Petras Architecture
Petras Tsampikos


Το 37ο επεισόδιο της καθημερινής σειράς Archisearch Talks, στο πλαίσιο του Archisearch Career Days, φιλοξενεί τον Τσαμπίκο Πετρά, ιδρυτή του αρχιτεκτονικού γραφείου Petras Architecture. Το γραφείο, με έδρα την Αθήνα, ιδρύθηκε το 2013 και έχει διακριθεί σε περισσότερους από 20 εθνικούς και διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Το έργο του κινείται στον διάλογο ανάμεσα σε σύγχρονες τεχνολογίες και παραδοσιακές τεχνικές, με στόχο τη δημιουργία χώρων εμπειρίας και νοήματος.
Ο Τσαμπίκος Πετράς γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου από το πρόγραμμα «Σχεδιασμός–Χώρος–Πολιτισμός» του ίδιου ιδρύματος. Ερευνά τη σχέση των αισθήσεων με την αντίληψη του χώρου σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ διδάσκει Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε σημαντικές εκθέσεις και biennale, όπως στο Μουσείο Μπενάκη και στη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής του Buenos Aires. Έχει τιμηθεί με τη διάκριση Europe’s Emerging Architect 40 under 40 από το European Centre for Architecture και με βραβείο αρχιτεκτονικής από το The Chicago Athenaeum.
— Τσαμπίκο, καλώς ήρθες στο Archisearch Talks. Σε ευχαριστούμε που είσαι μαζί μας.
— Καλησπέρα Βασίλη, εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και να σας συγχαρώ για την εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία. Παρακολουθώ ανελλιπώς τα Archisearch Talks – θεωρώ ότι είναι χρήσιμα όχι μόνο για τους νέους αρχιτέκτονες, αλλά και για εμάς τους επαγγελματίες. Είναι πολύ ενδιαφέρον να μαθαίνεις περισσότερα για τα γραφεία που ήδη γνωρίζεις και να βλέπεις τους ανθρώπους πίσω από τα έργα, τις σκέψεις και τα ενδιαφέροντά τους. Μπράβο για την προσπάθεια.
— Με τι ασχολείστε αυτή την περίοδο στο γραφείο σας;
— Αυτή τη στιγμή, η ομάδα μας στην Αθήνα εργάζεται πάνω σε μελέτες έργων που προέκυψαν από πρόσφατους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ελπίζουμε σύντομα να δούμε κάποια από αυτά να υλοποιούνται. Παράλληλα, δουλεύουμε και σε ιδιωτικά projects. Μεταξύ αυτών, σχεδιάζουμε συγκροτήματα co-living, κυρίως στην Αθήνα, καθώς και σύνθετα κτίρια μεγαλύτερης κλίμακας με πολλαπλές χρήσεις – όπως γραφεία, εμπορικά καταστήματα και άλλες υποδομές.
— Ξεκινήσατε μέσα από αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Ποια είναι η σημασία τους και πώς σας βοήθησαν στην πορεία σας;
— Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί αποτέλεσαν το βασικό εφαλτήριο για το γραφείο μας. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική ευκαιρία, ιδιαίτερα για νέους αρχιτέκτονες, να δοκιμάσουν και να αναδείξουν τη δημιουργικότητά τους. Σου δίνουν τη δυνατότητα να προτείνεις κάτι χωρίς περιορισμούς – μια ιδέα καθαρά δική σου. Και σήμερα, με τα ψηφιακά μέσα, μπορείς να συμμετέχεις σε διαγωνισμούς σε όλο τον κόσμο, να παρατηρείς και να συνομιλείς έμμεσα με τις προσεγγίσεις άλλων αρχιτεκτόνων διεθνώς. Αυτό το εύρος και η ανταλλαγή είναι, για μένα, συγκλονιστικά ενδιαφέροντα.
— Υπάρχει κάποιο έργο ή διάκριση που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;
— Όλα μας τα έργα έχουν ιδιαίτερη σημασία για εμάς, τα προσεγγίζουμε με την ίδια αφοσίωση. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα, αυτό θα ήταν το Science City στο Κάιρο – ένας διεθνής διαγωνισμός για μια πόλη επιστημών περίπου 200.000 τ.μ., με εκατοντάδες συμμετοχές απ’ όλο τον κόσμο. Κατακτήσαμε την 5η θέση και λάβαμε έπαινο. Για εμάς, ήταν μια εξαιρετικά δημιουργική στιγμή. Στη short list υπήρχαν κορυφαία γραφεία, όπως το Zaha Hadid Architects. Ήταν ένα έργο που μας έδωσε μεγάλη δύναμη και αυτοπεποίθηση για τη συνέχεια.
— Πώς ξεκινάει ένας νέος αρχιτέκτονας το προσωπικό του γραφείο και τι είναι αυτό που κάνει το δικό σας να ξεχωρίζει;
**— Η εκκίνηση είναι δύσκολη. Απαιτεί πολλή επιμονή, ευθύνη και – ας το πούμε και αυτό – γερό στομάχι. Είχα την τύχη να ξεκινήσω έχοντας ήδη κάποιες διακρίσεις από διαγωνισμούς, πράγμα που μου έδωσε το απαραίτητο κεφάλαιο και αυτοπεποίθηση. Από εκεί και πέρα, είναι θέμα οργάνωσης. Πρέπει να στήσεις μια λειτουργική ομάδα με ξεκάθαρους τρόπους επικοινωνίας, να δομήσεις ένα αποτελεσματικό σύστημα δουλειάς.
Αυτό που κάνει, πιστεύω, ένα γραφείο να ξεχωρίζει είναι η ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργικότητα και την αποτελεσματικότητα. Η αγορά απαιτεί και τα δύο. Δεν αρκεί να έχεις καλές ιδέες – πρέπει να μπορείς και να τις υλοποιήσεις. Να λύνεις προβλήματα με φαντασία, να δίνεις λύσεις που δεν είναι μόνο σωστές αλλά και εμπνευσμένες. Και βέβαια, όλα αυτά να αποτυπώνονται σε χώρους που παράγουν εμπειρίες και έχουν αισθητική αξία.
Καθώς περνούν τα χρόνια, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο τη σημασία του κανονιστικού πλαισίου. Όταν ξεκινάς, σου φαίνεται περιοριστικό – στην πορεία, όμως, καταλαβαίνεις πως είναι μέρος του “παιχνιδιού”. Η αρχιτεκτονική είναι μέσα στην πραγματικότητα, όχι έξω από αυτήν.
Θα φέρω ένα φαινομενικά άσχετο παράδειγμα. Πρόσφατα ξαναείδα το ντοκιμαντέρ The Last Dance για τον Michael Jordan. Ο Jordan έγινε αυτό που είναι παίζοντας μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού – όχι έξω από αυτούς. Με ταλέντο, επιμονή, σκληρή δουλειά και στρατηγική, κατάφερε να τους υπερβεί, να τους ξεπεράσει με δημιουργικότητα. Το ίδιο ισχύει και στην αρχιτεκτονική. Οι “κανόνες” δεν είναι εμπόδιο – είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο χτίζεις κάτι πραγματικά δικό σου.**
– Μου αρέσει που κάνεις μια αναλογία με το μπάσκετ. Πώς επιλέγεις τα μέλη της ομάδας σου και πόσο καθοριστικός είναι αυτός ο παράγοντας για την πορεία του γραφείου;
Η επιλογή των συνεργατών γίνεται με μεγάλη προσοχή. Πιστεύω βαθιά ότι πίσω από κάθε αρχιτεκτονικό γραφείο –πέρα από τα κτίρια, τις εγκαταστάσεις και την τεχνογνωσία– υπάρχουν οι άνθρωποι. Είναι οι προσωπικότητες που απαρτίζουν μια ομάδα εκείνες που διαμορφώνουν την επιτυχία της. Αν έχουμε πετύχει κάποια πράγματα ως γραφείο, αν έχουμε κερδίσει διαγωνισμούς ή έχουμε παρουσιάσει αξιόλογες προτάσεις, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην επιλογή των συνεργατών μας.
Δεν είναι μόνο θέμα δημιουργικότητας ή αφοσίωσης – που είναι δεδομένες. Είναι και ζήτημα χαρακτήρα, ποιότητας, συνεργασίας. Κάθε μέλος παίζει καθοριστικό ρόλο στην αλυσίδα της παραγωγής και της δημιουργίας. Αυτός είναι ο λόγος που επιλέγω με τόση φροντίδα την ομάδα μου.
– Πες μας λίγα λόγια για τη διαδικασία σχεδιασμού στο γραφείο και για τις κλίμακες έργων που σε ενδιαφέρουν περισσότερο.
Η σχεδιαστική διαδικασία στο γραφείο μας είναι συλλογική. Δημιουργούμε ένα περιβάλλον στο οποίο όλοι συμμετέχουν ενεργά – σαν μια «δεξαμενή» ιδεών όπου κάθε μέλος έχει χώρο να εκφραστεί, να προβληματιστεί, να προτείνει. Αφού καταλήξουμε από κοινού στην κεντρική ιδέα ενός έργου, γίνεται επιμερισμός της εργασίας. Ο καθένας αναλαμβάνει ένα κομμάτι της έρευνας ή του σχεδιασμού και επανερχόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα για να παρουσιάσουμε την πρόοδο, να αναθεωρήσουμε ή να επιβεβαιώσουμε τις κατευθύνσεις και να ξαναμοιράσουμε τα επόμενα βήματα.
Μέσα από αυτή την κυκλική διαδικασία, επιδιώκω κάθε μέλος να έχει συνολική αντίληψη του έργου, ενώ παράλληλα να δίνει τον δικό του «τόνο» στο κομμάτι στο οποίο εξειδικεύεται.
Όσο για τις κλίμακες, με ενδιαφέρουν όλες – η κάθε μία έχει τη δική της πρόκληση. Όμως, αισθάνομαι μια ιδιαίτερη έλξη προς τα έργα μεγάλης κλίμακας. Είναι πιο σύνθετα, συχνά απαιτούν να διαχειριστούμε δύσκολα κτιριολογικά ζητήματα, θέματα προσβασιμότητας, συνδυασμούς διαφορετικών χρήσεων. Εκεί η αδρεναλίνη ανεβαίνει, νιώθω ότι δοκιμάζομαι περισσότερο και το απολαμβάνω.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα μικρής κλίμακας είναι λιγότερο απαιτητικά – κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της. Όμως η πολυπλοκότητα και ο σχεδιαστικός «όγκος» των μεγαλύτερων έργων με γοητεύουν ιδιαίτερα.
– Δηλαδή, επιλέγεις τα δύσκολα. Θεωρείς ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει επαρκής δημόσιος διάλογος γύρω από την αρχιτεκτονική; Έχουμε κουλτούρα διαλόγου ή περισσότερο αντιπαράθεσης;
Δυστυχώς, νομίζω ότι δεν υπάρχει επαρκής και υγιής δημόσιος διάλογος για την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα – και αυτό με θλίβει. Υπάρχει συχνά μια ένταση στον τρόπο που σχολιάζουμε τη δουλειά των άλλων. Αντί να συζητάμε με διάθεση κατανόησης και ανταλλαγής απόψεων, υιοθετούμε συχνά μια στάση κριτικής που ακουμπά τα όρια της αντιπαράθεσης.
Αυτό που μας λείπει είναι μια παιδεία δημόσιου λόγου – το να μπορούμε να μιλήσουμε για ένα έργο που δεν είναι δικό μας, να το προσεγγίσουμε με σεβασμό και κριτική σκέψη, όχι με ανταγωνισμό.
Η καλοπροαίρετη κριτική βοηθάει όλους μας να εξελιχθούμε. Κανείς δεν είναι τέλειος – όλοι μαθαίνουμε. Και νομίζω ότι αυτός ο διάλογος δεν αφορά μόνο την κοινότητα των αρχιτεκτόνων· αφορά και το ευρύ κοινό. Η αρχιτεκτονική μάς επηρεάζει όλους – και τα ιδιωτικά κτίρια συμμετέχουν στο δημόσιο χώρο.
Αν καταφέρουμε να καλλιεργήσουμε αυτόν τον διάλογο, θα κερδίσουμε όλοι: οι επαγγελματίες, οι πολίτες, και τελικά το ίδιο το δομημένο περιβάλλον.
– Πολύ εύστοχο αυτό που λες. Από τη δική μας πλευρά –και μέσα από δράσεις όπως το Archisearch και τα portfolio reviews– προσπαθούμε να ανοίξουμε τη συζήτηση. Με αφορμή λοιπόν αυτά τα reviews, τι παρατηρείς στα portfolios που λαμβάνεις όταν βγάζεις μια αγγελία;
Αυτό που παρατηρώ είναι ότι οι περισσότεροι νέοι αρχιτέκτονες θέλουν να παρουσιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα έργα – και αυτό είναι κατανοητό. Όμως, προσωπικά, προτιμώ να δω μόνο ένα ή δύο έργα στο portfolio. Δεν με ενδιαφέρει η ποσότητα, αλλά η ποιότητα.
Αρκεί αυτά τα λίγα έργα να είναι ολοκληρωμένα, να αφηγούνται μια καθαρή, συγκροτημένη ιδέα, να είναι καλοσχεδιασμένα, με visuals που αναδεικνύουν τη σύλληψη και τις αρετές τους.
Θέλω να δω ότι κάποιος έχει δώσει χρόνο, έχει επενδύσει σκέψη και αγάπη στη δουλειά του. Θέλω να καταλαβαίνω την ενέργεια που έχει αφιερώσει, τις ικανότητες του στο σχεδιασμό, στην οργάνωση της σκέψης, στην παρουσίαση.
Ένα ποιοτικό portfolio δεν χρειάζεται να εντυπωσιάζει με όγκο – χρειάζεται να επικοινωνεί ουσιαστικά. Αυτό για μένα είναι αρκετό.
– Σου έχει τύχει ποτέ να ενθουσιαστείς με ένα πορτφόλιο και να απογοητευτείς στη συνέντευξη;
Φυσικά. Και γι’ αυτό ακριβώς θεωρώ τόσο σημαντική τη συνέντευξη – είναι η ευκαιρία να υπάρξει μια προσωπική επαφή, να δεις τον άνθρωπο πίσω από το έργο. Να καταλάβεις από κοντά τον ενθουσιασμό του, τη δυναμική του, την πρόθεσή του να μάθει.
Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: έχω δει portfolios που δεν περιλαμβάνουν κάποιο ιδιαίτερα εντυπωσιακό project, αλλά όταν γνωρίζω το άτομο, διακρίνω αμέσως μια ενέργεια, ένα πάθος που περνάει.
Εμένα αυτό το πάθος με ενδιαφέρει πάρα πολύ – θέλω να «γυαλίζει το μάτι» του άλλου, να έχει όρεξη, να θέλει να εξελιχθεί, να φέρει ενέργεια στην ομάδα. Αυτή την ίδια ενέργεια προσπαθώ κι εγώ να μεταδώσω καθημερινά στους συνεργάτες μου, για να διατηρείται η δημιουργικότητα και η εγρήγορση.
Η δουλειά μας είναι σύνθετη και απαιτητική, χρειάζεται διαρκή τροφοδότηση. Γι’ αυτό και τέτοιες προσωπικότητες είναι απαραίτητες στην ομάδα μας.
– Πόσο απαραίτητη θεωρείς την εξοικείωση με προγράμματα φωτορεαλιστικής απεικόνισης, όπως το V-Ray, σε σχέση με τα late post drawings; Είναι καθοριστικά για την εύρεση εργασίας και πόσο σημαντικά είναι γενικά στην αρχιτεκτονική πράξη;
Πρόκειται πράγματι για ένα ερώτημα που απασχολεί πολλούς νέους συναδέλφους. Συχνά με ρωτούν: «Πόσα προγράμματα πρέπει να ξέρω; Ποια να μάθω;» Η απάντηση είναι ότι ναι, θεωρώ σημαντικό να γνωρίζουμε αυτά τα εργαλεία. Όχι επειδή είναι εντυπωσιακά οπτικά, αλλά γιατί μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον χώρο.
Δεν τα βλέπω ως μέσα τελικής απεικόνισης, αλλά ως εργαλεία σκέψης και σχεδιασμού. Όταν κάνεις μια φωτορεαλιστική εικόνα, δεν το κάνεις απλώς για να δεις πώς θα φαίνεται. Το κάνεις για να καταλάβεις εσύ ο ίδιος τον χώρο, τις ποιότητές του, τον φωτισμό του, τη συμπεριφορά των υλικών.
Και δεν είναι μόνο αυτά. Έχουμε πια στη διάθεσή μας πληθώρα μέσων: από σχέδιο και μακέτες, μέχρι video walkthroughs. Κάθε μέσο προσομοιώνει με τον δικό του τρόπο την εμπειρία του χώρου – και όλα μαζί συνθέτουν ένα ολόκληρο οπλοστάσιο για τον αρχιτέκτονα.
Προσωπικά είμαι fan της τεχνολογίας. Κάθε μέρα δοκιμάζω κάτι καινούργιο. Μου αρέσει, με βοηθά να καταλάβω πιο βαθιά τον χώρο και να κινητοποιώ τη δημιουργικότητά μου. Δεν δουλεύω μόνο ένα εργαλείο – δουλεύω όσο περισσότερα μπορώ, έστω και λίγο.
Η πρόσβαση στη γνώση είναι πια απεριόριστη, μέσω tutorials, μαθημάτων, forums. Και εδώ θέλω να πω κάτι ακόμη, που θεωρώ εξίσου απαραίτητο: να παραμένουμε ανοιχτοί στη μάθηση. Η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς – δεν μπορούμε να μένουμε στάσιμοι. Η συνεχής μάθηση είναι οργανικό κομμάτι της δουλειάς μας.
Και κάτι που είπες, Βασίλη, είναι πολύ εύστοχο: “learn to unlearn”. Να μάθεις να ξεμάθεις, να αποδομήσεις τις παλιές σου βεβαιότητες όταν χρειάζεται, για να προχωρήσεις.
– Πολύ σωστό. Και πάμε στην τελευταία μας ερώτηση: Ένας νέος αρχιτέκτονας ρωτά πώς μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην «ουτοπία» του πανεπιστημίου και την πραγματικότητα της αγοράς, ώστε να ασκήσει αρχιτεκτονική χωρίς εκπτώσεις.
Πολύ ουσιαστικό ερώτημα – και δύσκολο ταυτόχρονα. Θα έλεγα ότι χρειάζεται προσπάθεια σε πολλά επίπεδα.
Κατ’ αρχάς, δεν πιστεύω ότι το πανεπιστήμιο είναι κάτι που τελειώνει με το πτυχίο. Αντίθετα, μας δίνει μεθόδους σκέψης, τρόπους ανάλυσης, εργαλεία για να συνεχίσουμε να μαθαίνουμε, να εμβαθύνουμε, να εξελισσόμαστε.
Οπότε, το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει χάσμα. Το ζήτημα είναι πώς διατηρούμε ενεργή τη σύνδεσή μας με τη θεωρία, παράλληλα με την πράξη. Να μη χάνουμε την επαφή με τη σκέψη, τις διαλέξεις, την ιστορία της αρχιτεκτονικής, τα παραδείγματα άλλων αρχιτεκτόνων. Και ταυτόχρονα, να κοιτάμε την πραγματικότητα κατάματα: το χτισμένο περιβάλλον, τις ανάγκες, τις ευθύνες.
Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Αντιθέτως, χρειάζεται ταυτόχρονη προσπάθεια και στους δύο κόσμους – και η ισορροπία αυτή μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Το έχουμε δει να συμβαίνει, το έχουμε κάνει.
Άρα, πώς γεφυρώνεται αυτό το χάσμα; Με πολλή προσωπική προσπάθεια και διαρκή εγρήγορση απέναντι και στη θεωρία και στην πράξη. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι εφικτό.
– Τσαμπίκο, σε ευχαριστούμε πολύ για τη συμμετοχή και την ουσιαστική κουβέντα.
Κι εγώ σας ευχαριστώ, Βασίλη. Και θέλω πραγματικά να σε ενθαρρύνω να συνεχίσεις την προσπάθεια που κάνεις – μέσα από το Archisearch, τα portfolio reviews και όλη αυτή τη δουλειά για να ανοίξει ο διάλογος στην αρχιτεκτονική κοινότητα. Δημιουργείς χώρο για συζήτηση, και αυτό είναι πολύτιμο.
– Να είσαι καλά, καλή συνέχεια!
Καλή συνέχεια και σε σένα.