P

L

R

VIKELAS Architects

Vikelas Alexis

Στο 28ο επεισόδιο της σειράς Archisearch Talks, στο πλαίσιο του Archisearch Career Days, φιλοξενούμε έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους σύγχρονους Έλληνες αρχιτέκτονες. Ο Αλέξης Βικέλας είναι partner του ιστορικού γραφείου Vikelas Architects και υπεύθυνος σχεδιασμού εμβληματικών έργων, όπως το νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.

Ο Αλέξης αποφοίτησε από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ το 1995 και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ, με ειδίκευση σε πολεοδομικά και κοινωνικά ζητήματα, επικεντρωμένος στην μεταβιομηχανική ανάπλαση του Λαυρίου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, συμμετείχε σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ενώ από το 2000 ηγείται του γραφείου Ι.&Α. Βικέλας και Συνεργάτες Αρχιτέκτονες, με περισσότερα από 200 έργα στο ενεργητικό του.

Βασίλης Τσαγκάρης: Αλέξη, καλώς ήρθες στο Archisearch Talks.
Αλέξης Βικέλας: Καλησπέρα, Βασίλη. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό που ξεκίνησες με τις ομιλίες και όλη τη δράση γύρω από την καριέρα των αρχιτεκτόνων. Είναι χαρά και τιμή μου να συμμετέχω σ’ αυτή την πρωτοβουλία.

Ποιο ήταν το πιο σημαντικό μάθημα από τη συνεργασία με τον πατέρα σου; Τι κρατάς από εκείνα τα χρόνια;

Αισθάνομαι πολύ τυχερός που συνεργαστήκαμε για περίπου 20 χρόνια. Ήταν μια εμπειρία μοναδική: δίπλα σε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, με σαφή πορεία στον χώρο. Ο πατέρας μου ποτέ δεν με πίεσε να ακολουθήσω το επάγγελμα. Αντίθετα, με ενέπνευσε με το πάθος του — όχι μόνο για την αρχιτεκτονική, αλλά γενικά για κάθε τι που αξίζει να αφιερωθείς.

Αυτό που μου μετέδωσε είναι ότι, για να πετύχεις κάτι, πρέπει να το πιστέψεις βαθιά, να έχεις πάθος, φιλοδοξία και ταυτόχρονα υπομονή και τόλμη. Η αρχιτεκτονική δεν είναι θεωρία ή σκίτσα· είναι πράξη. Αυτό με δίδαξε.

Αν δεν υπήρχε το οικογενειακό γραφείο, τι διαφορετικό θα είχες κάνει;

Πιθανότατα θα επέλεγα να μείνω περισσότερο στο εξωτερικό, να δουλέψω σε διεθνή γραφεία και να γνωρίσω άλλους πολιτισμούς. Πιστεύω ότι ο αρχιτέκτονας πρέπει να ταξιδεύει συνεχώς. Όπως έλεγε και ο Jean Nouvel, ιδανικά, πριν καν ξεκινήσει τις σπουδές του, πρέπει να αφιερώσει έναν χρόνο στο ταξίδι και την παρατήρηση.

Το 2000, όμως, η Ελλάδα περνούσε μια εξαιρετικά δυναμική περίοδο. Ήμασταν στην προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και υπήρχε η αίσθηση μιας μεγάλης αλλαγής που ερχόταν. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να επιστρέψω και να ενταχθώ στο γραφείο.

Είχες ποτέ σκεφτεί να κάνεις κάτι άλλο πέρα από την αρχιτεκτονική;

Η αλήθεια είναι πως όχι. Από μικρός ήμουν μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο ερεθίσματα και εικόνες. Ποτέ δεν σκέφτηκα σοβαρά να κάνω κάτι άλλο. Η αρχιτεκτονική ήταν πάντα η φυσική μου κλίση.

Πώς ήταν η πρώτη σου επαφή με την αρχιτεκτονική; Σε «έφερε» ο πατέρας σου στο γραφείο;

Η επαφή μου με την αρχιτεκτονική δεν έγινε τόσο μέσα από το γραφείο, αλλά κυρίως μέσα από τα ταξίδια και τα βιβλία. Θυμάμαι τον πατέρα μου να περπατάει στους δρόμους και να κοιτάζει συνεχώς ψηλά, παρατηρώντας τα κτίρια. Αυτός ο τρόπος θέασης του χώρου με επηρέασε βαθιά. Μέσα από την παρατήρηση έμαθα να αγαπώ τη λεπτομέρεια και να συνειδητοποιώ το πώς ο δομημένος χώρος μάς επηρεάζει και πώς μπορούμε να τον αναβαθμίσουμε.

Η πραγματικότητα του επαγγέλματος ήταν όπως την περίμενες; Ή υπήρξε απομυθοποίηση;

Στην αρχή ήταν δύσκολο. Δεν μπήκα στο γραφείο ως “ο γιος του αφεντικού”. Προσπάθησα να ενταχθώ ομαλά, να παρατηρήσω, να μάθω πώς λειτουργεί η αρχιτεκτονική στην πράξη και να κερδίσω τη θέση μου. Ήταν επίσης μια εποχή έντονης τεχνολογικής μετάβασης, με την ανάγκη μηχανοργάνωσης του γραφείου.

Δεν θα έλεγα πως υπήρξε απομυθοποίηση. Ίσα-ίσα, μπήκα στον χώρο με ανοιχτή ματιά, χωρίς προκαταλήψεις ή προσδοκίες. Αυτό με βοήθησε να διαχειρίζομαι και το άγχος που συνεπάγεται η λειτουργία ενός μεγάλου γραφείου. Η αρχιτεκτονική είναι πράγματι ένα απαιτητικό επάγγελμα – έχει πολύ “κουπί”, όπως λέω συχνά. Αλλά όχι, δεν απομυθοποιήθηκε. Αντίθετα, την εκτιμώ περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια.

Πώς ήταν η συνεργασία με τον πατέρα σου στην πράξη; Υπήρχαν διαφωνίες; Πώς κατάφερες να βάλεις τη δική σου υπογραφή στα έργα;

Η σχέση μας χτίστηκε σταδιακά, με αμοιβαίο σεβασμό. Ο πατέρας μου μου άφησε χώρο, δεν μου έθεσε στενά όρια. Κι εγώ, με τη σειρά μου, σεβάστηκα τις απόψεις και το όραμά του. Η συνδημιουργία, ειδικά σε ένα τόσο απαιτητικό και προσωπικό πεδίο όπως η αρχιτεκτονική, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.

Αλλά η κοινή μας αντίληψη ήταν πως τίποτα δεν γίνεται με μια «ζαριά». Η αρχιτεκτονική απαιτεί βάθος, ουσία και διάρκεια. Αν μια ιδέα έχει βάση και συνοχή, τότε αξίζει να δοκιμαστεί. Με αυτό το πνεύμα δουλέψαμε, αξιολογώντας τι μένει και τι αφήνουμε πίσω. Είναι μια δημιουργική, γόνιμη σχέση.

Ποια συμβουλή θα έδινες στους νέους αρχιτέκτονες που ξεκινούν σήμερα;

Να παρατηρούν, να ταξιδεύουν, να ακούν. Να βλέπουν την αρχιτεκτονική όχι μόνο ως τέχνη, αλλά και ως πράξη με κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη. Να έχουν πάθος αλλά και αντοχές — γιατί η διαδρομή έχει απαιτήσεις, αλλά είναι γεμάτη προκλήσεις που αξίζουν.

Το γραφείο σας έχει μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα;

Το γραφείο, όπως γνωρίζεις Βασίλη, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ίσως θα έλεγε κανείς ότι δεν διαθέτει μια ενιαία ταυτότητα ως προς το ύφος ή το στυλ, που να το χαρακτηρίζει διαχρονικά από τότε έως σήμερα. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Αντανακλά τη στάση και την προσωπικότητα του πατέρα μου, ο οποίος είχε πάντα μια διάθεση να δοκιμάζει και να πειραματίζεται, χωρίς να ακολουθεί πιστά κάποιο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ρεύμα.

Αν και δεν επιδιώξαμε ποτέ μια τυποποιημένη αισθητική, προσπαθούμε κάθε έργο να έχει τη δική του ταυτότητα, να διαθέτει χαρακτήρα και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πελάτη και στο ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται. Πιστεύουμε πως τα κτίρια πρέπει να είναι δοχεία ζωής, να φέρουν μια αυθεντική προσωπικότητα.

Παράλληλα, είμαστε πάντοτε ανοιχτοί στη συνεργασία. Αυτή η στάση δεν είναι πρόσφατη. Από παλιά, ο πατέρας μου και εγώ υπήρξαμε μέλη του σχήματος ΜΕΤΡΟΝ, μαζί με τον Ηλία Σκρουμπέλο, με τον οποίο υλοποιήσαμε σημαντικά δημόσια έργα και συμμετείχαμε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Συνεργαστήκαμε επίσης με διεθνείς συναδέλφους, όπως ο Ιταλός αρχιτέκτονας Mazucconi και ο Sambro, με τους οποίους σχεδιάσαμε τον πύργο της Γλυφάδας — ένα έργο που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Πιο πρόσφατα, συνεργαστήκαμε με το γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη και τους LC Architects για το κτίριο ORBIT.

Συνοπτικά, αποφεύγουμε τον δογματισμό. Αναζητούμε τη σύγχρονη αρχιτεκτονική μέσα από ανοιχτές διαδικασίες και ουσιαστικό διάλογο.

Το γραφείο έγινε ιδιαίτερα γνωστό τη δεκαετία του ’70 για τα ψηλά κτίρια, τη δεκαετία του ’80 για τα εμπορικά κέντρα και αργότερα για γραφεία. Τι χαρακτηρίζει τη δουλειά σας την τελευταία δεκαετία;

Η διακοπή της συνεργασίας με τον Μπάμπη Βωβό λειτούργησε ως αφορμή για ένα άνοιγμα προς νέους τομείς. Παρόλο που είχαμε ήδη δραστηριοποιηθεί σε αυτούς, δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό. Αυτό αναδείχθηκε και στην αναδρομική έκθεση που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2010.

Τα τελευταία χρόνια, έχουμε επικεντρωθεί σε πολιτιστικά κτίρια, επεμβάσεις σε υφιστάμενα κτίρια —όπως το Μουσείο Γουλανδρή—, τουριστικά συγκροτήματα, κατοικίες, αλλά και δημόσιους χώρους. Η αρχιτεκτονική του γραφείου συνεχίζει να εξελίσσεται, χωρίς να εγκλωβίζεται σε μια και μόνο τυπολογία.

Πόση ελευθερία νιώθετε όταν σχεδιάζετε για έναν απαιτητικό πελάτη;

Η αρχιτεκτονική είναι κατεξοχήν ένα έργο που γίνεται για τον άλλον. Αυτό συχνά δεν τονίζεται αρκετά στις σπουδές μας. Ο αρχιτέκτονας καλείται να αναπτύξει ικανότητες πέρα από τον σχεδιασμό – να μάθει να ακούει ουσιαστικά, να «διαβάζει» τον πελάτη πίσω από τις εκφρασμένες επιθυμίες του.

Κάποιες φορές λέμε χαριτολογώντας ότι ο αρχιτέκτονας πρέπει να λειτουργεί και ως ψυχολόγος ή ψυχίατρος. Χρειάζεται ενσυναίσθηση, ερμηνεία και διάλογος. Αν υπάρχει αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης και χρόνος για ειλικρινή επικοινωνία, τότε μπορούν να προκύψουν πραγματικά ουσιαστικές λύσεις. Αυτό απαιτεί, βέβαια, υπομονή.

Πολλά έργα που τελικά υλοποιήθηκαν, πέρασαν από μακρές και επίπονες διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η σχέση με τον πελάτη είναι συχνά από τα πιο ενδιαφέροντα και δημιουργικά κομμάτια της δουλειάς μας.

Ποια είναι η γνώμη σου για τους δημόσιους χώρους και ειδικά για τον Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας;

Πριν αναφερθώ στον Μεγάλο Περίπατο, θα ήθελα να σχολιάσω κάτι ευρύτερο: δυσκολευόμαστε, διαχρονικά, να υλοποιούμε τολμηρές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο με αποφασιστικότητα και συνέπεια.

Στην Ολυμπιακή περίοδο έγιναν κάποια σημαντικά βήματα, όμως υπάρχει μέσα μας βαθιά ριζωμένη η αίσθηση του προσωρινού. Προσεγγίζουμε τα πράγματα αποσπασματικά, συχνά χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό. Το βλέπουμε στον Βοτανικό, όπου αντί να αξιοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε παλιές βιοτεχνικές περιοχές, επεκτείναμε την πόλη στους Θρακομακεδόνες με το Ολυμπιακό Χωριό.

Η οδός Πειραιώς είναι ένας άξονας εξαιρετικής σημασίας, και ωστόσο παραμένει αναξιοποίητος. Το ίδιο ισχύει για την Πανεπιστημίου. Ο διαγωνισμός Re-think Athens ήταν φιλόδοξος, ίσως υπερβολικά σε κάποιες πτυχές του, όμως πρότεινε ένα ουσιαστικό όραμα για τον δημόσιο χώρο.

Δυστυχώς, παρατηρούμε συχνά να γίνονται αποσπασματικές αναπλάσεις πλατειών ή σημείων της πόλης, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα συνεκτικό όραμα, να προκηρύσσονται αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, να υπάρχουν φάσεις, συμμετοχή πολιτών, ουσιαστική διαβούλευση.

Πιστεύω ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε τους πολίτες, να τους συμπεριλάβουμε στις διαδικασίες, ώστε να αποκτήσουν λόγο και ρόλο στο πώς διαμορφώνεται η πόλη.

Ποια είναι η άποψή σου για το σχέδιο στο Ελληνικό;

Το Ελληνικό είναι μία έκταση εξαιρετικής σημασίας – περίπου 6.000 στρέμματα, ένα μοναδικό ακίνητο. Ο πατέρας μου είχε τοποθετηθεί δημόσια γι’ αυτό το έργο και είχε τονίσει την ανάγκη να υπάρξει αρχιτεκτονική ποιότητα και όραμα.

Δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί απλώς ως μια ακόμα επένδυση. Είναι μια ιστορική ευκαιρία να δημιουργηθεί κάτι εμβληματικό, αντάξιο της θέσης και της κλίμακάς του. Δυστυχώς, η πρόοδος μέχρι σήμερα είναι πολύ αργή. Το ίδιο ισχύει και για άλλες παρεμβάσεις, όπως το έργο στο Φάληρο.

Ελπίζω, έστω και με καθυστέρηση, να προχωρήσουν με ουσιαστικό τρόπο. Ιδανικά, το Ελληνικό θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μοχλός για την αναβάθμιση και άλλων περιοχών της Αθήνας. Θα ήταν κρίμα να περιοριστεί σε έναν απομονωμένο υπερτοπικό προορισμό χωρίς αντίκτυπο στο σύνολο της πόλης.

Στην εποχή των πανδημιών αλλάζουν οι ανάγκες για τα κτίρια γραφείων; Πώς επηρεάζεται ο σχεδιασμός τους; Το open plan θα παραμείνει;

Αυτό που ανέδειξε η πρόσφατη πανδημία δεν αφορά τόσο την απόρριψη των open plan χώρων ούτε μια επιστροφή στο μοντέλο των διαδρόμων με τα κλειστά γραφεία του παρελθόντος. Πιστεύω ότι η πορεία μας οδηγεί σε έναν σχεδιασμό που είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’90: τη σταδιακή ενσωμάτωση της τηλεργασίας, καθώς και την ανάγκη οι χώροι εργασίας να απομακρυνθούν από το αυστηρά “γραφειακό” πρότυπο και να αποκτήσουν ταυτότητα, χαρακτήρα, μια πιο φιλική και άνετη ατμόσφαιρα.

Πλέον είναι κρίσιμο οι χώροι αυτοί να προσφέρουν υψηλή ηχοαπορρόφηση, άνετο και ευχάριστο περιβάλλον, και —ιδίως στην Ελλάδα— επαρκείς υπαίθριους χώρους για εκτόνωση. Το κλίμα μας το επιτρέπει και είναι κρίμα να μην το αξιοποιούμε στον σχεδιασμό των κτιρίων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κτίριο ORBIT, το οποίο σχεδιάσαμε σε συνεργασία με τους LC Architects και διαθέτει υπαίθριους χώρους σε πολλαπλά επίπεδα.

Θα μου επιτρέψεις όμως να πω ότι η μεγαλύτερη αλλαγή εντοπίζεται στην έννοια της συνάθροισης, ιδιαίτερα σε χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας. Εκεί είναι που θα δούμε τις πιο σημαντικές επιρροές, τόσο λειτουργικά όσο και αρχιτεκτονικά.

Ας περάσουμε τώρα στις ερωτήσεις νέων αρχιτεκτόνων που συμμετέχουν στα Archisearch Portfolio Reviews, στο πλαίσιο των Archisearch Career Days — μιας νέας πρωτοβουλίας που φιλοδοξούμε να εξελιχθεί σε θεσμό. Με ποια κριτήρια επιλέγεται ένας νέος αρχιτέκτονας στο γραφείο σας; Ποια προσόντα θεωρείτε πιο σημαντικά;

Το πορτφόλιο είναι ασφαλώς ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά προσωπικά θεωρώ πιο καθοριστική την προσωπική συνέντευξη. Μέσα από αυτή μπορείς να αντιληφθείς τη διάθεση, την προσωπικότητα και τις φιλοδοξίες του υποψηφίου — αν έχει το κίνητρο να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η αντίληψη, η εσωτερική δομή, το ανοιχτό πνεύμα. Όλα αυτά μπορούν να φανερωθούν μέσα από το έργο, αλλά κυρίως μέσα από τη στάση του ανθρώπου. Αντίθετα, όταν βλέπω ένα πορτφόλιο που είναι προφανώς συρραφή ή αντιγραφή υλοποιημένων έργων άλλων γραφείων, αυτό μας αποθαρρύνει. Είναι εμφανές πότε κάτι δεν αποτελεί προσωπική κατάκτηση, αλλά μίμηση.

Οι ψηφιακές δεξιότητες είναι απολύτως απαραίτητες, όπως και η άνεση στα κλασικά εργαλεία της αρχιτεκτονικής. Αλλά στο τέλος, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι αυτό που διαισθάνεσαι για την προσωπικότητα του ανθρώπου πίσω από τη δουλειά.

Σαν νέος αρχιτέκτονας, πώς μπορώ να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσα στην πανεπιστημιακή “ουτοπία” και την πραγματικότητα της αγοράς, ώστε να ασκήσω την αρχιτεκτονική πράξη χωρίς εκπτώσεις; Πώς μπορώ να αποκτήσω εμπειρία;

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που αντιλαμβάνεται κανείς στη Σχολή —ίσως και απρόσμενα— είναι ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να οδηγήσει σε πολλούς δρόμους: από το βιομηχανικό design και τη σκηνογραφία, μέχρι την πολεοδομία, τη μουσειολογία ή την έρευνα.

Γι’ αυτό θεωρώ πολύτιμο ένας νέος αρχιτέκτονας να δοκιμάσει, να αποκτήσει εμπειρίες σε περιβάλλοντα που του ταιριάζουν και του δίνουν χώρο να αναπτυχθεί. Δεν χρειάζεται να μπει αμέσως στον επαγγελματικό στίβο — εκτός αν του παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Είναι σημαντικό να επεκτείνει κανείς τις σπουδές του, να ταξιδέψει, να διευρύνει όσο μπορεί τους ορίζοντές του. Η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο επάγγελμα. Είναι τέχνη, είναι στάση ζωής. Δεν είναι απαραίτητο να την ασκήσεις μόνο μέσα από το σχεδιασμό κτιρίων.

Παροτρύνω συχνά τους νέους να δοκιμαστούν, να πειραματιστούν, να βρουν το δικό τους στίγμα. Και όταν έρθει η ώρα, να απογαλακτιστούν και να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Αρκεί να έχουν τη διάθεση, τη γενναιότητα και το ψυχικό απόθεμα να το κάνουν.

Και τέλος: ποιες είναι οι συμβουλές που θα δίνατε σε έναν νέο αρχιτέκτονα σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, να είναι κοινωνικός, ανοιχτός στις συνεργασίες. Να έχει πάθος και ενθουσιασμό γι’ αυτό που κάνει, να διατηρεί τις φιλοδοξίες του αλλά και την προθυμία να μάθει από τα λάθη του.

Να μην φοβάται να πειραματιστεί, να αναζητήσει τι είναι αυτό που πραγματικά του ταιριάζει. Και βέβαια, να δείχνει υπομονή και επιμονή. Η αρχιτεκτονική είναι μαραθώνιος, όχι αγώνας ταχύτητας.

Αλέξη, σε ευχαριστούμε θερμά που ήσουν απόψε κοντά μας.

Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, Βασίλη, για την ευκαιρία της συζήτησης.

Να είσαι καλά, καλή συνέχεια.

Με το καλό να τα ξαναπούμε. Ευχαριστώ πολύ.