να δουλέψω λίγο. Η ζωή μου ήταν νομαδική. Γεννήθηκα στο Περού, στη Νότια Αμερική, όπου πέρασα τα πρώτα μου χρόνια. Έζησα επίσης τρία χρόνια στην Αγγλία, ενάμιση χρόνο στη Γαλλία, μετά πήγα στο Γυμνάσιο στην Ελλάδα και κατόπιν έζησα δέκα χρόνια στην Αμερική. Όταν γύρισα, ήμουν 28 χρονών και είχα ζήσει στην Ελλάδα περίπου το 30% της ζωής μου. Ένιωθα ότι η Ελλάδα ήταν η βάση μου, αλλά η κινητικότητα ήταν μέρος της πραγματικότητάς μου.
Ολοκλήρωσα τη στρατιωτική μου θητεία το 2001, μια εποχή που ήταν ακριβώς αντίθετη με τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Ήταν μια περίοδος κατασκευαστικού οργασμού και αισιοδοξίας.
Αλέξανδρος: Ήταν όντως μια εποχή με πολλές ευκαιρίες για νέους αρχιτέκτονες.
Βασίλης: Ακριβώς. Όλοι οι καταξιωμένοι αρχιτέκτονες είχαν εμπλακεί στα έργα της Ολυμπιάδας. Για έναν νέο αρχιτέκτονα χωρίς εμπειρία που ξεκινούσε την καριέρα του, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες. Εγώ προσωπικά δεν τις αναζητούσα, αφού είχα σκοπό να φύγω για την Ιαπωνία. Ωστόσο, λίγο πριν τελειώσω τη θητεία μου, μου προτάθηκαν δύο-τρία πολύ ενδιαφέροντα έργα από φίλους και ιδιοκτήτες που ήθελαν να τα υλοποιήσουν.
Στο Berkeley είχα καταπληκτικούς καθηγητές, και γενικά η σχολή δεν ακολουθούσε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία. Αντίθετα, ήταν σχολή πλουραλιστική, και ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά ήταν ότι μαθαίνεις πολλά και από τους συμφοιτητές σου. Ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους για μένα ήταν ο Carlos, φίλος μου από το Μεξικό. Ήμασταν οι δύο τελευταίοι που φεύγαμε από το στούντιο, συνήθως στις 4-5 το πρωί. Είχαμε διαφορετικά στούντιο κάθε φορά, ο ένας έκανε κριτική στον άλλον για να τον προκαλέσει να σκεφτεί διαφορετικά και να εκφράσει καλύτερα τις ιδέες του. Η βραδιά τελείωνε πάντα με μια παρτίδα τάβλι.
Β. Και τον έφερες και στην Ελλάδα. Τα κατάφερες.
Α. Είχαμε πει τότε ότι, αν προέκυπτε μια συνθήκη που θα μας έδινε την ελευθερία να λειτουργήσουμε όπως θέλαμε, κάποια στιγμή θα ξαναβρισκόμασταν. Και τελικά, τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν. Η Ολυμπιάδα του 2004 είχε δημιουργήσει μια έντονη κινητικότητα, έναν δημιουργικό αναβρασμό. Ένας δεύτερος καταλύτης ήταν η κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων. Ο Carlos, μετά το Berkeley, εργαζόταν στη Νέα Υόρκη. Ήξερα ότι το γραφείο του βρισκόταν μόλις ένα τετράγωνο από το σημείο. Τη στιγμή που συνέβησαν οι επιθέσεις, ήμουν στην Αντίπαρο για τις πρώτες διερευνήσεις του τοπίου — προετοιμάζαμε πράγματα εκεί. Θυμάμαι να βλέπω σε μια καφετέρια στην τηλεόραση την πτώση των Πύργων και η πρώτη μου σκέψη ήταν ο Carlos. Εκείνη την περίοδο μιλούσαμε συχνά. Του περιέγραφα τη δυναμική που υπήρχε τότε στην Ελλάδα και μου μιλούσε για το τι συνέβαινε εκεί. Παρά την τραγωδία, υπήρχε και μια γενικότερη αίσθηση καταπίεσης. Η αμερικανική κοινωνία πήρε μια πιο αυταρχική τροπή. Του πρότεινα να έρθει, και έναν μήνα μετά, ήρθε στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η συγκυρία.
Β. Πώς ήταν να ξεκινάς από την αρχή στην Ελλάδα, ερχόμενος από την Αμερική; Πώς το βίωσες; Ποιες ήταν οι πρώτες σου επαφές με τους πελάτες και την πολεοδομία;
Α. Θυμάμαι μια κουβέντα με μια καθηγήτριά μας στην Αμερική: «Δεν σας μαθαίνουμε πώς να κάνετε σχέδια εφαρμογής. Σας μαθαίνουμε έναν τρόπο σκέψης». Πράγματι, όταν ξεκινήσαμε, δεν είχαμε καθόλου εμπειρία. Ήμασταν τέσσερις: ένας φίλος από τη Νέα Ζηλανδία, μία φίλη από την Ελλάδα, ο Carlos κι εγώ. Και συνειδητά αποφασίσαμε να μη φέρουμε κανέναν πιο έμπειρο. Θέλαμε η εμπειρία και η μεθοδολογία μας να χτιστούν από εμάς τους ίδιους.
Δεν ξέρω αν θα συμβούλευα άλλους να το κάνουν. Το πρώτο μας έργο, ο «Κρατήρας», πήρε το βραβείο Emerging Architect από το Architectural Review. Είχαμε ακόμη φαξ! Ένα βράδυ που σχεδίαζα, άρχισε να τυπώνει και έγραφε «Congratulations». Δεν το περιμέναμε καθόλου. Ξεκινήσαμε μέσα από τη φωτιά. Ήταν δύσκολο και σε σημεία οδυνηρό. Δεν υπήρχε τίποτα αυτονόητο· έπρεπε να δουλέψουμε τέσσερις φορές πιο σκληρά για να νιώθουμε ότι είμαστε εντάξει απέναντι στους ανθρώπους που μας εμπιστεύτηκαν.
Ο άλλος νικητής εκείνης της χρονιάς —ένας συνομήλικος αρχιτέκτονας— μου είπε κάτι που έμεινε: «Εγώ αγοράζω εμπειρία». Δηλαδή, προσλάμβανε όσους γνώριζαν. Εμείς επιλέξαμε τον δύσκολο δρόμο.
Ο «Κρατήρας» απαιτούσε μια μεγάλη εκσκαφή. Θυμάμαι τον εργολάβο να ρωτάει τον πελάτη αν ξέρουμε τι κάνουμε! Θέλαμε να σκάψουμε τον λόφο για να τον “ξαναφέρουμε” και να δέσει το έργο στο τοπίο. Συνεργαστήκαμε τότε με τον Θωμά Δοξιάδη για το τοπίο. Την πρώτη μέρα της εκσκαφής ήμουν τόσο αγχωμένος που πήγα στο εργοτάξιο 6:30 το πρωί χωρίς καν νερό. Ήμουν κολλημένος δίπλα στον εκσκαφέα για να μη “τραυματιστεί” το τοπίο. Κατά τις 3:00 το μεσημέρι, έπαθα κολικό νεφρού —πόνος που, μου είπαν, μοιάζει με αυτόν του τοκετού. Αυτή η εμπειρία τα λέει όλα: το να ξεκινάς χωρίς εμπειρία σε ωθεί να ανακαλύψεις τη μεθοδολογία σου από την αρχή, αλλά πληρώνεις το τίμημα. Χρειάζεται πολύς κόπος για πράγματα που κάποιος άλλος θα μπορούσε να σου εξηγήσει σε δυο φράσεις. Η εμπειρία είναι σημαντική, αλλά όχι τα πάντα.
Β. No pain, no gain. Εσύ και η ομάδα σου έχετε διδάξει και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τι διαφορές βλέπεις στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση; Τι θα ήθελες να φέρεις εδώ;
Α. Η βασική διαφορά είναι ότι στην Αμερική, δεν μπαίνεις απλώς σε μια σχολή αρχιτεκτονικής —μπαίνεις σε ένα πανεπιστήμιο. Κι αυτό σημαίνει πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα μαθημάτων, από άλλες σχολές, που μπορείς να παρακολουθήσεις εφόσον πληροίς κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Το φάσμα των γνώσεων είναι πολύ πιο ανοιχτό. Στην Ελλάδα, τα Πολυτεχνεία είναι πιο «κλειστά». Ειδικά στην Αθήνα, η σχολή είναι απομονωμένη στο δικό της campus. Αυτό, προσωπικά, το βλέπω ως χαμένη ευκαιρία.
Ο πλουραλισμός είναι κάτι που επιδιώκω και στη δική μας ομάδα. Ξεκινήσαμε τέσσερις και πολύ γρήγορα φτάσαμε τους δέκα. Πριν από την κρίση του 2008, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες, αλλά επιλέξαμε να διατηρήσουμε αυτή την κλίμακα. Θέλαμε καθημερινή επαφή με τα μέλη της ομάδας —μια κλίμακα που επιτρέπει προσωπική σύνδεση.
Από την αρχή θέσαμε στόχους: να έχουμε ισορροπία εθνικοτήτων και φύλων, 50-50. Ο καθένας φέρνει διαφορετικό background, διαφορετική αντίληψη. Αυτός ο πλουραλισμός είναι απαραίτητος.
Β. Σε τι φάση βρίσκεται σήμερα το γραφείο και με τι έργα ασχολείστε;
Α. Βρισκόμαστε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα φάση. Εδώ και έναν χρόνο θέλουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα, με απλούς αλλά ουσιαστικούς τρόπους. Έχοντας σταθεροποιηθεί σε μια ομάδα 10-15 ατόμων, αποφασίσαμε να τη διευρύνουμε ως τους 20. Είναι ένα σημαντικό βήμα, γιατί πλέον διαχειριζόμαστε αυτή την κλίμακα με άνεση.
Παράλληλα, σχεδιάζουμε τον νέο μας χώρο —το εργαστήριο της επόμενης μέρας. Μετά από 20 χρόνια σε διαμερίσματα, μεταφερόμαστε σε έναν ενιαίο χώρο, τύπου αποθήκης. Ο COVID επιτάχυνε τις εξελίξεις. Συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούμε να λειτουργήσουμε και εξ αποστάσεως. Έχουμε περάσει χρόνια σε αυτό το μοντέλο —ταξιδεύαμε 1,5 μέρα την εβδομάδα κατά μέσο όρο, οπότε έπρεπε να μπορούμε να επικοινωνούμε και να σχεδιάζουμε από μακριά. Ήμασταν έτοιμοι.
Τώρα, που σχεδιάζουμε το νέο μας εργαστήριο, αναρωτιόμαστε: χρειαζόμαστε τελικά βάση; Χαρτί σίγουρα όχι —το αποδείξαμε, όσο κι αν αγαπάμε τα έντυπα. Αυτό που χρειαζόμαστε σίγουρα είναι το χειροποίητο, το making. Οι μακέτες, τα υλικά, η φυσική επαφή με την κλίμακα. Ετοιμαζόμαστε να επενδύσουμε σε εξοπλισμό όπως CNC και άλλα εργαλεία για το workshop μας. Αυτό είναι το επόμενο βήμα.
Β. Πού μεταφέρεστε και πότε;
Α. Μεταφερόμαστε στο Βοτανικό.
Β. Έχετε βρει το χώρο;
Α. Τον έχουμε βρει και τον έχουμε σχεδιάσει. Η οργάνωση του χώρου μας είναι ιδιαίτερη, καθώς κανείς δεν έχει σταθερή θέση – δεν υπάρχει, για παράδειγμα, γωνιακό γραφείο για κάποιον. Κάθε έργο που αναλαμβάνουμε αποκτά τη δική του θέση, και όλοι μετακινούμαστε διαρκώς. Ο τρόπος που συνεργαζόμαστε είναι αρκετά ευέλικτος και fluid. Το κάνουμε αυτό γιατί θέλουμε να δημιουργήσουμε μια προσεκτικά σχεδιασμένη (curated) εμπειρία για την ομάδα μας και να γνωριζόμαστε καλύτερα μεταξύ μας. Όταν αναμειγνύονται οι ομάδες, γνωρίζονται μεταξύ τους. Λειτουργούμε επίσης σαν incubator — όλοι όσοι μπαίνουν στην ομάδα μας έχουν στόχο να εξελιχθούν και σε περίπου τρία χρόνια να κάνουν κάτι δικό τους. Και αυτό το έχουμε πετύχει σε μεγάλο βαθμό, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια, σε σχέση με τα βραβεία αρχιτεκτονικής και δομικών έργων, ένα μεγάλο ποσοστό των βραβευμένων προέρχεται από ανθρώπους που πέρασαν από την ομάδα μας. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι κάνουμε κάτι σωστά.
Β. Είναι όμορφο να βλέπεις ανθρώπους που πέρασαν από το γραφείο σου να εξελίσσονται. Το γραφείο σας έχει κάποια ταυτότητα; Όταν βλέπεις ένα έργο, λένε «αυτό είναι DECA»; Είναι κάτι που επιδιώκετε;
Α. Πριν δέκα χρόνια συζητούσα με έναν πολύ καλό φίλο μου, διεθνώς γνωστό marketeer, ο οποίος μου έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική για το πώς γίνονται γνωστοί οι αρχιτέκτονες. Για εκείνον, η αναγνωρισιμότητα είναι ένα σημαντικό εργαλείο μάρκετινγκ. Εμείς, όμως, δεν επιδιώκουμε την αναγνωρισιμότητα. Δεν είναι στο στιλ μας να γίνουμε αναγνωρίσιμοι για το «brand» μας. Αυτό που μας κινεί είναι η περιέργεια και η προσπάθεια να χαρτογραφήσουμε τον κόσμο μέσα από τη δουλειά μας — είτε μιλάμε για το αστικό τοπίο, είτε για το φυσικό περιβάλλον, είτε για τους ανθρώπους, τους χρήστες των κτιρίων μας. Στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας μας, δίνουμε μεγάλο βάθος στην έρευνα (research), προσπαθώντας να διευρύνουμε τις αισθήσεις μας και να κατανοήσουμε τη δομή του κόσμου γύρω μας. Ποτέ δεν ξεκινάμε με προκαταλήψεις ή με ένα απλό σκίτσο στο πίσω μέρος του φακέλου. Αυτό θα μας προκαλούσε γρήγορα βαρεμάρα και δυστυχία. Η περιέργειά μας είναι αυτό που μας κάνει αναγνωρίσιμους, όχι κάποιο συγκεκριμένο στυλ ή μορφή.
Β. Ας αλλάξουμε λίγο θέμα και να μιλήσουμε για την πόλη. Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής πόλης που θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε ή να αναδείξουμε, με αφορμή και τη συζήτηση για την Ομόνοια και τον Μεγάλο Περίπατο;
Α. Αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και βρίσκω ενθαρρυντικό είναι ότι η πόλη μας εξελίσσεται χωρίς να σχεδιάζεται. Κάποτε υπήρχε μια τοπ-νταουν προσέγγιση για την εξέλιξη των πόλεων, αλλά αυτό έχει πλέον σταματήσει. Οι δομές με τις οποίες οργανώνουμε και μελετάμε την πόλη έχουν χάσει τη δυναμική τους και δεν απασχολούν πολλούς. Και αυτό συμβαίνει εδώ και χρόνια. Είναι όμως απαραίτητο να σχεδιάζεται μια πόλη; Οι οικισμοί των Κυκλάδων, για παράδειγμα, έχουν μια μοναδική ευαισθησία στον τρόπο που εντάσσονται στο τοπίο και οργανώνονται, χωρίς να υπάρχουν κανόνες πολεοδομίας. Οι μόνοι κανόνες ήταν να σεβαστείς τη θέα του γείτονά σου. Έτσι, μέσα από μια οργανική διαδικασία, δημιουργείται ένας οικισμός με ευαισθησία στην κοινωνική οργάνωση.
Η Αθήνα πλέον μοιάζει να βρίσκεται σε παρόμοια φάση: δεν σχεδιάζεται συστηματικά. Ωστόσο, η κλίμακα είναι πολύ μεγαλύτερη και η δημιουργία μηχανισμών που να λειτουργούν από τα κάτω (bottom-up) απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, καθώς η ροή πληροφορίας είναι πιο δύσκολη. Νομίζω ότι η μεγάλη πρόκληση της πόλης είναι να αρχίσει να σχεδιάζει τον ιστό της με έναν τρόπο πιο συμμετοχικό, bottom-up. Τα ψηφιακά εργαλεία που έχουμε σήμερα μας δίνουν τη δυνατότητα να ανταλλάξουμε πληροφορίες και να παρακολουθούμε την πόλη με νέους τρόπους. Ωστόσο, οι μηχανισμοί αυτοί πρέπει να σχεδιάσουν τις διαδικασίες.
Αντιλαμβάνομαι και την προσπάθεια του Μεγάλου Περιπάτου ως μια ειλικρινή προσπάθεια. Είναι σαν κάποιος να σχεδίασε με δύο μαρκαδόρους, κόκκινο και κίτρινο, μια πορεία που υπήρχε ήδη 30 χρόνια στην πόλη. Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων είναι ένα έργο που υπάρχει στα χαρτιά 30 χρόνια και τώρα υλοποιείται σταδιακά, με όμορφες παρεμβάσεις στους πεζόδρομους του Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Όμως, όπως πολλά πράγματα στην πόλη, προχωρά με πολύ αργά βήματα.
Οι λίγοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί που γίνονται δεν εμπνέουν και ξέρεις ότι συνήθως δεν θα υλοποιηθούν. Να δώσεις όλη σου την ενέργεια είναι συχνά μάταιο. Και όταν ξεκινά κάτι, η γραφειοκρατία το καθυστερεί πολύ, ενώ μερικές φορές το έργο αναλαμβάνει εργολάβος που καταστρέφει την αρχική πρόθεση. Είναι μια διαδικασία που χρειάζεται αλλαγή.
Παρόλο που μπορεί να ακουστεί ως υποτίμηση, το γεγονός ότι ο Μεγάλος Περίπατος σχεδιάστηκε «με κόκκινο και κίτρινο μαρκαδόρο» σηματοδοτεί μια αρχή. Κάτι γίνεται, κάτι που θα προκαλέσει διάλογο και δυναμική γύρω από την πόλη.
Βρισκόμαστε σε μια πόλη όπου το κέντρο σαπίζει. Το ποσοστό των ανενεργών κτιρίων είναι τεράστιο, ενώ όλοι προσπαθούν να φύγουν προς τα προάστια. Το δομημένο περιβάλλον γερνάει. Υπάρχει μια εκτίμηση ότι ένα κτίριο έχει μηδενική αξία όταν φτάσει τα 70 χρόνια. Τα περισσότερα κτίρια της Αθήνας χτίστηκαν μεταξύ 1950 και 1970, οπότε πλησιάζουμε σε αυτή την περίοδο.
Αυτό δημιουργεί προβληματισμό αλλά και ευκαιρία για αλλαγή. Οι αρχιτέκτονες έχουμε την τάση να γκρινιάζουμε για διαγωνισμούς και άλλα θέματα, αλλά αυτό με θυμίζει μια εμπειρία που είχα όταν έκανα Erasmus στο Παρίσι. Άκουσα μια ραδιοφωνική εκπομπή με καλεσμένους, ανάμεσά τους και ο Μισέλ Φουκώ. Ήταν η εποχή των μεγάλων έργων που άλλαξαν το πρόσωπο της πόλης μέσα από διαγωνισμούς με συμμετοχή σημαντικών αρχιτεκτόνων. Όταν ρώτησαν τον Φουκώ ποιος είναι ο ρόλος των αρχιτεκτόνων, απάντησε κυνικά ότι είναι «ο τελευταίος τροχός της αμάξης». Στο σύστημα λήψης αποφάσεων, οι αρχιτέκτονες είναι οι τελευταίοι που ακούγονται. Οι αποφάσεις παίρνονται από ανθρώπους με πολιτική ή οικονομική εξουσία, όπου η αισθητική μπορεί να παίζει ρόλο, αλλά όχι καθοριστικό. Δεν πρέπει να είμαστε παθητικοί δέκτες. Πρέπει να αρχίσουμε να επηρεάζουμε ενεργά το περιβάλλον μας. Τα πανεπιστήμια οφείλουν να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια, να δημιουργήσουν δυναμικές που υπερβαίνουν τον στενό ακαδημαϊκό κύκλο. Οι αρχιτέκτονες, από την πλευρά τους, πρέπει να συμμετέχουν σε πολλά workshops που έχουν άμεση σχέση με την πόλη και τον δημόσιο χώρο.
Η συσχέτιση με τη μεγάλη κλίμακα είναι μια διαδικασία που μαθαίνεται συνεχώς. Όσο περισσότερο το κάνεις, τόσο πιο κατανοητό γίνεται και τόσο πιο ενδιαφέροντα είναι τα πράγματα που μπορείς να προτείνεις. Δυστυχώς, πολλές φορές είμαστε «σκουριασμένοι» και αρκετά παθητικοί, απλώς παρατηρώντας τις εξελίξεις. Πρέπει να αλλάξουμε αυτό το στάσιμο μοντέλο και να κινητοποιηθούμε πιο δυναμικά.
Β.: Ωραία, πάμε τώρα στις συμβουλές προς τους νέους αρχιτέκτονες. Στα πλαίσια των Archisearch Portfolio Reviews, που είναι μια αξιόλογη προσπάθεια στα Career Days του Archisearch, τα παιδιά στέλνουν ερωτήσεις. Πριν μιλήσουμε για το portfolio, ποια θεωρείς ότι πρέπει να είναι τα πρώτα βήματα ενός νέου αρχιτέκτονα;
Α.: Θα ήθελα να ξεκινήσω από κάτι που είχαμε συζητήσει και παλιότερα. Καταρχάς, νομίζω πως η εμπειρία δεν είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο σήμερα. Ζούμε σε μια παράξενη εποχή, όπου λόγω της οικονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους, η κατασκευαστική δραστηριότητα στην Ελλάδα ήταν ουσιαστικά «παγωμένη» για πάνω από δέκα χρόνια. Πιο πιθανό ήταν να βρεις έναν… δεινόσαυρο στην πόλη, παρά έναν γερανό.
Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων με πολύ περιορισμένη εμπειρία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να νιώθει μειονεκτικά. Αν θέλει να δραστηριοποιηθεί ως αρχιτέκτονας, μπορεί είτε να συνεργαστεί με έμπειρους συναδέλφους, είτε να δημιουργήσει τα δικά του πράγματα με τους δικούς του όρους.
Όταν και εγώ τελείωνα το πανεπιστήμιο, ένιωθα ότι βρισκόμασταν σε μια εποχή αλλαγών. Τα εργαλεία σχεδιασμού είχαν αρχίσει να κάνουν τη ζωή πιο εύκολη: το να σβήσεις μια γραμμή ή να πολλαπλασιάσεις κάτι ήταν πριν πολύ δύσκολο. Τα CAD έκαναν την αναπαράσταση πιο προσβάσιμη. Τώρα όμως μπαίνουμε σε μια νέα εποχή όπου ο σχεδιασμός θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πληροφορία. Το βασικό εργαλείο θα είναι το BIM. Με αυτό θα μπορείς να βλέπεις το κτίριο παραμετρικά ενώ το σχεδιάζεις, κάτι που βοηθά και στην ποσοτικοποίηση πολλών στοιχείων.
Αυτή η διαδικασία θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το αρχιτεκτονικό έργο και τον τρόπο που συνεργαζόμαστε.
Αν κάποιος δυσκολεύεται με τις τωρινές συνθήκες, μπορεί να ασχοληθεί με πράγματα που σχετίζονται με τα big data και την αντίληψη του κόσμου μέσα από αυτό το πρίσμα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον πρίσμα είναι οι αφηγήσεις. Σήμερα τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να αφηγηθούμε μια ιστορία γίνονται πιο προσιτά, όπως το Vimeo και το YouTube. Η νέα γενιά το κάνει πολύ φυσικά και εύκολα. Εμείς ως αρχιτέκτονες ουσιαστικά δημιουργούμε αφηγήσεις. Το να στραφεί κάποιος στην αρχή της καριέρας του σε πράγματα που δεν περιορίζονται αυστηρά στον ορισμό του αρχιτέκτονα είναι καλή ιδέα για να διευρύνει τους ορίζοντές του.
Αυτή τη στιγμή, πιστεύω πως και τα εργαλεία αλλά και η αντίληψη γύρω από τη δουλειά μας θα αλλάξουν. Θα συμβούλευα έναν νέο αρχιτέκτονα να διευρύνει όσο μπορεί τους ορίζοντές του. Αυτό είναι κάτι που, γενικά, δεν γίνεται αρκετά στο ελληνικό σύστημα και τις σχολές μας. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, οι περισσότερες σχολές παραμένουν αρκετά τεχνικές και δεν παρέχουν τα μέσα και τον τρόπο σκέψης που θα χρειαστούμε στο άμεσο μέλλον. Αυτό που θα υπάρχει σε δέκα χρόνια, αυτή τη στιγμή δεν το έχουμε φανταστεί καν.
Β.: Τώρα, όσον αφορά το portfolio, πολλοί ρωτούν ποια είναι η κατάλληλη λογική για τη δομή και την παρουσίασή του. Τι θα πρότεινες;
Α.: Έχω δει portfolios από πολύ παλιά, καθώς όταν σπούδαζα στο Berkeley συμμετείχα σε επιτροπή αξιολόγησης φοιτητών που εισάγονταν στην επόμενη φουρνιά. Η επιτροπή αποτελείτο από καθηγητές και έναν φοιτητή. Ήταν μια διαδικασία που μου έδωσε πολύτιμη εμπειρία.
Ένα portfolio πρέπει να κρίνεται με βάση το υπόβαθρο και την κουλτούρα του κάθε ανθρώπου. Έχω δει portfolios από την Ιαπωνία, το Εκουαδόρ, την Ελλάδα, και πάντα βλέπεις μέσα από αυτά την εκπαίδευση και το περιβάλλον του δημιουργού.
Ένας καλός κριτής προσπαθεί να αντιληφθεί την αυτογνωσία του δημιουργού, πόσο «έξω καρδιά» είναι, και πώς εκφράζει τις ιδιαιτερότητές του. Το portfolio είναι στην ουσία μια αφήγηση. Πρέπει να αναδεικνύει τον τρόπο σκέψης του δημιουργού και να μην πλατειάζει. Καλό είναι να περιλαμβάνει μόνο 3-4 έργα που εκφράζουν περισσότερο τον ίδιο.
Αν το portfolio γίνεται με βάση το τι πιστεύει ο δημιουργός ότι θέλει να δει ο άλλος, σίγουρα δεν θα είναι ειλικρινές και μπορεί να οδηγήσει σε λάθος περιβάλλον εργασίας και δυσαρέσκεια.
Ειλικρίνεια είναι το κλειδί. Είναι μια μορφή ψυχανάλυσης, όπου πρέπει να αναρωτηθείς τι θεωρείς σημαντικό και να φτιάξεις μια αφήγηση γύρω από αυτά που μπορείς να κάνεις καλά και σε εκφράζουν.
Τέλος, πολύ σημαντικό είναι ο τρόπος που το portfolio είναι δομημένο. Πρέπει να αναδεικνύει ότι μπορείς να φτιάχνεις ωραία και ολοκληρωμένα πράγματα. Πρέπει να υποστηρίζεις αυτό που λες σαν να διηγείσαι μια ιστορία.
Β.: Αλέξανδρε, σε ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου και τις πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις που μοιράστηκες μαζί μας.
Α.: Εγώ ευχαριστώ για την ευκαιρία να μοιραστώ τις απόψεις μου. Ελπίζω να μην έγινα κουραστικός.
Β.: Καθόλου, ήταν πολύ χρήσιμα όσα μας είπες. Καλή συνέχεια και καλή βραδιά.