Alexandros C. Samaras & Associates
Samaras Alexandros


Στο πλαίσιο του “Archisearch Career Days” έχουμε κοντά μας τον Αλέξανδρο Κ. Σαμαρά, ιδρυτή του αρχιτεκτονικού γραφείου «Αλέξανδρος Κ. Σαμαράς και Συνεργάτες».
Ο Αλέξανδρος Σαμαράς γεννήθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών. Το 1967 ξεκίνησε τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική στο Amherst College και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Harvard Graduate School of Design. Υπήρξε συνεργάτης του Paul Mitarakis και της εταιρείας James Cubitt & Partners, ενώ από το 1987 έως το 2000 εργάστηκε ως ειδικός σύμβουλος στη Γραμματεία του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος στο Υπουργείο Συντονισμού. Διετέλεσε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου και Περιβάλλοντος Αθήνας. Από το 1990 έως σήμερα είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας του. Συνεργάστηκε με το Δήμο Αθηναίων, υπήρξε τεχνικός σύμβουλος στην Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων για τις αντιπροσωπείες της Σεούλ, του San Juan και του Τόκιο, ενώ διετέλεσε και διευθύνων σύμβουλος της Διεθνούς Επιτροπής Στήριξης «Αθήνα ’96». Από το 1993 έως το 2005 ήταν μέλος του Πρυτανικού Συμβουλίου της Harvard Graduate School of Design. Το έργο του έχει δημοσιευθεί και διακριθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 1985 τιμήθηκε με το «Δίπλωμα Ευχαριστιών» από τον πρόεδρο και τον σύλλογο αποφοίτων του Harvard.
Κυρίες και κύριοι, μαζί μας είναι ο Αλέξανδρος Σαμαράς.
Βασίλης: Αλέξανδρε, καλησπέρα και σε ευχαριστούμε που βρίσκεσαι μαζί μας.
Αλέξανδρος Σαμαράς: Καλησπέρα, Βασίλη. Σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία σου· είναι πολύ σημαντική, ειδικά για τους νέους αρχιτέκτονες. Το λέω γιατί το έχω ζήσει και ξέρω πόσο πολύ βοηθάει να φέρνουμε κοντά ανθρώπους του χώρου.
Βασίλης: Πριν λίγο καιρό, σε μια όμορφη εκδήλωση στη Γεννάδειο, παρουσίασες το βιβλίο σου με τίτλο «Bridging Traditions», που επιμελήθηκε ο αγαπημένος μας φίλος Σταύρος Παπαγιάννης. Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτό.
Αλέξανδρος Σαμαράς: Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά συμπυκνώνει τη ζωή μου, γιατί η αρχιτεκτονική είναι ζωή. Περιλαμβάνει μια επιλογή έργων και κείμενα που εκφράζουν τη φιλοσοφία μας και τον τρόπο με τον οποίο έχουμε πορευτεί μέχρι σήμερα. Έχει προλόγους από τον Peter Rowe, πρώην Dean της Harvard Graduate School of Design, και από τον Γιώργο Πανέτσο, καθηγητή και πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας του Πανεπιστημίου Πατρών, οι οποίοι με τίμησαν με τα λόγια τους.
Θα μοιραστώ μαζί σας ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιώργου Πανέτσου, που περιγράφει τη δουλειά μας:
“Both the former and the moral part of appropriateness — the making of the familiar but also of the proper and the suitable — in Alexandros Samaras’s work are addressed through abstraction. Replication may be another option, but it might surely lead back to pop or populist. Therefore, traditional elements and processes are analyzed, επεξεργασμένα και αποδομημένα στην ουσία τους, συχνά με το φως άλλων παραδόσεων. Αυτά τα βασικά στοιχεία μπορούν στη συνέχεια να φορτιστούν με νέες σημασίες, δημιουργώντας ένα έργο πιο ευέλικτο, ανθεκτικό στον χρόνο, λιγότερο παρεμβατικό στην αίσθηση του διαχρονικού και της καθημερινότητας.”
Βασίλης: Πολύ ενδιαφέροντα. Θέλεις να μας πεις πώς ξεκίνησε η διαδρομή σου;
Αλέξανδρος Σαμαράς: Με χαρά. Ξεκίνησα τη διαδρομή μου μέσα από τις εμπειρίες που με διαμόρφωσαν. Στο βιβλίο ανοίγω με ένα ρητό του Περικλή από τον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη:
«το εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον το εύψυχον», δηλαδή «Η ευψυχία είναι ελευθερία, και η ελευθερία βασίζεται στην τόλμη και στην αρετή». Αυτό το νόημα διατηρεί τη σημασία του ακόμα και σήμερα — όπως είδαμε και στα πρόσφατα γεγονότα της πανδημίας, η ιστορία επαναλαμβάνεται και μας διδάσκει πολλά.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με έντονη παράδοση, ταξιδεύαμε συχνά σε τόπους όπως η Πύλος και η Θεσσαλονίκη, τόποι καταγωγής των γονιών μου. Είχαμε επαφές με ανθρώπους υψηλού διαμετρήματος, όπως ο Κωνσταντίνος και η Ιωάννα Τσάτσου, ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης, ο Μανόλης Ανδρόνικος, αλλά και προσωπικότητες από την οικογένεια Δέλτα και Μπενάκη από την πλευρά της μητέρας μου. Από την πλευρά του πατέρα, η οικογένεια ξεκίνησε από το μηδέν και ανέπτυξε σημαντικό κοινωνικό και επαγγελματικό έργο.
Στα πρώτα μου χρόνια στο Κολλέγιο, συμμετείχα στο συνέδριο για την οικιστική ανάπτυξη της Αθήνας και το Συμπόσιο της Δήλου, που είχε οργανώσει ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο μεγάλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Εκεί γνώρισα ανθρώπους από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς, με κοινό ενδιαφέρον την έννοια του ekistics — τη μελέτη των ανθρώπινων οικισμών και της πόλης γενικότερα.
Μεταξύ αυτών ήταν ο διάσημος Buckminster Fuller, που είχε αναπτύξει τη θεωρία του dymaxion, ο αρχιτέκτονας Eli Davies που σχεδίασε το Ωνάσειο Νοσοκομείο, ο Sir Robert Matthew, καθηγητής στο Εδιμβούργο, ο αιγύπτιος αρχιτέκτονας Hassan Fathy, που ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική του απλού κόσμου, η καθηγήτρια πολεοδομίας Jacqueline Tyrwhitt από το Harvard, ο Edmund Bacon, συγγραφέας του βιβλίου Design of Cities, και ο John Carl Warnecke, δημιουργός του Salk Institute στην Καλιφόρνια.
Είχα την τύχη να επισκεφτώ το Salk Institute, ένα έργο που προτείνει το στοιχείο του νερού ως ενωτικό στοιχείο στο κέντρο του συγκροτήματος. Ο Louis Kahn, που το σχεδίασε, όταν ρώτησε τον ιδρυτή του Salk Institute, Jonas Salk, τι ήθελε ως concept, εκείνος απάντησε: «Θέλω ένα χώρο όπου ο Αϊνστάιν θα μπορεί να συνομιλεί με τον Πικάσο». Αυτό για μένα είναι το νόημα της αρχιτεκτονικής — η συνάντηση ιδεών και πολιτισμών.
Βασίλης: Τι άλλα πρόσωπα σε σημάδεψαν κατά τη διάρκεια των σπουδών σου;
Αλέξανδρος Σαμαράς: Μετά το συνέδριο του Δοξιάδη, φοίτησα στο Amherst College, όπου γνώρισα καθηγητές με ευρύτητα πνεύματος. Ειδικά ο Charles Hill Morgan, ένας φιλέλληνας διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, με μύησε στην ελληνική πόλη και τον Ιππόδαμο. Ήταν άνθρωπος με μεγάλα ενδιαφέροντα, από την αρχαία τέχνη μέχρι τη μαγειρική.
Άλλοι καθηγητές που με επηρέασαν ήταν ο ιστορικός Henry Hilkemeyer, οι ζωγράφοι Alfred Leslie και Fairfield Porter, ο Conrad Kent, που με γνώρισε στον Antonio Gaudí, και ο καθηγητής μαθηματικών James Greenfield Molton, ο οποίος υπήρξε και οδηγός τανκ στον Montgomery στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, ο καθηγητής ψυχολογίας Daniel Robinson μου δίδαξε την έννοια της οπτικής αντίληψης (visual perception), κάτι που με επηρέασε βαθιά.
Στις σπουδές μου στην αρχιτεκτονική είχα την τύχη να γνωρίσω τον Carol William Westfall, σημαντικό ιστορικό της Αναγέννησης, καθώς και τον Paul Mitarakis, με τον οποίο συνεργάστηκα πριν τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Yale. Μέσα από τον Paul γνώρισα αρχιτέκτονες όπως ο Louis Kahn, Paul Rudolph, και φωτογράφους όπως ο Ezra Stoller.
Ήταν εξαιρετική εμπειρία. Όταν υπέβαλα αίτηση για το Harvard, απαιτούσαν δύο χρόνια εργασιακής εμπειρίας, ενώ εγώ είχα μόλις έξι μήνες με τον Paul Mitarakis. Ο Tom Stifter, υπεύθυνος της πρώτης χρονιάς, μου είπε: «Έξι μήνες με τον Paul Mitarakis ισοδυναμούν με δύο χρόνια σε οποιαδήποτε άλλη δουλειά». Έτσι με δέχτηκαν.
Βασίλης: Πώς περιγράφεις το κλίμα και την ατμόσφαιρα στο Harvard;
Αλέξανδρος Σαμαράς: Ήταν μοναδικό. Οι συμφοιτητές μου και εγώ ήμασταν δεμένοι και παθιασμένοι. Υπήρχε μια αίσθηση υποστήριξης και συνεχών συζητήσεων. Το πανεπιστήμιο είχε μια πολύ μεγάλη ποικιλία καθηγητών, που δεν σε οδηγούσαν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τι ήταν αυτό που πραγματικά σε ενδιέφερε και σε βοηθούσαν να εξελιχθείς βάσει των προσωπικών σου αναγκών. Αυτή η προσέγγιση ήταν και είναι χαρακτηριστικό του Harvard και της εκπαιδευτικής του φιλοσοφίας.
Δίδαξες;
– Δίδαξα αργότερα στην πορεία της καριέρας μου. Την εποχή των σπουδών μου όμως, είχα την τύχη να δουλέψω και να συναναστραφώ με κορυφαίες προσωπικότητες της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Θυμάμαι τον Ζε Ζιζολτάν Ολονό, ο οποίος ήταν σεφ ντ’ ατελιέ του Λε Κορμπιζιέ. Ήταν άνθρωπος με εξαιρετικό πνεύμα, γνώριζε επτά γλώσσες, ανάμεσά τους και σπαστά ελληνικά, καθώς ήταν φίλος του Κανδύλη και του Προβελέγγιου. Μαζί του γνώρισα και τον Χοσέ Λουίς Σεργούν, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοντέρνου κινήματος, τον Γκέρχαρντ Κάλμαν – μαθητή του Σαριμέν, δημιουργό του Boston City Hall – καθώς και τον ιστορικό της Αναγέννησης James Ackerman και τον Έντουαρντ Σέτλερ.
Είχα επίσης την τύχη να συνεργαστώ με τον Γουίλιαμ Λεμέζουρερ, έναν από τους σημαντικότερους στατικούς στις ΗΠΑ, γνωστό για το κτίριο της Citicorp στη Νέα Υόρκη. Μου είχε εξηγήσει πώς επιλύει προβλήματα ακαμψίας και ανεμοπίεσης στους ψηλούς ορόφους με ένα σύστημα υγρών που επιτρέπει στο κτίριο να “κινείται” αμβλύνοντας τις δονήσεις – μια τεχνική που θεωρείται ορόσημο.
Στο Χάρβαρντ εκείνη την εποχή δίδαξαν μεγάλοι αρχιτέκτονες όπως ο Κένζο Τάνγκε, τον οποίο επισκέφτηκα αργότερα στο γραφείο του στο Τόκιο, ο Ρίτσαρντ Μάιερ, ο Τζέρι ΜακΚιού, ο Χάρι Κοκ – συνέταιρος του I. M. Pei – και άλλοι σπουδαίοι.
Ανάμεσα στους καθηγητές μας ήταν επίσης ο Peter Land, που είχε σχεδιάσει το έργο Πρέβι στο Περού, ο Μάικ ΜακΚίνελ που συμμετείχε ως κριτής σε διαγωνισμούς, και ο Τζόρτζιαν Ελεβίκιους, πρώην πρύτανης της Σχολής Αρχιτεκτονικής του Washington University στο St. Louis, μια από τις κορυφαίες σχολές της Αμερικής. Η ατμόσφαιρα ήταν πραγματικά διεθνής και δημιουργική, με συμφοιτητές υψηλού επιπέδου όπως ο συγκάτοικός μου Μπερνάρντο Φοντμπρέσια, που μαζί με τη Lorinda Spirit ίδρυσε το διεθνές γραφείο Architectonika International στο Μαϊάμι, ο Σκοτ Σίμπσον της Dabbin Associates, ο Σκοτ Τζόνσον της Johnson Fain (που είναι συνέχεια του γραφείου Pereira), ο Λίνιν Ντελ με το γραφείο Shelton Intel στη Νέα Υόρκη, ο Βίνσεντ Μουργκέι, ο οποίος διετέλεσε και πρύτανης της αρχιτεκτονικής στο Cornell, και ο Ραλφ Λέρνερ, ο οποίος έφυγε νωρίς αλλά είχε τιμηθεί με το βραβείο Indira Gandhi και αργότερα έγινε κοσμήτωρ της σχολής Princeton. Ήταν μια πραγματικά «οργασμική» περίοδος – όλοι μας αγαπούσαμε την αρχιτεκτονική και τη ζούσαμε με πάθος.
Πες μας για την επιστροφή σου στην Ελλάδα.
– Όταν επέστρεψα, θέλω να πω ότι τα ταξίδια ήταν κομμάτι της ζωής μου από πολύ μικρός. Με τους γονείς μου διασχίσαμε ολόκληρη την Ευρώπη με αυτοκίνητο, φτάνοντας μέχρι την Πράγα στην εποχή του Ντούμπτσεκ, δηλαδή υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Αυτές οι εμπειρίες με βοήθησαν να κατανοήσω ότι η ζωή και η αρχιτεκτονική απαιτούν ανοιχτό μυαλό και ευρεία αντίληψη. Η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να είναι κλειστή ή μονοδιάστατη.
Στις ΗΠΑ είχα επίσης την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον καθηγητή Χάρη Αντωνιάδη, ελληνικής καταγωγής, που ήταν επικεφαλής του Center for Gratitude στο Χάρβαρντ. Εκεί διεξήγαγα εργαστήρια που μου έδωσαν πολύτιμες γνώσεις για τη συνέχεια.
Μετά τις σπουδές μου στο Χάρβαρντ, έκανα ένα συγκλονιστικό ταξίδι cross-country από τη Βοστόνη στο Λος Άντζελες, διασχίζοντας το Midwest και το Νότο. Ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να κατανοώ την «αληθινή» Αμερική, πέρα από τις μεγαλουπόλεις όπως η Νέα Υόρκη ή η Βοστόνη. Είδα κτήρια του Τόμας Τζέφερσον, ο οποίος ήταν και αρχιτέκτονας, του Frank Lloyd Wright και πολλών άλλων σημαντικών.
Αργότερα, πέρασα στο Architectural Association στο Λονδίνο για ένα μεταπτυχιακό, το οποίο δεν ολοκλήρωσα, αλλά εκεί γνώρισα μεγάλες προσωπικότητες όπως η Ζάχα Χαντίντ, καθώς και Έλληνες καθηγητές, όπως ο Αργυρόπουλος και ο Ηλίας Ζέγγελης. Παράλληλα δούλεψα στο γραφείο του James Cubitt, όπου σχεδιάζαμε εκπαιδευτικά κτίρια στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Συγκεκριμένα, ασχολήθηκα με το πανεπιστήμιο της Σούκα στη Νιγηρία, για το οποίο σχεδιάσαμε δύο κτήρια μαθηματικών και φυσικής.
Ο James Cubitt ήταν μεγάλος ελληνολάτρης – η γυναίκα του είχε ασχοληθεί με τα μάρμαρα του Παρθενώνα – και είχε μια πολύ ιδιαίτερη προσέγγιση, που θυμίζει τον Louis Kahn: τα κτίριά του δεν «έπεφταν πάνω» στο τοπίο, αλλά προέκυπταν «από» το τοπίο.
Στο γραφείο του James συνεργάστηκα με αρχιτέκτονες από διάφορες χώρες, όπως Γιουγκοσλάβους, Κύπριους και Πακιστανούς, μια εμπειρία που με βοήθησε πολύ στην επαγγελματική μου εξέλιξη.
Τι έγινε μετά την επιστροφή σου στην Ελλάδα;
– Μόλις γύρισα, μου ζήτησε ο Μαρίνος Γερουλάνος, που τότε ήταν επικεφαλής της γραμματείας του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος (που είχε ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής), να ενταχθώ στην ομάδα του. Ήμουν ο πρώτος που προσλήφθηκε εκεί, ενώ ακολούθησαν άλλοι αξιόλογοι όπως ο Γιάννης Πυργιώτης και ο Νίκος Λουκίτης. Ασχοληθήκαμε με ζητήματα χωροταξίας και περιβάλλοντος σε εθνικό επίπεδο.
Παράλληλα, ξεκίνησα ένα μικρό γραφείο όπου αναλάμβανα από τον σχεδιασμό μέχρι την πολεοδομία και τη διαχείριση έργων. Δεν είχα οικογενειακή παράδοση στην αρχιτεκτονική – ο πατέρας μου ήταν καρδιολόγος και η μητέρα μου ασχολούνταν με τα κοινά – αλλά είχα στήριξη από τον φίλο του πατέρα μου, Κωστάκη Κατσαμπέλη. Μου έδινε πολύτιμες συμβουλές και υποστήριξη και ήταν πραγματικά ένας μέντορας αλλά και φίλος. Μου έστελνε ακόμα και σαμπάνια και γαρδένιες όταν με έβλεπε σε κάποιο κλαμπ με τη σύντροφό μου! Ήταν ένας εξαιρετικά αγαπητός και χαρούμενος άνθρωπος.
Αργότερα, ξεκίνησα συνεργασία με τον Δημήτρη Πορφύριο, που κράτησε λίγο, και στη συνέχεια ίδρυσα το δικό μου γραφείο, όπου συνεργάστηκα με δύο εξαιρετικές συνεργάτιδες που συνεχίζουν να είναι εταίροι μου μέχρι σήμερα. Δημιουργήσαμε μια ομάδα που κινείται δυναμικά στον χώρο της αρχιτεκτονικής.
Παράλληλα, είχα την ευκαιρία να διδάξω ως επισκέπτης καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια. Στο Tufts, για παράδειγμα, δίδαξα στο Experimental College, όπου ασχοληθήκαμε με ένα case study για τη Βοστόνη και συζητήσαμε θέματα σχετικά με την αρχιτεκτονική και το αστικό περιβάλλον.
Επίσης, ως σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας συμμετείχα στην πρώτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Habitat & Human Settlements, μια πολύ σημαντική εμπειρία που μου έδωσε μια νέα οπτική για τη σχέση ανθρώπου και πόλης.
Ο καθηγητής μου Bill Westall με προσκάλεσε στο University of Illinois στο Σικάγο, όπου δίδαξα μαζί με σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής, όπως ο Stanley Tigerman, ο Andy Jergol και ο Ben Weese. Η πρώτη μου διάλεξη εκεί είχε θέμα την «Προσαρμοστική Αρχιτεκτονική: η σχέση παλιού και νέου», ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ.
Στην Ελλάδα συνέβαλα επίσης στον σχεδιασμό των αξόνων κυκλοφορίας, δημιουργώντας την ιδέα του Park & Ride: μεγάλων γκαράζ στον περιφερειακό δακτύλιο της Αθήνας, όπου οι οδηγοί μπορούν να αφήνουν το αυτοκίνητό τους και να μεταφέρονται με shuttle στα κεντρικά σημεία, όπως Ομόνοια και Σύνταγμα. Αυτό ήταν μια πρόταση που έγινε σε συνεργασία με το Υπουργείο Χωροταξίας και ελπίζω να υλοποιηθεί ευρέως σήμερα, καθώς η ανάγκη για βιώσιμη κινητικότητα είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
— Πείτε μας λίγα λόγια για την επαγγελματική σας πορεία και τις συνεργασίες σας.
— Εξελέγην στην πενταμελή Αρχιτεκτονική Επιτροπή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, όπου συνεργάστηκα με καταξιωμένους συναδέλφους όπως ο καθηγητής Θανάσης Αραβαντινός, ο Γιάννης Πολύζος και η Λίζα Σιόλα. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και νεότερους αρχιτέκτονες, όπως ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, ο Γιώργος Πανέτσος και ο Τζιτζιλάκης, με τους οποίους ανέπτυξα στενές σχέσεις.
Παράλληλα, δίδαξα στο University of Southern California, όπου με προσκάλεσε ο Στέφανος Πολυζωΐδης — ο οποίος πλέον είναι πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Notre Dame — και στο Harvard, καλεσμένος από τον Αλφ Λέρνερ. Εκεί είχα την τιμή να διδάξω μαζί με τον αείμνηστο Πάνο Κουλέρμο. Αυτές οι εμπειρίες μου άνοιξαν το μυαλό, μου έδωσαν τη δυνατότητα να μάθω από νέους ανθρώπους και να συμβάλλω κι εγώ στην εξέλιξή τους.
— Ποια είναι η φιλοσοφία του γραφείου σας; Πώς προσεγγίζετε την αρχιτεκτονική;
— Η προσέγγισή μου είναι να προσφέρω έργα με διάρκεια και διαχρονικότητα. Όπως έχει πει ο Λουί Καν, ένας αρχιτέκτονας πρέπει να έχει μεγάλη δύναμη πρόβλεψης· δεν μπορεί να χτίσει ένα κτίριο για το μέλλον, γιατί το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Μπορεί όμως να δημιουργήσει κάτι με διαρκή ποιότητα.
Ο κύριος σκοπός της αρχιτεκτονικής, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι να βελτιώνει τη ζωή των ανθρώπων και να προσθέτει αξία στο περιβάλλον όπου εντάσσεται το έργο. Στη δημιουργία μας, δίνουμε μεγάλη σημασία στον χώρο και το Genius Loci — το πνεύμα του τόπου. Ένα αρχιτεκτόνημα πρέπει να έχει αντήχηση με το παρελθόν, να δημιουργεί γέφυρες με την ιστορία και τη μορφολογία της περιοχής.
Με τους συνεργάτες μου προσπαθούμε να συμφιλιώσουμε το παλιό με το νέο, το παρελθόν με το μέλλον, μέσα από σεβασμό, γνώση και στρατηγικό συντονισμό. Μια αρχιτεκτονική που απορρίπτει είτε το παλιό είτε το νέο είναι, κατά τη γνώμη μου, απαισιόδοξη. Αντίθετα, η καλή αρχιτεκτονική δένει με το περιβάλλον και τον σκοπό της, δημιουργώντας έργα που είναι ταυτόχρονα σύγχρονα και διαχρονικά.
— Έχετε αναφέρει το βιβλίο σας Bridging Traditions. Πώς σχετίζεται με αυτή την προσέγγιση;
— Το βιβλίο αυτό αντικατοπτρίζει την πεποίθησή μου ότι πρέπει να γεφυρώνουμε τις παραδόσεις. Με καλή γνώση της γραμματικής και του συντακτικού μιας γλώσσας, μπορεί κανείς να δημιουργήσει εξαιρετική πρόζα ή ποίηση. Ομοίως, με σωστή γνώση των παραδοσιακών και σύγχρονων στοιχείων, δημιουργούμε αρχιτεκτονική που αντέχει στον χρόνο.
Όπως λέει και ο Βαλερύ, το κλασικό είναι το διαρκές, και το σύγχρονο μπορεί να είναι επίσης διαρκές — όχι απλά μια φευγαλέα τάση.
— Ποιος είναι ο ρόλος του ταλέντου και της δουλειάς στην αρχιτεκτονική;
— Το ταλέντο είναι βασική προϋπόθεση, αλλά από μόνο του δεν αρκεί. Η συνεχής εκπαίδευση, η σκληρή και μεθοδική δουλειά είναι αναγκαίες. Όπως έλεγε ο πατέρας μου, που στα γεράματά του διαβάζε ακόμα τα πιο σύγχρονα ιατρικά περιοδικά, η αριστεία δεν είναι πράξη, είναι συνήθεια.
Ο Μάλκολμ Γκλάδγουελ στα βιβλία του αναφέρει ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα ταλέντου σε συνδυασμό με προετοιμασία και πρακτική, με τον κανόνα των 10.000 ωρών εργασίας. Οι Beatles, για παράδειγμα, δούλευαν ασταμάτητα στο Βερολίνο πριν γίνουν γνωστοί. Ο Bill Gates επίσης αφιέρωσε απίστευτες ώρες δουλειάς στην αρχή.
— Τι θα συμβουλεύατε τους νέους αρχιτέκτονες;
— Πρώτα απ’ όλα, να κατανοήσουν ότι η πρακτική εμπειρία και η αισθητηριακή γνώση είναι απαραίτητες. Στο Harvard μας δίδαξαν ότι ο αρχιτέκτονας δεν είναι απλώς καλλιτέχνης ή βεντέτα — αυτά είναι μύθοι. Ο αρχιτέκτονας είναι οργανωτής, διευθυντής ορχήστρας που συντονίζει και κατανοεί όλους τους ανθρώπους και τις ειδικότητες που εμπλέκονται στο έργο, από το σχεδιασμό μέχρι την κατασκευή. Αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο και άρτιο αποτέλεσμα.
— Αναφέρατε και τον όρο «αρχιτεκτονική κοινωνική ευθύνη». Τι σημαίνει για εσάς;
— Είναι μια έννοια που εισήγαγα ως παράλληλη της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (CSR). Η αρχιτεκτονική κοινωνική ευθύνη (architectural social responsibility) αφορά την παροχή αειφόρου, ποιοτικής αρχιτεκτονικής που συμβάλλει ουσιαστικά στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος και της κοινότητας. Μαζί με τους συνεργάτες μου κάνουμε συστηματικά έργα προμπόνο — δηλαδή χωρίς αμοιβή — προσφέροντας έργα που αναβαθμίζουν τον δημόσιο χώρο και τη ζωή της πόλης μας.
Είμαι προνομιούχος που συνεργάζομαι με μια εξαιρετική ομάδα, κυρίως νεότερες συναδέλφισσες, και μαζί έχουμε δουλέψει σε μια μεγάλη ποικιλία συναρπαστικών και απαιτητικών έργων. Οι εργοδότες μας μας επιλέγουν γιατί τους προσφέρουμε μοναδικά κτίρια υψηλής ποιότητας που ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες τους, προσθέτουν αξία και σέβονται το περιβάλλον.
— Τι δουλεύετε αυτή την περίοδο, Αλέξανδρε;
Αυτή την εποχή εργαζόμαστε σε διάφορα έργα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είναι για την Cosmote, όπου επεξεργαζόμαστε την ανακαίνιση ενός υφιστάμενου κτιρίου, το οποίο σχεδιάζουμε να καλύψουμε με ένα πλέγμα που παραπέμπει στην ιδέα των pixels — κάτι που είχαμε εξερευνήσει και σε ένα προηγούμενο project για τη Φαμάρ, όπου δουλέψαμε με την έννοια των pixels και των voxels.
Πρόσφατα ολοκληρώσαμε σε συνεργασία με την betaPlan το σχέδιο για το νέο αεροδρόμιο της Σαντορίνης. Επιπλέον, έχουμε σχεδιάσει το δημαρχείο της Παιανίας, ένα έργο που χρηματοδοτεί ο μεγάλος ευεργέτης Θανάσης Μαρτίνος και βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη φάση υλοποίησης.
Παράλληλα, δουλεύουμε σε ένα διατηρητέο μνημείο στην πλατεία Κολοκοτρώνη, το οποίο θα μετατραπεί σε boutique ξενοδοχείο, και το χαρακτηρίζει η παρουσία υπέροχων εσωτερικών τοιχογραφιών. Ξεκινάμε τώρα και τη μελέτη ενός ακόμη διατηρητέου κτιρίου.
Επίσης, έχουμε σχεδιάσει κατοικίες για το Golf Resort της Κοιλάδας, για θυγατρική της Dolphin, καθώς και ένα ξενοδοχείο στη Μύκονο για την Κάρμεν Resorts, που βρίσκεται σε εξέλιξη. Παράλληλα, εργαζόμαστε σε δύο σπίτια στο Ψυχικό.
Δεν ανέφερα πριν ότι είμαστε οι πρώτοι Έλληνες που βραβεύτηκαν με το Platinum LEED για το νηπιαγωγείο του Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Ιωάννης Μ. Καράς, το 2014. Ήταν το πρώτο κτίριο εκπαίδευσης στον κόσμο, εκτός ΗΠΑ, που απέσπασε αυτή τη διάκριση.
Επιπλέον, το περιοδικό «Κτίριο» διοργάνωσε έναν ηλεκτρονικό διαγωνισμό στον οποίο διακριθήκαμε πρώτοι σε όλες τις κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Το 2010 βραβευτήκαμε επίσης από την CONDEIN AST για το συγκρότημα “ΑΝΕΜΗ”, το ξενοδοχείο με τα bungalows στη Φολέγανδρο, ένα έργο που αγαπώ ιδιαίτερα.
— Εξαιρετική δουλειά!
Σας ευχαριστώ.
— Έχετε συμμετάσχει και σε σημαντικές ομιλίες και εκπροσωπήσεις;
Ναι, είχα την τιμή να μιλήσω καλεσμένος από τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ, κ. Σμιτ, σε εκδήλωση για τα 50 χρόνια της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Την ίδια ομιλία παρουσίασα και στην Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Επιπλέον, εκπροσώπησα το Χάρβαρντ σε τελετές για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχω επίσης συμμετάσχει σε σημαντικά ταξίδια στο εξωτερικό, τα οποία με έχουν εμπλουτίσει σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο.
— Τι είναι αυτό που κρατά ζωντανό τον ενθουσιασμό και το πάθος σου για την αρχιτεκτονική, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια;
Νομίζω ότι μεγάλο ρόλο παίζουν οι νέοι γύρω μου, που κρατούν τη φλόγα αναμμένη. Ακόμη, τα ταξίδια είναι μια πραγματική πολυτέλεια και ευλογία. Είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο — από την Αφρική και την Ασία, μέχρι την Αμερική και την Ευρώπη — και αυτό ανοίγει το μυαλό, προσφέροντας πολύτιμες εμπειρίες και οπτικές.
Οι παραστάσεις που αποκομίζεις σε βοηθούν να καταλάβεις καλύτερα τι είναι ουσιαστικό εδώ στην Ελλάδα. Και φυσικά, ως αρχιτέκτονες έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι στην κοινωνία μας και τον τόπο μας.
— Έχεις αναπτύξει και σημαντικό κοινωνικό έργο…
Ευχαριστώ πολύ. Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική που δημιουργούμε πρέπει να συνδέεται βαθιά με τον τόπο — το genius loci. Κάθε κτίριο πρέπει να έχει αντήχηση και να είναι αναπόφευκτο στο περιβάλλον και στον χρόνο του. Αυτό είναι για μένα η ουσία της καλής αρχιτεκτονικής.
— Αισθάνεσαι πλήρης από το έργο και τη ζωή σου;
Είμαι ικανοποιημένος μέχρι τώρα, αλλά συνεχίζουμε με δύναμη. Έχουμε συνεργαστεί με σπουδαίους αρχιτέκτονες, όπως ο Μπερνάρντο Φορντμπέσιο και ο Ρικάρντο Λεγορέτα, καθώς και με το Φερνάντο Καρούτσο.
Θεωρώ επίσης πολύ σημαντικό ότι η αρχιτεκτονική τοπίου (landscape architecture) είναι αναπόσπαστο μέρος της αρχιτεκτονικής γενικότερα. Η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο το κτίριο αλλά το σύνολο του περιβάλλοντος — και έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι σ’ αυτό.
— Ποιες είναι σήμερα οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τους αρχιτέκτονες;
Καταρχάς, οι αρχιτέκτονες πρέπει να ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Είδα ότι ρώτησες άλλους συναδέλφους για το τι περιμένουν από ένα portfolio — θεωρώ ότι πρέπει να ξεχωρίζουν η σαφήνεια των δεξιοτήτων, η καλή παρουσίαση και η προσωπική υπογραφή.
Είναι σημαντικό ο υποψήφιος να έχει κάνει την προεργασία του: γιατί θέλει να δουλέψει σε εμάς, ποια είναι η περιέργειά του, τι γνωρίζει για το γραφείο, πόση ευελιξία και προσαρμοστικότητα διαθέτει. Ένα κριτήριο που μου είχε διδάξει ο καθηγητής μου, ο Ζολτάν, είναι το «ούμφ» — το πάθος και η ζωντάνια στην αρχιτεκτονική.
Επίσης, η παρουσίαση πρέπει να είναι εξαιρετική. Δυστυχώς βλέπουμε portfolios και συνεντεύξεις όπου οι υποψήφιοι δυσκολεύονται να εκφραστούν καλά, είτε στα ελληνικά είτε στα αγγλικά, και αυτό σε απογοητεύει.
Στο Χάρβαρντ, θυμάμαι ότι ξεκινήσαμε 60 φοιτητές την πρώτη χρονιά, αλλά το δεύτερο εξάμηνο έμειναν μόνο 42, γιατί οι καθηγητές μας τους έκοψαν τα φτερά αν δεν μπορούσαν να συνδυάσουν το μυαλό με το χέρι. Εκείνη την εποχή σχεδιάζαμε ακόμα με το χέρι — δεν ήταν απλά η έκφραση «παραμετρική αρχιτεκτονική», όπου όλα γίνονται στον υπολογιστή.
Υπάρχουν ταλαντούχοι συνάδελφοι στην Ελλάδα, λίγοι βέβαια, και η Ζάχα Χαντίντ παραμένει το ιδανικό παράδειγμα, αλλά τέτοιο επίπεδο είναι σπάνιο. Οι περισσότεροι είναι πιο απλοί και καθημερινοί, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Απλώς η αρχιτεκτονική που βλέπουμε γύρω μας δεν την φτιάχνουν οι αρχιτέκτονες πάντα — πολύ συχνά το δομημένο περιβάλλον κατασκευάζεται από μηχανικούς, τοπογράφους ή ακόμα και εργολάβους που έχουν δικαίωμα υπογραφής, χωρίς να υπάρχει η ίδια παιδεία ή το ίδιο πάθος.
Το ίδιο συμβαίνει και στον δημόσιο τομέα, όπου πολλοί συνάδελφοι καταφεύγουν επειδή δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στον ιδιωτικό. Στο παρελθόν, όμως, υπήρχαν αξιόλογοι αρχιτέκτονες που εργάζονταν στο δημόσιο — θυμάμαι την εποχή που ο Άρης Κωνσταντινίδης ήταν επικεφαλής του ΕΟΤ και διαχειριζόταν όλα τα σημαντικά έργα, όπως τα Ξενία.
Πιστεύω πολύ στις αρχιτεκτονικές επιτροπές, αρκεί να συγκροτούνται από ανθρώπους με υψηλό επίπεδο γνώσης και αισθητικής.
— Έχετε διατελέσει μέντορας ή υποστηρικτής νέων συναδέλφων;
Ναι, πάντα είχα την τάση να βοηθάω όσους είναι κοντά μου, να τους καθοδηγώ και να τους προσφέρω πρόσβαση στη βιβλιοθήκη μου, που θεωρώ μία από τις πιο πλούσιες στην Ελλάδα. Είχα ανοικτή τη βιβλιοθήκη και για φοιτητές του Πολυτεχνείου, που μπορούσαν να δανειστούν βιβλία.
Πριν από λίγα χρόνια με εντυπωσίασε το γεγονός ότι πολλοί νέοι δεν γνώριζαν καλά αγγλικά, δεν μπορούσαν να διαβάσουν ξένη βιβλιογραφία ή να παρακολουθήσουν μαθήματα στην αγγλική γλώσσα — κάτι που πλέον είναι ξεπερασμένο.
Επίσης, υπήρχε μια αντίδραση στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και υπολογιστών. Στο Πολυτεχνείο μάς έλεγαν να μην τα χρησιμοποιήσουμε — ήταν σχεδόν «έγκλημα». Έτσι, μαθαίνουμε και εξελισσόμαστε συνεχώς, ακόμα και σε ώριμη ηλικία.
– Σκιτσάρουν οι νέοι σήμερα; Ξέρουν να σκιτσάρουν;
Όχι όλοι, όμως όσοι σκιτσάρουν, κατά τη γνώμη μου είναι καλύτεροι αρχιτέκτονες. Να σου πω κάτι: το σκίτσο δεν είναι εύκολο για όλους. Το βασικότερο είναι να μπορείς να οργανώνεις τον χώρο και να διαχειρίζεσαι ολόκληρο το project. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να εκφράζουν μια ιδέα μέσα από το σκίτσο — αυτοί συχνά ξεκινούν με ενθουσιασμό, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να προσγειωθούν. Αυτό συνέβαινε και όταν ξεκινούσα, και θεωρώ πως ήταν σωστό, γιατί αλλιώς αφήνεις τον εαυτό σου να “ξεφύγει” τελείως.
Στην αρχιτεκτονική, όμως, είναι σημαντικό να συνδυάζεις όλα τα στοιχεία: σεβασμό προς τον χρήστη, το περιβάλλον, την κοινωνία, αλλά και προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Όταν σχεδιάζεις κάτι που θέλεις να είναι όσο το δυνατόν καλύτερο, βάζεις μέσα ό,τι έχεις και δεν έχεις. Αυτό που κάνεις σε ολοκληρώνει, όχι μόνο προσωπικά, αλλά και μέσα σε μια ευρύτερη κοινωνία, σε συνεργασία με συναδέλφους και άλλους ανθρώπους.
Ένα πράγμα που εμένα μου έλειψε στα πρώτα μου βήματα στην Ελλάδα ήταν η ουσιαστική επικοινωνία με άλλους αρχιτέκτονες — να ανταλλάσσουμε απόψεις, να συζητάμε. Γι’ αυτό και εκτιμώ πολύ τη σημερινή δυνατότητα που μου δίνεις να μιλήσουμε.
– Εγώ ευχαριστώ, Αλέξανδρε.
Εγώ πάλι, θέλω να μιλήσω για τις πρώτες μου επαφές με σπουδαίους συναδέλφους, όπως ο Δημήτρης Πορφύριος, με τον οποίο είχαμε πολλές συζητήσεις, ο Μανώλης Νέγρης, ένας ακόμη αγαπημένος συνάδελφος, και ο Ρένος Βακράτσας από τους παλιότερους. Όποτε μπορούσα, μιλούσα με τον Βαλσαμάκη, τον Δεκαβάλα, ακόμα και με τον Μανώλη Βουρέκα, που είχα γνωρίσει. Αυτές οι συναντήσεις είναι πολύτιμες, γιατί σου δίνουν δύναμη και προοπτική: βλέπεις τι υπήρχε πριν από σένα και προς τα πού πηγαίνουν οι εκλεκτοί — μιλάμε για τους κορυφαίους.
Ταυτόχρονα, προσπαθώ να έχω επαφή με νέους συναδέλφους, τους οποίους εκτιμώ πολύ. Πιστεύω ότι αυτοί θα ανεβάσουν τον πήχη ψηλά. Κάτι που πάντα παρατηρούσα είναι ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε την τάση να εστιάζουμε στις διαφορές μας αντί σε όσα μας ενώνουν. Αυτό είναι μια από τις αιτίες που δεν έχουμε δει κάποιον Έλληνα αρχιτέκτονα να κερδίζει το βραβείο Pritzker, το “Όσκαρ” της αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, ισπανοί, βραζιλιάνοι, αργεντίνοι συνεργάζονται πολύ στενά και αλληλοϋποστηρίζονται. Το έβλεπα και στα πανεπιστήμια όπως το Harvard και το Yale, όπου πολλοί σπουδαίοι ξένοι αρχιτέκτονες έχουν τιμηθεί.
– Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;
Βεβαίως. Ο Kenzō Tange, για παράδειγμα, που σχεδίασε το Tokyo International Forum, ένα από τα πιο σημαντικά κτίρια εκεί, πρόσφατα δημιούργησε έναν ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη, πολύ εντυπωσιακό και από τους πιο ψηλούς στο Μανχάταν, σε έναν μικρό χώρο. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι αρχιτέκτονες, και θεωρώ ότι τα ταξίδια είναι σημαντικά — πρέπει να επισκεφτεί κανείς τα μεγάλα έργα για να καταλάβει. Δεν μπορείς να μην πας στο Μπιλμπάο και να δεις το Guggenheim του Frank Gehry.
Πρόσφατα, επισκέφθηκα με τη γυναίκα μου και τα παιδιά τη Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι, που είναι συγκλονιστικό κτίριο, όπως και το Λούβρο του I.M. Pei ή η China Bank του ίδιου αρχιτέκτονα. Έργα του Louis Kahn, όπως το Salk Institute στη La Jolla ή τα κτίρια που σχεδίασε για το Yale, είναι έργα που προκαλούν δέος.
Επίσης, το National Gallery του Pei, το John Hancock Tower του Henry Cobb στη Βοστόνη, το Dumbarton Oaks του Philip Johnson — όλα αυτά είναι χώροι που σου δημιουργούν έναν έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική με την τέχνη.
Ο Philip Johnson, γνωστός για το σπίτι του στο New Canaan, είχε πει κάποτε ότι είναι «η πόρνη της αρχιτεκτονικής», αλλά είχε μεγάλη επιρροή, βοηθώντας πολλούς νέους συναδέλφους. Θυμάμαι όταν τον γνώρισα στο Yale, είχε έρθει να κάνει ομιλία για τον διαγωνισμό του Centre Pompidou — που τελικά κέρδισαν οι Renzo Piano και Richard Rogers. Ήταν πρόεδρος της επιτροπής και επέλεξε ένα κτίριο που τότε ήταν επαναστατικό τεχνολογικά.
Το δεύτερο βραβείο πήγε σε ένα σχέδιο σύγχρονο για την εποχή του, με βιωσιμότητα και αειφορία, το οποίο όμως δεν κέρδισε, διότι ο Johnson προτίμησε το πιο καινοτόμο τεχνολογικά έργο των Piano και Rogers. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο είναι από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες παγκοσμίως.
– Φτάνοντας στο τέλος, θα ήθελα να σε ρωτήσω για τη σύζυγό σου. Πόσο σημαντικό είναι να έχεις έναν άνθρωπο που σε στηρίζει; Νομίζω ότι η οικογενειακή στήριξη έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην πορεία σου.
Βεβαίως. Η σύζυγός μου, Ευτυχία, όπως λέει και το όνομά της, είναι η μεγάλη μου στήριξη. Με βοηθάει σε όλα και διαθέτει μια απίστευτη ευρυμάθεια, ενώ είναι και πρακτικός άνθρωπος. Με καθοδηγεί σε πολλές καταστάσεις και με βοηθάει να βελτιώνομαι διαρκώς.
Ταυτόχρονα, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και τα παιδιά μας. Όπως συμβαίνει σε πολλές οικογένειες, η γυναίκα μεγαλώνει τα παιδιά, και η δική μου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Έχω πάντα πολύ δυνατές γυναίκες δίπλα μου — από την Πηνελόπη Δέλτα, τη γιαγιά μου, μέχρι τη μητέρα μου.
Η σύζυγός μου μου χάρισε δύο υπέροχα παιδιά, μια κόρη και έναν γιο.
– Θα ακολουθήσουν το επάγγελμα της αρχιτεκτονικής;
Δυστυχώς όχι. Ο πατέρας μου ήταν καρδιολόγος και υπήρχε η προσδοκία να ακολουθήσουμε το ιατρικό επάγγελμα. Εγώ ήξερα από την αρχή ότι θα πάω προς την αρχιτεκτονική και την τέχνη, οπότε δεν υπήρχε θέμα.
Ο αδελφός μου, που τον φώναζαν «γιατρό», αποφάσισε να μη γίνει γιατρός και σπούδασε οικονομικά. Όταν το ανακοίνωσε στον πατέρα μας, εκείνος του είπε: «Κάνε ό,τι σε γεμίζει και σε κάνει ευτυχισμένο. Αν δεν το κάνεις, δεν θα το κάνεις καλά». Πραγματικά, πιστεύω ότι το να πιέσεις κάποιον να ακολουθήσει ένα επάγγελμα που δεν θέλει είναι λάθος. Πρέπει να το επιλέγεις επειδή είναι κομμάτι της ζωής σου.
– Τα παιδιά σου ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό; Θα επιστρέψουν στην Ελλάδα;
Ο γιος μου δουλεύει αυτή τη στιγμή από το σπίτι, στο Λονδίνο. Η κόρη μου ολοκληρώνει το διδακτορικό της στο Georgetown, αφού πρώτα σπούδασε στο Brown και εργάστηκε στις ΗΠΑ. Τώρα ξεκινάει σε νομικό γραφείο στην Αμερική, πιθανώς σε τηλεργασία. Εύχομαι και στους δύο ό,τι καλύτερο, γιατί είναι πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν.
– Να ευχαριστήσουμε την ΕΤΑ που σε στηρίζει, ώστε να συνεχίζεις να δημιουργείς.
Ευχαριστώ πολύ. Εύχομαι και σε σένα να δεις στα παιδιά σου αυτή τη χαρά — είναι το πιο πολύτιμο που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή.
– Σε ευχαριστούμε θερμά, Αλέξανδρε, που ήσουν μαζί μας. Είναι μεγάλη τιμή.
Κι εγώ σε ευχαριστώ, Βασίλη. Εύχομαι στους νεότερους να εξελίσσονται συνεχώς και να ξέρουν ότι, αν χρειαστούν βοήθεια, είμαι πάντα δίπλα τους.
– Καλή συνέχεια.
Και εγώ σε ευχαριστώ. Να είσαι καλά. Σ’ ευχαριστώ για όλα.