P

L

R

Scapearchitecture

Atsalakis George

Το σημερινό επεισόδιο της καθημερινής σειράς podcast Archisearch Talks με θέμα «Συμβουλές προς νέους αρχιτέκτονες», φιλοξενεί έναν αρχιτέκτονα με σημαντική πορεία στον χώρο. Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι συνιδρυτής του αρχιτεκτονικού γραφείου Scapearchitecture, με έδρα την Αθήνα. Μαζί με τη σύζυγό του και αρχιτέκτονα, Σταυρούλα Χριστοφιλοπούλου, ξεκίνησαν από το 2006 με συμμετοχές σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και ιδιωτικά έργα, και από το 2017 το γραφείο λειτουργεί πλήρως αυτόνομα.

Το έργο τους εκτείνεται από ανακαινίσεις κατοικιών και διαμορφώσεις επαγγελματικών χώρων, μέχρι σχεδιασμό υψηλών προδιαγραφών κατοικιών και ξενοδοχειακών συγκροτημάτων. Συνεργάζονται με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, όπως οι Takeda Pharmaceuticals, Astellas Pharma και EFG Bank Luxembourg, ενώ έργα τους έχουν παρουσιαστεί σε Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, καθώς και σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις και έντυπα. Το πιο πρόσφατο έργο τους, μια υπόσκαφη εξοχική κατοικία στην Πάρο, έχει ήδη τραβήξει την προσοχή, καθώς προσφέρει μια νέα εμπειρία κατοίκησης σε πλήρη εναρμόνιση με το τοπίο.

Ο Γιώργος είναι απόφοιτος της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και έχει συνεργαστεί με μερικά από τα σημαντικότερα γραφεία της χώρας. Στον ελεύθερο χρόνο του, τρέχει μαραθώνιους, καθώς –όπως λέει– η αρχιτεκτονική κάνει έναν μαραθώνιο να μοιάζει με μια βόλτα στο πάρκο.

Κυρίες και κύριοι, καλωσορίζουμε τον Γιώργο Ατσαλάκη.

– Γιώργο, καλησπέρα.
– Καλησπέρα, Βασίλη. Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση σε αυτή τη τόσο επιτυχημένη σειρά podcast. Ομολογώ ότι νιώθω ένα βάρος, γιατί η χθεσινή σου συζήτηση ήταν απολαυστική και πληθωρική. Ελπίζω να σταθώ στο ύψος της!

– Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Πάμε λοιπόν από την αρχή: πώς ξεκίνησες και ποιες ήταν οι πρώτες σου επιρροές;
– Είναι η πρώτη φορά που μου ζητούν να κάνω μια σύντομη αναδρομή στην επαγγελματική μου διαδρομή και ομολογώ ότι νιώθω λίγο αμήχανα – σαν να αποδέχομαι ότι πλέον δεν ανήκω στους «νέους». Ταυτόχρονα όμως, νιώθω πολύ κοντά στις αγωνίες όσων προσπαθούν να χαράξουν τώρα την πορεία τους.

Από μικρός είχα έντονη την ανάγκη να σχεδιάζω. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου, στη δεκαετία του ’80, με γοήτευσε ο βιομηχανικός σχεδιασμός (industrial design). Δυστυχώς, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στην Ελλάδα σοβαρές σχολές σε αυτόν τον τομέα, και έτσι στράφηκα στην Αρχιτεκτονική – που τελικά αποτέλεσε τον φυσικό δρόμο.

Σπούδασα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, μια εξαιρετική σχολή, και παρότι ήθελα να φύγω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά, προσωπικοί λόγοι δεν το επέτρεψαν. Έκανα μεταπτυχιακό στο Μετσόβιο και ξεκίνησα και διδακτορικό, ενώ ταυτόχρονα εργαζόμουν σε αξιόλογα γραφεία, όπως εκείνο του αγαπημένου μου καθηγητή, Κώστα Μωραΐτη, και στη συνέχεια στους MOB Architects του Βασίλη Μπασκόζου.

Παράλληλα, συμμετείχα συστηματικά σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ήταν για μένα ένα ανεπίσημο «φροντιστήριο» πρακτικών δεξιοτήτων (hard skills), που δύσκολα αποκτά κανείς μόνο μέσω της εργασίας σε αρχιτεκτονικά γραφεία. Εκεί δοκιμάζεις πραγματικά τις δυνάμεις σου, ακόμα κι αν αποτύχεις.

Σταδιακά, βρέθηκα μπροστά σε ένα δίλημμα: συνέχιση της ακαδημαϊκής πορείας ή πλήρης αφοσίωση στην πρακτική της αρχιτεκτονικής. Επέλεξα το δεύτερο, με πλήρη συνείδηση – κρατώντας όμως πάντα τα θεωρητικά εφόδια από τις προηγούμενες σπουδές και εμπειρίες.

Έπειτα ήρθε η δεκαετία στους ISV Architects, από το 2007 έως το 2017. Από την πρώτη μέρα βρέθηκα στη θέση του partner, σε ένα γραφείο με ιδιαίτερο βάρος, υπό την καθοδήγηση τριών πολύ σημαντικών αρχιτεκτόνων: του Μπάμπη Ιωάννου, του Τάσου Σωτηρόπουλου και του Αλέξανδρου Van Gilder. Εκεί ένιωσα ότι ξαναέμαθα, από την αρχή, όσα θεωρούσα πως ήξερα για την αρχιτεκτονική. Ήταν για μένα μια ουσιαστική πλατφόρμα απογείωσης για όσα ακολούθησαν.

– Πολύ σημαντικό σχολείο, αναμφίβολα. Πώς έγινε η μετάβαση από ένα μεγάλο γραφείο στο προσωπικό σου γραφείο;
– Η μετάβαση αυτή συνέβη το 2017. Συνήθως θεωρούμε «μετέωρο βήμα» τη στιγμή που αφήνεις ένα καθιερωμένο γραφείο για να ξεκινήσεις το δικό σου. Νομίζω όμως πως το πραγματικά μετέωρο βήμα είναι η εσωτερική απόφαση: πρέπει να το κάνω; είμαι έτοιμος;

Η επαγγελματική ολοκλήρωση μπορεί να έρθει είτε μέσα σε ένα μεγάλο σχήμα είτε μέσα από ένα προσωπικό γραφείο – αρκεί να έχεις επίγνωση του πού βρίσκεσαι και γιατί. Η συνειδητή απόφαση είναι το κρίσιμο σημείο. Και καλό είναι να την επανεξετάζεις περιοδικά: κάθε μήνα, σε κάθε νέο έργο, σε κάθε νέο στόχο.

– Τι χαρακτηρίζει τη δουλειά της Scapearchitecture;
– Η Scapearchitecture υπήρξε εξαρχής το προσωπικό μας όχημα – δικό μου και της Σταυρούλας – για να εκφράσουμε τη σχέση μας με την αρχιτεκτονική. Ακόμα κι όταν εργαζόμασταν σε άλλα σχήματα, υπήρχε ως νοητός κοινός χώρος δημιουργίας.

Η δική μου τάση ήταν πάντα προς την «αντικειμενική» αρχιτεκτονική – αυτάνομα κτίρια, με ισχυρή γεωμετρία, σχεδόν μηχανές. Ίσως κατάλοιπο της αρχικής μου αγάπης για το industrial design. Η Σταυρούλα, από την άλλη, είχε πάντα μια προσέγγιση βαθιά τοπιοκεντρική. Αγκυρώνει τις ιδέες στο έδαφος, παντρεύει τις μορφές με το ανάγλυφο, δημιουργεί εκείνα τα υβρίδια που εμείς αποκαλούμε αρχιτεκτονική-τοπίο.

Η σύζευξη αυτών των δύο κόσμων – του αντικειμενικού και του τοπιακού – είναι ο πυρήνας της Scapearchitecture. Εγώ έφερα στο τραπέζι την έννοια της «μηχανής», η Σταυρούλα έφερε το «scape». Από αυτή τη συνεργασία γεννήθηκε το γραφείο μας, και γι’ αυτό τελικά αποχώρησα από τους ISV το 2017: για να αφοσιωθούμε και οι δύο αποκλειστικά σε αυτή τη σύνθεση που σταδιακά έγινε η κοινή μας γλώσσα.

– Πες μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας έργο στην Πάρο. Τι σας οδήγησε σε αυτόν τον ιδιαίτερο σχεδιασμό;
– Πρόκειται για ένα έργο με πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Κάποια στιγμή, στα τέλη της άνοιξης του 2017, η ιδιοκτήτρια –μια γυναίκα με εξαιρετική αντίληψη για την αρχιτεκτονική– μου ζήτησε να επισκεφθούμε ένα οικόπεδο στην Πάρο. Όταν φτάσαμε, αντίκρισα έναν υπέροχο φυσικό τόπο: καταπράσινο, με έντονη κλίση, μοναδικής ομορφιάς. Το πρόβλημα ήταν ότι, σύμφωνα με τις τότε πολεοδομικές διατάξεις, μπορούσε να οικοδομηθεί μόλις κάτι λιγότερο από 50 τετραγωνικά μέτρα. Η ερώτησή της ήταν απλή και δύσκολη ταυτόχρονα: «Τι μπορείς να χτίσεις εδώ που να είναι κατοικήσιμο, κι όχι απλώς ένα κουτί ή ένα είδος τροχόσπιτου;»

Αυτός ήταν ο πυρήνας του προβλήματος. Η λύση ήρθε με ψυχραιμία και χωρίς καμία διάθεση να ακολουθήσουμε κάποια αισθητική «μόδα». Η επιλογή να σχεδιάσουμε ένα υπόσκαφο σπίτι –που τελικά ονομάσαμε Secret Garden House– προέκυψε ως η πιο ειλικρινής και λειτουργική απάντηση στις συνθήκες του οικοπέδου. Δεν είχαμε πρόθεση να «παίξουμε» με την υπόσκαφη αρχιτεκτονική απλώς επειδή ο κανονισμός το επιτρέπει. Το συγκεκριμένο σημείο δεν χτιζόταν αλλιώς.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σπίτι πλήρως ενσωματωμένο στην πλαγιά, σε απόλυτη αρμονία με το τοπίο και το φυσικό του περιβάλλον. Δεν εξέχει, δεν προστίθεται βίαια στο τοπίο, δεν είναι ακόμη ένα “κουτάκι” πάνω σε μια αιγαιοπελαγίτικη πλαγιά. Παράλληλα, αξιοποιεί δημιουργικά όσα δίνει ο νόμος για τα υπόσκαφα: μεγαλύτερα ανοίγματα, αυξημένη εκμετάλλευση συντελεστή δόμησης. Έτσι, το σπίτι είναι όχι μόνο λειτουργικό, αλλά και βιώσιμο για μόνιμη ή μακρόχρονη κατοίκηση.

Σχεδιάσαμε επίσης ένα σύστημα εξωτερικών χώρων που ενισχύουν την εμπειρία υπαίθριας ζωής. Οι εσωτερικοί χώροι λειτουργούν υποστηρικτικά· το «πραγματικό» σπίτι, κατά κάποιον τρόπο, είναι έξω: αυλές, γωνιές σκίασης, σημεία ηρεμίας ή συνύπαρξης. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έγινε με βάση αυτήν ακριβώς τη λογική.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το έργο έχει δεχθεί ακραία αντιδράσεις. Από τη μία, έχουμε λάβει ενθουσιώδη σχόλια και συγχαρητήρια για την τόλμη και την ευρηματικότητα της λύσης. Από την άλλη, έχουμε δεχθεί και σκληρή κριτική – μέχρι και προσβλητικά σχόλια. Για κάποιους, το σπίτι δεν ταιριάζει με την «παραδοσιακή» εικόνα του νησιού· έχει μεγάλα, συρόμενα υαλοστάσια τριών και τεσσάρων μέτρων πλάτους, πράγμα που για ορισμένους είναι ασύμβατο με τον αιγαιοπελαγίτικο χαρακτήρα.

Εμείς, ωστόσο, καλωσορίζουμε τις ακραίες αντιδράσεις. Σημαίνουν ότι το έργο ενεργοποιεί μια συζήτηση. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν όλοι με όλα· ούτε να τους αρέσουν όλα. Η διαφορετικότητα στον αρχιτεκτονικό λόγο είναι αναγκαία. Τέτοιου είδους αντιδράσεις είναι αφορμή για να επανεξετάσουμε τη συλλογική στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην αρχιτεκτονική. Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «καλή αρχιτεκτονική»; Τι αναγνωρίζουμε και τι απορρίπτουμε; Είναι μια συζήτηση που αξίζει να γίνει.

– Αναφέρθηκες στην ιδιοκτήτρια του έργου, η οποία είχε υψηλό αισθητικό κριτήριο. Υπάρχει τελικά «ιδανικός πελάτης»; Και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να δουλεύεις με ανθρώπους που έχουν ισχυρή άποψη;
– Υπάρχουν ιδανικοί πελάτες, αλλά δεν υπάρχει συνταγή. Δεν είναι ένας τύπος ανθρώπου· είναι περισσότερο ένας τύπος σχέσης. Οι ιδανικοί πελάτες είναι λίγοι – μια μειοψηφία. Και το λέω αυτό χωρίς κανενός είδους υποτίμηση προς τους υπόλοιπους. Η δουλειά μας είναι επαγγελματική και προϋποθέτει, βεβαίως, τον σεβασμό στην ποικιλία των ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόμαστε.

Αν αφήσουμε στην άκρη τα οικονομικά, τα δύο βασικά ζητούμενα είναι ο χρόνος και η εμπιστοσύνη. Ο χρόνος που χρειάζεται ο αρχιτέκτονας για να σχεδιάσει κάτι που δεν υπήρχε. Και η εμπιστοσύνη ότι, μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, πρέπει να τον αφήσεις να κάνει τη δουλειά του. Γιατί όταν απευθύνεσαι σε έναν αρχιτέκτονα, συνήθως έχεις ένα πρόβλημα: ένα δύσκολο οικόπεδο, μια ιδιαίτερη ανάγκη, έναν σύνθετο περιορισμό. Ο αρχιτέκτονας είναι εκείνος που θα κάνει την «ανατομία» του προβλήματος, θα το αποδομήσει, θα το ανασυνθέσει και θα το μεταφράσει σε λύση.

Αυτό, όμως, θέλει χώρο. Και η δημιουργικότητα δεν ανθίζει μέσα στο μικρο-μάνατζμεντ ή τη διαρκή αμφισβήτηση. Ο ιδανικός πελάτης, λοιπόν, είναι εκείνος που δίνει αυτόν τον χώρο. Και ναι, η ιδιοκτήτρια του Secret Garden House μας τον έδωσε – και χρόνο, και εμπιστοσύνη. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα κύλησαν ανέφελα. Όπως σε κάθε δημιουργική διαδικασία, υπήρχαν εντάσεις, ερωτήματα, διαφωνίες. Αλλά αυτό είναι μέρος του ίδιου του αρχιτεκτονικού «εργαλείου»· της σύνθεσης, της εξέλιξης, της συνεργασίας.

– Ποια είναι η γνώμη σου για τον «Μεγάλο Περίπατο» της Αθήνας, όπως σχεδιάστηκε από τον Δήμο;
– Μπαίνουμε κατευθείαν στα βαθιά, και καλώς. Ο δημόσιος χώρος της Αθήνας –και γενικά των ελληνικών πόλεων– βρίσκεται ακόμη σε φάση επαναπροσδιορισμού. Και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο· αφορά ευρύτερα τον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό. Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η δημόσια υγεία –ιδίως μετά την εμπειρία της πανδημίας το 2020–, αλλά και η διαρκώς μεταβαλλόμενη έννοια της πόλης, έχουν αναδιαμορφώσει το πεδίο.

Η συζήτηση γύρω από τον «Μεγάλο Περίπατο» δεν είναι καινούρια· εδώ και χρόνια έχουν διατυπωθεί πολλές ιδέες και προτάσεις. Αυτό που με ξένισε στην πρόσφατη εφαρμογή του, είναι ότι πρόκειται για μια καθαρά συγκοινωνιολογική πρόταση, στην οποία η αρχιτεκτονική απουσιάζει σχεδόν παντελώς.

Θα περίμενε κανείς να υπάρχει μια αρχιτεκτονική επιμέλεια· μια ομάδα αρχιτεκτόνων επικεφαλής, που θα συμμετείχε στον σχεδιασμό. Εδώ, αντίθετα, βλέπουμε μια εφαρμογή που μοιάζει να ακολουθεί κάποιο manual αμφίβολης προέλευσης. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από πρόχειρες παρεμβάσεις – ζαρντινιέρες από μπετόν, εύκαμπτοι πορτοκαλί οριοδείκτες… και αυτό είναι όλο.

Ακόμα και αν υπάρχει κάποια δομή στην ιδέα, αυτή ακυρώνεται από τον τρόπο υλοποίησης. Είναι σαν να έχεις σχεδιάσει ένα σπίτι που, έστω, έχει αρχιτεκτονική πρόθεση – και τελικά να το υλοποιείς με χαρτόνι μακέτας. Αυτό εννοώ όταν μιλώ για «ευτέλεια».

Νομίζω πως χρειάζεται παύση, αναστοχασμός και ουσιαστική επανεξέταση του εγχειρήματος. Χωρίς συμμετοχή αρχιτεκτόνων, ο «Μεγάλος Περίπατος» καταλήγει να είναι –όπως διάβασα εύστοχα σε μια εφημερίδα– απλώς ένας βιαστικός μεγάλος περίπατος.

– Πώς αξιολογείτε σήμερα την αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα;

Η άποψή μου βασίζεται κυρίως στη δική μου εμπειρία από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, τόσο κατά τις προπτυχιακές μου σπουδές όσο και αργότερα, όταν ασχολήθηκα με μεταπτυχιακά και διδακτορικές σπουδές – όσο προχώρησαν. Δεν μπορώ να μιλήσω εκ των έσω για άλλες σχολές, τις γνωρίζω μεν, αλλά δεν έχω προσωπική εμπειρία. Μπορώ όμως να πω αρκετά για τη σχολή της Αθήνας.

Πρόκειται για μια σχολή που παρέχει εξαιρετικά εφόδια σε έναν νέο αρχιτέκτονα – του δίνει τις βάσεις να κατανοήσει τι είναι αρχιτεκτονική και του καλλιεργεί μια ισχυρή κριτική σκέψη. Επίσης, του δίνει την ευκαιρία να αναπτύξει σταδιακά το προσωπικό του ιδίωμα, όταν έρθει η στιγμή. Δεν νομίζω ότι αμφισβητεί κανείς πως είναι μια από τις κορυφαίες σχολές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα σημαντικό «αλλά»: ποτέ δεν διδαχθήκαμε ότι ο φωτισμένος αρχιτέκτονας που σχεδιάζει εξαιρετικά κτίρια οφείλει και να επιχειρεί. Δηλαδή να βρίσκει έναν τρόπο να βιοπορίζεται μέσω της αρχιτεκτονικής του δουλειάς. Δεν έγινε καμία αναφορά στα βασικά στοιχεία του επιχειρείν: πώς διαχειρίζεσαι έσοδα και έξοδα, πώς παραμένεις ενεργός, βιώσιμος και δημιουργικός. Δεν μιλάω για το πώς στήνει κανείς ένα μεγάλο γραφείο με εκατοντάδες υπαλλήλους – μιλώ για τα βασικά: για τη βιωσιμότητα ενός αρχιτεκτονικού γραφείου, ακόμη και μικρής κλίμακας.

Αυτή η θεώρηση –ότι το επιχειρείν είναι ταμπού– είναι, νομίζω, εγγενής στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Κάποια στιγμή πρέπει να ξεπεραστεί. Είναι μια μεγάλη συζήτηση το πώς θα γίνει αυτό, αλλά πρέπει να ξεκινήσει.

Ένα άλλο σημαντικό κενό που εντοπίζω –και φοβάμαι ότι εξακολουθεί να υφίσταται– είναι η απουσία μιας πιο χειρωνακτικής προσέγγισης στην εκπαίδευση. Δηλαδή να νιώθουμε ότι η αρχιτεκτονική περνάει και από τα χέρια μας. Ο Γιάννης και ο Μάρκος Δουρίδας είχαν αναφερθεί σε αυτή την ανάγκη σε ένα προηγούμενο επεισόδιο podcast, μιλώντας για μια hands-on προσέγγιση στην αρχιτεκτονική. Το βρήκα εξαιρετικά εύστοχο.

Μια τέτοια προσέγγιση θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας – είτε πρόκειται για φυσική, είτε για ψηφιακή μάθηση. Αν η διαδικασία είναι ψηφιακή, τότε χρειαζόμαστε μια digital hands-on εκδοχή της. Πρέπει να σχετιζόμαστε με το αντικείμενο της δουλειάς μας και στη φυσική του διάσταση.

Υπήρχαν κάποιες αποσπασματικές τέτοιες απόπειρες στο Πολυτεχνείο – θυμάμαι χαρακτηριστικά μια πλωτή κατασκευή που υλοποίησα σε μια αυτοσχέδια πισίνα στο αίθριο, στο πλαίσιο ενός μαθήματος οικοδομικής. Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, αλλά τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να είναι συστηματικές. Ανεξάρτητα από το αν κάνεις θεωρία ή δομική μηχανική, πρέπει πάντα να υπάρχει μια υλοποιημένη κατασκευή, ένα artifact. Γιατί αυτό είναι τελικά η αρχιτεκτονική.

– Πιστεύετε ότι είναι ασύμβατες η ακαδημαϊκή καριέρα και η αρχιτεκτονική πρακτική;

Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο ασυμβίβαστο – κάθε άλλο. Το ασυμβίβαστο υπήρξε, αν θέλετε, προσωπικό. Για λόγους που έχουν να κάνουν με τον δικό μου τρόπο σκέψης και επεξεργασίας της αρχιτεκτονικής, δεν μπορούσα να υπηρετήσω και τους δύο χώρους ταυτόχρονα.

Ωστόσο, γνωρίζουμε πολλούς συναδέλφους –στην Ελλάδα και στο εξωτερικό– που έχουν καταφέρει να συνδυάσουν ακαδημαϊκή καριέρα και επαγγελματική πρακτική με υποδειγματικό τρόπο. Άρα, αν η ερώτηση αφορά και έναν νέο αρχιτέκτονα σήμερα, θα του έλεγα να μην αγχωθεί αν αισθάνεται διχασμένος. Μπορεί να ακολουθήσει και τους δύο δρόμους και με τον καιρό να διαμορφωθεί η πορεία του – είτε θα τον «διαλέξει» ο ένας, είτε και οι δύο.

Το σημαντικό είναι να δώσουμε χρόνο σε αυτές τις επιλογές. Δεν είναι χαμένος χρόνος. Ακόμη κι αν τελικά επιλέξεις μόνο τον έναν δρόμο, ο άλλος έχει ήδη αφήσει μέσα σου εφόδια που θα αναδυθούν στην πορεία.

Βέβαια, να πούμε και το εξής: η ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα συνοδεύεται από ορισμένες προϋποθέσεις – διαδικαστικές, διοικητικές ή οικονομικές – που συχνά δυσκολεύουν τη σοβαρή ενασχόληση με την πρακτική της αρχιτεκτονικής. Ιδίως όταν κάποιος βιοπορίζεται αποκλειστικά από αυτήν. Αλλά και πάλι, όλα εξαρτώνται από το πού θέλει κανείς να επενδύσει τον χρόνο και την ενέργειά του.

– Εσείς προσωπικά πώς φροντίζετε να εξελίσσεστε ως επαγγελματίας στον χώρο;

Προσπαθούμε να παρακολουθούμε τα πάντα – ό,τι κινείται, ό,τι πετάει, ό,τι κολυμπάει. Θέλουμε να είμαστε διαρκώς ενήμεροι για το τι συμβαίνει στην αρχιτεκτονική, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο – αλλά και για τις μελλοντικές τάσεις. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Σήμερα, υπάρχουν τόσα πολλά εργαλεία πληροφόρησης, που κάποιος θα μπορούσε να ασχολείται με αυτό όλη μέρα. Δεν το κάνουμε φυσικά όλη μέρα, αλλά αφιερώνουμε ένα μέρος της καθημερινότητας σε αυτό.

Παράλληλα, συνεχώς εμφανίζονται νέα εργαλεία, νέες δυνατότητες, νέοι τρόποι άσκησης του επαγγέλματος. Αυτό προκαλεί, καμιά φορά, έναν μικρό πανικό. Χθες είχαμε απλώς renders, μετά ήρθαν τα πιο εξελιγμένα renders, τώρα έχουμε VR. Δεν χρειάζεται να αναλωθεί κανείς σε μια εμμονική καταδίωξη των εργαλείων.

Αυτό που χρειάζεται είναι να γνωρίζεις σε βάθος τα εργαλεία που χρησιμοποιείς. Αν τα κατακτήσεις ουσιαστικά, μπορείς σταδιακά να προσθέτεις νέα. Έτσι έρχεται η εξέλιξη. Αν, όμως, προσπαθήσεις να εντάξεις στο έργο σου ένα τεχνολογικά προηγμένο εργαλείο –π.χ. ένα VR σύστημα– χωρίς να το έχεις αφομοιώσει, μπορεί να σε αποπροσανατολίσει αντί να σε ενισχύσει.

Η τεχνολογία είναι εργαλείο – όχι σκοπός. Η ουσία βρίσκεται πάντα στην αρχιτεκτονική σκέψη.

– Περνάμε τώρα στην ενότητα των συμβουλών προς τους νέους αρχιτέκτονες.

– Τώρα με φέρνεις σε αμηχανία…

– Δεν νομίζω! Τι ποιότητες αναζητάς από τους μελλοντικούς σου συνεργάτες;

– Θα παρεκκλίνω λίγο από τα συνηθισμένα και θα πω το εξής: Εδώ και χρόνια ακούω συχνά να γίνεται λόγος για το «πάθος» στην αρχιτεκτονική — ή για τη σύγκριση ανάμεσα στο πάθος και τη φιλοδοξία. Πιστεύω ότι υπάρχει σύγχυση: συχνά, όταν λέμε «πάθος», εννοούμε φιλοδοξία. Ή, για να το πω διαφορετικά, κάποιοι έχουν φιλοδοξίες περί την αρχιτεκτονική και όχι για την αρχιτεκτονική. Κι αυτό συχνά καλύπτεται κάτω από τον όρο «πάθος».

Αν υπάρχει ένα στοιχειώδες υπόβαθρο συνεργασίας, αυτό που αναζητώ είναι συνεργάτες που θα τολμήσουν να παίξουν το χαρτί της φιλοδοξίας – αυτής που έχει στόχο και προοπτική – αντί να επαναπαύονται στο ευκολοφόρετο κλισέ του πάθους. Δεν θέλω να ξανακούσω τη λέξη «πάθος» αν δεν συνοδεύεται από πράξεις και προσανατολισμό.

– Ενδιαφέρον…

– Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να συνεργάζομαι με ανθρώπους τίμιους, περίεργους με την καλή έννοια, με δημιουργική ανησυχία. Ο κόσμος γύρω μας εξελίσσεται συνεχώς· πράγματα συμβαίνουν και μας διαφεύγουν, ειδικά όσο μεγαλώνουμε. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε εκείνους που παραμένουν ανήσυχοι και μας δείχνουν το καινούργιο, που έχουν τη διάθεση να φέρουν στο τραπέζι μια νέα προοπτική.

Θέλουμε συνεργάτες που κατανοούν το νόημα πίσω από τη φράση «Stay hungry, stay foolish» του Steve Jobs — την οποία ξέρω ότι θαυμάζεις — και, ταυτόχρονα, που μπορούν να έχουν γνήσια, ειλικρινή επαφή με τα συνεργεία στην επίβλεψη ενός έργου.

Να σου δώσω ένα παράδειγμα: Πριν μερικά χρόνια, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για την επίβλεψη ενός έργου. Ήταν αργά το βράδυ, έκανε κρύο, ήμασταν σε ψηλό όροφο, και ο μαραγκός με τον γυψοσανιδά ήρθαν για να συζητήσουμε μια λεπτομέρεια. Για να την εξηγήσω, έσκυψα στο πάτωμα και τη σχεδίασα επιτόπου, σε κλίμακα 1:1. Με κοιτούσαν έκπληκτοι. Όταν τους ρώτησα αν όλα είναι εντάξει, μου απάντησαν: «Ναι, απλώς οι περισσότεροι αρχιτέκτονες δεν το κάνουν αυτό». Ε, λοιπόν, εγώ θέλω οι αρχιτέκτονες να το κάνουν αυτό. Γιατί όσο «λαμπερό» ή «ενδιαφέρον» κι αν φαίνεται το επάγγελμά μας, άλλο τόσο σημαντικό είναι να σκύψεις κάτω, δίπλα στον τεχνίτη, και να βρείτε μαζί τη λύση. Αυτά είναι τα πράγματα που μετράνε για μένα.

– Hard ή soft skills; Και ποιο από τα δύο είναι πιο σημαντικό; Υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή;

– Προφανώς και υπάρχει διαχωρισμός – και προφανώς και τα δύο είναι σημαντικά. Όμως, όσο μικρότερο είναι το γραφείο, τόσο πιο θολή γίνεται αυτή η γραμμή.

Αν κάποιος βρεθεί σε μια μελετητική ομάδα 8-10 ατόμων, τότε τόσο τα hard skills – η ικανότητά του να παράγει αρχιτεκτονική – όσο και τα soft skills – ο τρόπος που επικοινωνεί και λειτουργεί στην ομάδα – έχουν εξίσου μεγάλη σημασία. Αντίθετα, σε ένα πολύ μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο με 100 ή 200 άτομα (ή και περισσότερα), μπορεί κάποιος να κρυφτεί. Να καλύψει την αδυναμία του σε ένα από τα δύο, αφοσιωμένος σε ό,τι κάνει καλά, ενώ η δομή και η ιεραρχία της εταιρείας θα αναλάβουν τα υπόλοιπα.

Άρα, όσο μικρότερη η ομάδα, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ολοκληρωμένες δεξιότητες. Και για έναν νέο αρχιτέκτονα, αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να ξεκινήσει από μικρότερα σχήματα: να περάσει απ’ όλα τα στάδια, να δει πώς γίνεται το έργο από την αρχή ως το τέλος, να αποκτήσει σφαιρική εμπειρία.

– Ποια είναι η γνώμη σου για το δίπολο «ταλέντο» και «αφοσίωση» σε έναν νέο αρχιτέκτονα;

– Πολύς λόγος γίνεται για το αν είναι σημαντικότερο το ταλέντο ή η σκληρή δουλειά. Κι αν μπορεί κάποιος, χωρίς ταλέντο, να γίνει καλός αρχιτέκτονας. Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια προκαθορισμένη, ιδανική αναλογία.

Έχω δει αρχιτέκτονες πολύ ταλαντούχους που δούλευαν ελάχιστα. Και άλλους εξαιρετικά εργατικούς, που με τη συνέπεια και την προσήλωσή τους αναπλήρωναν την όποια έλλειψη ταλέντου. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι όσο περισσότερο δουλεύεις, τόσο καλύτερος γίνεσαι.

Αν, λοιπόν, κάποιος νέος αρχιτέκτονας ακούσει ότι «δεν έχεις ταλέντο – δεν είναι για σένα αυτό», θα τον συμβούλευα να το αγνοήσει. Είναι μια παρατήρηση που δεν τον αφορά. Γιατί μπορεί να αναπληρώσει ό,τι του λείπει σε ένα σκέλος, με υπεροχή στο άλλο. Η αφοσίωση και η δουλειά αποδίδουν.

– Τι κάνει ένα βιογραφικό ή ένα πορτφόλιο να ξεχωρίζει;

– Αν εννοείς να ξεχωρίσει μέσα σε δεκάδες…

– Ναι, αυτό εννοώ.

– Θα σου πω: τίποτα. Ή, τουλάχιστον, όχι κάτι μαγικό. Το λέω λίγο προκλητικά, αλλά υπάρχει λόγος.

Πιστεύω ότι ο καθένας δημιουργεί τη θέση που του ταιριάζει μέσα στο περιβάλλον που θα βρεθεί. Ένα πορτφόλιο δεν το αξιολογείς μόνο από τα γραφικά, ούτε από τις σπουδές ή τις συστατικές επιστολές. Αυτά, φυσικά, παίζουν έναν ρόλο – σε φέρνουν στο τραπέζι της συνέντευξης. Από εκεί και πέρα, όμως, μετράει τι δείχνεις εσύ, με τι ειλικρίνεια και σαφήνεια μπορείς να εξηγήσεις τι θέλεις να κάνεις, τι σε εκφράζει, πού θες να πας.

Έχω δει πολλές φορές ότι, ανεξαρτήτως του τι γράφει η περιγραφή της θέσης ή του γραφείου, στο τέλος έχεις δύο επιλογές: είτε να φέρεις τη δουλειά στα μέτρα σου με προσωπικό μόχθο, είτε να καταλάβεις έγκαιρα ότι δεν σου ταιριάζει και να αποχωρήσεις. Και οι δύο είναι θεμιτές επιλογές.

Γι’ αυτό και όλα αυτά τα ερωτήματα τύπου «γιατί δεν ξεχωρίζει το πορτφόλιό μου» ή «τι να κάνω για να φαίνεται περισσότερο» μου φαίνονται κάπως δευτερεύοντα. Συχνά είναι ένας τρόπος να αποφύγουμε τη βασική ερώτηση: τι θέλω εγώ να κάνω. Αν έχεις καθαρή απάντηση σε αυτό, όλα τα υπόλοιπα βρίσκουν τον δρόμο τους.

– Πάμε λίγο στις προοπτικές. Είναι εφικτό να έχεις διεθνείς πελάτες δουλεύοντας από την Ελλάδα; Πώς γίνεται αυτό;

– Η πλειονότητα των πελατών μας σήμερα είναι πράγματι διεθνείς – είτε πρόκειται για εταιρείες και ιδιώτες του εξωτερικού, είτε για Έλληνες που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά εκτός Ελλάδας και επενδύουν εδώ.

Βλέπουμε πως τα διεθνή γραφεία ή οι επενδυτές αναζητούν από τα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία έναν συνδυασμό ικανοτήτων: τόσο τις αρετές του design architect – του αρχιτέκτονα που δίνει το αρχικό όραμα – όσο και εκείνες του executive architect, που φροντίζει να είναι το έργο εναρμονισμένο με το νομικό και τεχνικό πλαίσιο της κάθε χώρας.

Η λογική του «ένας σχεδιάζει και ο άλλος εκτελεί» δεν είναι πλέον αρκετή. Οι διεθνείς πελάτες ζητούν πληρότητα, επαγγελματισμό και ευελιξία ανάλογη με τα γραφεία του εξωτερικού. Όσο ένα ελληνικό γραφείο – ανεξαρτήτως μεγέθους – μπορεί να ανταποκριθεί, τόσο θα ανοίγονται τέτοιες συνεργασίες. Και φυσικά, βοηθάει και το word of mouth.

– Τι δουλεύετε αυτή τη στιγμή και πώς βλέπεις την «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία;

– Πριν την πανδημία, στις αρχές του 2020, είχαμε μια εντυπωσιακή άνοδο και προσπαθούσαμε να προλάβουμε τα έργα με ποιότητα και συνέπεια. Με την πανδημία, υπήρξε ένα απότομο φρένο. Όμως, σήμερα είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος.

Στον ξενοδοχειακό τομέα, που μας απασχολεί έντονα, υπάρχει ανησυχία για το πώς πρέπει να σχεδιάζουμε στη μετά-Covid εποχή. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν έχουμε ξεκάθαρες απαντήσεις – δεν θα αλλάξουν όλα δραστικά, αλλά πιθανόν να υιοθετηθούν ενδιάμεσα μέτρα.

Η κρίση αυτή, ωστόσο, δεν έχει συστημικά αίτια εσωτερικά – δεν είναι, δηλαδή, ελληνικής προέλευσης. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι θα επανέλθουμε σύντομα σε ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους της προηγούμενης περιόδου.

– Μακάρι, αυτό ευχόμαστε όλοι.

– Φυσικά.

– Σε ευχαριστούμε θερμά για την όμορφη συζήτηση και τη συμμετοχή σου.

– Βασίλη, εγώ σε ευχαριστώ για την πρόσκληση. Παρακολουθώ καιρό αυτή τη σειρά podcast και έχω ακούσει αρκετούς συναδέλφους. Πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετική πρωτοβουλία και εύχομαι να βοηθήσει πραγματικά όσους σκέφτονται σοβαρά το μέλλον τους στην αρχιτεκτονική.

– Καλό βράδυ, Γιώργο.

– Καλό βράδυ, Βασίλη. Να είσαι καλά.