MKV Design
Katsarou Vafiadi Maria


Καλωσορίσατε στο 42ο επεισόδιο της καθημερινής σειράς podcast Archisearch Talks, με θεματική «Συμβουλές για νέους αρχιτέκτονες», στα πλαίσια των Archisearch Career Days. Η αποψινή μας καλεσμένη έρχεται από το Λονδίνο και είναι η Μαρία Βαφειάδη, ιδρύτρια και ιδιοκτήτρια της MKV Design. Η εταιρεία της, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1999, έχει καθιερωθεί ως μία από τις πιο αναγνωρισμένες διεθνώς στον χώρο του interior design, με εξειδίκευση κυρίως σε ξενοδοχεία και πολυτελείς κατοικίες.
Η Μαρία σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μιλάνο και εργάστηκε αρχικά σε Αθήνα, Μιλάνο και Βιέννη, πριν μετακομίσει στο Λονδίνο, όπου επικεντρώθηκε στο interior design ξενοδοχείων. Προτού ιδρύσει τη δική της εταιρεία, διετέλεσε διευθύντρια σε μεγάλη διεθνή εταιρεία interior design. Η MKV Design έχει υπογράψει πολυάριθμες εντυπωσιακές παρεμβάσεις και ριζικές ανακαινίσεις σε σημαντικά ξενοδοχεία και resorts σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχοντας αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία.
Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα της εταιρείας συγκαταλέγονται το Costa Navarino, το Grand Resort στο Λαγονήσι, το Bürgenstock Resort & Spa στην Ελβετία, το Royal Hideaway Corales στην Τενερίφη, το Grand Hyatt Hotel & Residences στο Άμπου Ντάμπι, το Sheraton Grand London, τα Athens Capital Gallery, Grand Hyatt Athens και Electra Metropolis στην Αθήνα, το Μακεδονία Palace στη Θεσσαλονίκη και το Mykonos Riviera στη Μύκονο.
Μαρία, καλησπέρα και σε ευχαριστώ πολύ που είσαι μαζί μας.
Μαρία:
Καλησπέρα Βασίλη, σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι εδώ και στέλνω χαιρετισμούς από το… βροχερό Λονδίνο.
– Πώς είναι τα πράγματα εκεί αυτή την περίοδο με την πανδημία; Συνεχίζετε να δουλεύετε απομακρυσμένα;
Μαρία:
Ναι, συνεχίζουμε να δουλεύουμε από το σπίτι, το γραφείο ακόμα δεν έχει ανοίξει και, όπως φαίνεται, θα παραμείνουμε κλειστοί για τουλάχιστον έναν ακόμη μήνα. Η κατάσταση στην Αγγλία είναι αρκετά δύσκολη. Δεν τη διαχειριστήκαμε τόσο καλά όσο εσείς στην Ελλάδα.
–Κάτι στο οποίο τα πήγαμε καλύτερα, λοιπόν.
Μαρία:
Πολύ καλύτερα, ναι. Φυσικά, μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικές χώρες, με διαφορετικό κλίμα και προβλήματα.
–Καλή δύναμη λοιπόν και ας ξεκινήσουμε. Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την αρχιτεκτονική; Και τι σε οδήγησε να επικεντρωθείς στο interior design ξενοδοχείων;
Μαρία:
Η απόφαση να σπουδάσω αρχιτεκτονική ήρθε γύρω στα 15 μου. Πολλά χρόνια δίσταζα ανάμεσα στην ιατρική και την αρχιτεκτονική — ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς πώς συνδέονται αυτά τα δύο! Τελικά, όμως, γύρω στα 15 κατάλαβα ότι η αρχιτεκτονική ήταν το πραγματικό μου πάθος.
Δεν πέτυχα όμως να περάσω στο ΕΜΠ στην Αθήνα, κάτι που ίσως τελικά στάθηκε ευεργετικό για την πορεία μου.
–Κάθε εμπόδιο για καλό, όπως λέμε.
Μαρία:
Ακριβώς. Πολλές φορές οι πρώτες αποτυχίες μας αποθαρρύνουν, όμως είναι σημαντικό να τις ξεπερνάμε. Έτσι, στα 17 μου έφυγα για το Μιλάνο και σπούδασα αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Εκεί ήμουν πλέον σίγουρη για την κλίση μου και τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν το δρόμο τους.
Ο χώρος των ξενοδοχείων με γοήτευε πάντα πολύ, ίσως επειδή αγαπώ τα ταξίδια και γιατί η ατμόσφαιρα και η «μαγεία» που αποπνέει ένας χώρος ξενοδοχείου με ενέπνεε ιδιαίτερα.
Μετά από κάποια χρόνια δουλειάς σε Αθήνα, Μιλάνο και Βιέννη, για οικογενειακούς λόγους μετακόμισα στο Λονδίνο. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτό που πραγματικά αγαπούσα: το interior design ξενοδοχείων.
Τη δουλειά την έμαθα κυριολεκτικά μέσα από την πράξη — τότε δεν υπήρχε εξειδικευμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση για interior design ξενοδοχείων. Δούλεψα εννιά χρόνια σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, και το 1999, όταν αισθάνθηκα έτοιμη, ίδρυσα τη δική μου εταιρεία, την MKV Design.
–Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στο εξωτερικό σε αυτόν τον τομέα, να ανοίξει μάλιστα το δικό του γραφείο interior design στο Λονδίνο, και να ανταγωνιστεί ισχυρά διεθνή γραφεία;
Μαρία:
Κοιτώντας πίσω, πολλές φορές νιώθω δέος και λέω «καλά, τρελή ήσουν;» που τόλμησες να πας. Αλλά μερικές φορές πρέπει να πάρεις αυτά τα ρίσκα.
Είναι σημαντικό να μετράς τους κινδύνους και να καταλαβαίνεις αν είσαι έτοιμος να κάνεις το επόμενο βήμα. Εγώ δεν πήγα τυχαία στο εξωτερικό ούτε άνοιξα την MKV Design μετά από έναν χρόνο. Το έκανα όταν ένιωσα πως είχα τα φόντα και τη δύναμη να το κάνω — ήταν ένα συνειδητό, μελετημένο ρίσκο.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Το να χτίσεις μια επιχείρηση είναι δύσκολο παντού, πόσο μάλλον στο εξωτερικό, σε ένα ανταγωνιστικό και απαιτητικό περιβάλλον όπως το Λονδίνο.
Όμως, αν είσαι καλός στη δουλειά σου, αν καινοτομείς και προσαρμόζεσαι συνεχώς στο νέο επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον, θα πετύχεις.
Παράλληλα, το ελληνικό μου DNA παραμένει πάντα ζωντανό. Παρότι έχω ζήσει και δουλέψει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, είμαι πάντα Ελληνίδα.
Πιστεύω πως εμείς οι Έλληνες είμαστε πολύ εργατικοί αλλά έχουμε και κάτι παραπάνω — μια ικανότητα να μη «κολλάμε» στα προβλήματα, αλλά να βρίσκουμε λύσεις και να παρακάμπτουμε τα εμπόδια. Αυτό το στοιχείο έχει βοηθήσει όχι μόνο εμένα, αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες επιχειρηματίες στο εξωτερικό.
–Πολύ ωραία. Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, όπως λένε, έτσι δεν είναι;
Μαρία:
Σίγουρα. Επιπλέον, το Λονδίνο είναι μια πόλη με πολύ μεγάλη πολυπολιτισμικότητα, κάτι που βοηθάει όσους θέλουν να δημιουργήσουν και να εξελιχθούν.
Είναι μια χώρα και ένα περιβάλλον όπου, αν θέλεις να κάνεις κάτι, θα το κάνεις. Υπάρχει στήριξη από το κράτος και το επιχειρηματικό περιβάλλον, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και βοήθεια και υποστήριξη.
– Μίλησέ μας λίγο για τα πρώτα σου βήματα στον χώρο.
Τα πρώτα μου βήματα ήταν ουσιαστικά καθοριστικά, γιατί πριν ασχοληθώ με τη δική μου εταιρεία, δούλεψα εννιά χρόνια σε μια πολυεθνική εταιρεία στον χώρο των ξενοδοχείων. Αυτό μου έδωσε πολύτιμη εμπειρία, καθώς γνώρισα τον κλάδο σε διεθνές επίπεδο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Με αυτό το υπόβαθρο, ξεκίνησα τα πρώτα μου δείγματα εργασίας ως Μαρία Βαφειάδη, με διαφορετική προσέγγιση και με πολλές γνώσεις.
Είχα επίσης την τύχη να σπουδάσω στην Ιταλία, που μου έδωσε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η ιταλική αισθητική, η προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και το design είναι κάτι που φέρουν οι Ιταλοί σαν έμφυτο στοιχείο και αυτό με βοήθησε ιδιαίτερα. Παράλληλα, η εμπειρία μου σε διάφορες κεντροευρωπαϊκές χώρες, με διαφορετικές κουλτούρες και ιστορίες, ήταν ένα επιπλέον «βαλίτσα» γνώσης που με βοηθάει καθημερινά στη δουλειά μου.
Όταν αποφάσισα να ανοίξω τη δική μου εταιρεία, ξεκίνησα με δύο μόνο βοηθούς, σχεδόν από το μηδέν. Η σταθερή και ποιοτική δουλειά, καθώς και η συνέπεια και η αξιοπιστία μας ως συνεργάτες, ήταν αυτά που τελικά δημιούργησαν το όνομα της εταιρείας μας. Η καλή φήμη μας έφερε σταδιακά νέα έργα, και με αυτόν τον τρόπο συνεχίζουμε.
– Ποιοι ήταν οι πιο σημαντικοί σταθμοί της σταδιοδρομίας σου;
Όλα τα έργα που έχω αναλάβει ήταν σημαντικά για μένα, δεν θα ξεχώριζα κάποιο απλώς λόγω μεγέθους ή προβολής. Ωστόσο, υπάρχουν δύο που ξεχωρίζουν για την ιδιαιτερότητά τους, καθώς δεν είναι απλά ξενοδοχεία, αλλά προορισμοί από μόνοι τους.
Το πρώτο είναι η Costa Navarino, γνωστή όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, και το δεύτερο το Burgenstock Resort στην Ελβετία, που ολοκληρώσαμε πριν από δύο χρόνια. Και τα δύο έργα χαρακτηρίζονται από το ότι σχεδιάστηκαν από το μηδέν, δημιουργώντας εντελώς νέους προορισμούς. Εργαστήκαμε για πολλά χρόνια σε στενή συνεργασία με τους ιδιοκτήτες, και αυτά τα έργα ήταν καθοριστικά για την εξέλιξη και την ταυτότητα του γραφείου μας.
– Ποιες είναι οι επιρροές σου στην αρχιτεκτονική και στο interior design; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σχολή ή πρότυπα που ακολουθείς;
Η βασική φιλοσοφία μας είναι ότι κάθε έργο πρέπει να είναι μοναδικό και να έχει τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα. Αποφεύγουμε τις επαναλήψεις και προσπαθούμε να δημιουργούμε χώρους με προσωπικότητα, που αντανακλούν το πολιτιστικό, ιστορικό και γεωγραφικό υπόβαθρο του χώρου στον οποίο δουλεύουμε.
Οι ιδρυτικές αξίες της εταιρείας μας ξεκινούν από το όραμα — δεν μπορεί να υπάρξει έργο χωρίς όραμα. Κάθε φορά προσπαθούμε να δουλέψουμε με τόλμη και πρωτοτυπία, έχοντας πάντα την επιθυμία να καινοτομούμε και να κάνουμε κάτι διαφορετικό.
Η διορατικότητα είναι το δεύτερο βασικό στοιχείο. Δουλεύουμε σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε τις τάσεις και τις ανάγκες των χώρων με μια ευρύτερη προοπτική. Δεν ακολουθούμε τυφλά τις τάσεις της μόδας — τις γνωρίζουμε και τις έχουμε στο μυαλό μας, αλλά επιδιώκουμε να δημιουργούμε τις δικές μας τάσεις μέσα από τη διορατικότητά μας.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι ο συνδυασμός του δημιουργικού με το εμπορικό κομμάτι. Δουλεύουμε κυρίως σε ξενοδοχεία, που είναι επιχειρήσεις και πρέπει να λειτουργούν και επιχειρηματικά. Ένα όμορφο έργο που δεν δουλεύει επιχειρηματικά δεν έχει νόημα. Σαφώς, δεν ισχυριζόμαστε πως μπορούμε μόνοι μας να κάνουν επιτυχημένο ένα ξενοδοχείο, αλλά ο σωστός σχεδιασμός είναι καθοριστικός για την επιχειρηματική του πορεία.
Η τέταρτη αξία είναι οι υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές — εκεί δεν κάνουμε κανέναν συμβιβασμό. Τέλος, η συνεργασιμότητα είναι εξίσου σημαντική. Ο σχεδιασμός ενός ξενοδοχείου είναι συλλογική εργασία, και η ικανότητα να συνεργαζόμαστε αρμονικά με πολλούς διαφορετικούς φορείς είναι απαραίτητη για το καλύτερο αποτέλεσμα.
– Θα έλεγες ότι το γραφείο έχει κάποιο προσωπικό ύφος ή κάποια ξεχωριστή υπογραφή;
Όχι, δεν έχουμε ένα σταθερό προσωπικό ύφος ή ξεχωριστή υπογραφή που να επαναλαμβάνεται σε κάθε έργο. Δεν είμαστε σχεδιαστές που επιβάλλουν το δικό τους στυλ σε κάθε δουλειά. Αντίθετα, προσπαθούμε να κατανοήσουμε ποιο στυλ ταιριάζει στο συγκεκριμένο έργο, ώστε να του δώσουμε την προσωπικότητα και την ταυτότητα που χρειάζεται. Κάθε έργο έχει το δικό του ξεχωριστό ύφος.
– Πόσο απαιτητικό είναι να δουλεύεις με Έλληνες αλλά και με διεθνείς πελάτες; Ποιες διαφορές ή δυσκολίες έχεις παρατηρήσει;
Θεωρώ ότι είναι λάθος να γενικεύουμε, γιατί υπάρχουν παντού καλοί και κακοί πελάτες, εύκολοι και δύσκολοι. Ωστόσο, μια διαφορά που έχω παρατηρήσει ανάμεσα στους Έλληνες ξενοδόχους και στους ξένους είναι ότι στην Ελλάδα συχνά έχουμε πελάτες με «πρόσωπο» — συνήθως πρόκειται για άτομα ή οικογένειες που έχουν προσωπική σχέση με το έργο.
Αντίθετα, στο εξωτερικό οι πελάτες τείνουν να είναι πιο απρόσωποι — μπορεί να είναι εταιρείες ή μεγάλοι οργανισμοί. Αυτό έχει τα πλεονεκτήματά του, γιατί είναι πιο ανοιχτοί και «open minded», αλλά από την άλλη τους λείπει συχνά το όραμα και το προσωπικό πάθος που μπορεί να έχει ένα άτομο ή μια οικογένεια.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση είναι να μεταφέρουμε εμείς το όραμά μας για το έργο και να φτάσουμε σε κοινό επίπεδο με τον πελάτη, ώστε να πιστέψουμε όλοι στο ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό είναι το ζητούμενο: να υπάρχει κοινή πεποίθηση ότι το έργο που δημιουργούμε είναι το σωστό και το καλύτερο δυνατό.
– Αρχιτέκτων και επιχειρηματίας, δύο εντελώς διαφορετικοί ρόλοι. Πώς τους συνδυάζετε;
– Είναι όντως δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Στη δική μου περίπτωση ίσως ήμουν τυχερή γιατί η εταιρεία μου, η MKV, λειτουργεί ήδη 21 χρόνια. Την πρώτη δεκαετία, ήμουν ταυτόχρονα αρχιτέκτων και επιχειρηματίας, κάτι που ήταν αρκετά δύσκολο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, είχα την τύχη να μπει και ο άντρας μου στην εταιρεία, οπότε πλέον δεν ασχολούμαι σχεδόν καθόλου με το επιχειρηματικό κομμάτι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και βοηθάει την επιχείρηση να λειτουργεί πιο υγιώς. Είναι πραγματικά δύσκολο να έχεις και το δημιουργικό και το οικονομικό σκέλος στα χέρια σου ταυτόχρονα – και, κακώς ή καλώς, πολλοί συνάδελφοι στον χώρο μας το κάνουν, αλλά είναι δύσκολο να τα ισορροπήσεις σωστά.
Όμως, εκεί που θα σταθώ είναι το εξής: μάλλον είμαι πολύ ρομαντική με τη δουλειά μου, και αυτό με έχει βοηθήσει αλλά και δημιουργήσει προκλήσεις. Δεν παίρνω τα έργα για να βγάλω χρήματα. Φυσικά, μια επιχείρηση πρέπει να βγάζει κέρδος για να επιβιώσει, όμως έχω αναλάβει –και το λέω χωρίς φόβο και πάθος– πολλά έργα από τα οποία δεν έχω βγάλει λεφτά. Μάλιστα, σε κάποια έχω μπει και μέσα οικονομικά, αλλά τα έκανα γιατί πίστεψα σε αυτά, γιατί μου έδωσαν κάτι άλλο σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Όποιος δουλεύει σε δημιουργικό χώρο καταλαβαίνει τι εννοώ. Είναι δύσκολο να ισορροπήσεις την οικονομία με το δημιουργικό πάθος. Όταν είσαι στο δημιουργικό, δεν θέλεις να σκεφτείς το οικονομικό, γιατί θέλεις να κάνεις το καλύτερο δυνατό. Όταν όμως αναλαμβάνεις το επιχειρηματικό κομμάτι, πρέπει κάποια στιγμή να βάλεις όρια — να πεις «φτάνει» και να μην ξοδεύεις ατελείωτες ώρες ή χρήματα σε ένα έργο. Αυτές οι ισορροπίες είναι οι μεγάλες προκλήσεις του επαγγέλματός μας. Ο καθένας προσπαθεί να τις διαχειριστεί ανάλογα με τις αξίες που έχει.
– Όπως λες, δεν είναι μόνο το χρήμα, αλλά και οι προκλήσεις, το ίδιο το έργο, ο πελάτης. Δεν μπορείς να δουλεύεις συνεχώς μόνο με οικονομικά κριτήρια, γιατί τότε η επιχείρηση «θα πέσει». Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για τη διαδικασία σχεδιασμού στο γραφείο σου; Πώς δουλεύετε όταν έρχεται ένα νέο έργο, πώς οργανώνονται οι ομάδες;
– Φυσικά. Κάθε φορά που αναλαμβάνουμε ένα νέο έργο, το πρώτο που θέλουμε είναι να δημιουργήσουμε χώρους με ξεχωριστή προσωπικότητα. Αυτό που έχουμε πάντα στο μυαλό μας είναι πώς θα αισθανθεί ο πελάτης που θα ζήσει μέσα στον χώρο — στην περίπτωση μας, σε ένα ξενοδοχείο — από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή.
Η αρχή του σχεδιαστικού μας process είναι η δημιουργία ενός αφηγήματος, ενός narrative. Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί πιστεύουμε πολύ στο experiential design. Δηλαδή, δεν φτιάχνουμε απλά όμορφους χώρους με αισθητικό ενδιαφέρον, αλλά θέλουμε να δημιουργήσουμε συγκεκριμένες εμπειρίες για τους επισκέπτες.
Μόλις βρούμε το narrative, όλα τα υπόλοιπα μπαίνουν στη θέση τους. Είναι σαν να βλέπεις ένα φως στο τέλος του τούνελ: βάζουμε το πρώτο τούβλο και μετά συνεχίζουμε να χτίζουμε πάνω σε αυτό. Η δημιουργική διαδικασία έχει συγκεκριμένα στάδια, δουλεύουμε οργανωμένα, κάνοντας παρουσιάσεις σε κομβικά σημεία: μετά την προμελέτη, την οριστική μελέτη και κατά την υλοποίηση του έργου.
Το narrative μεταφράζεται στο να διαμορφώσουμε το κατάλληλο περιβάλλον ώστε ο πελάτης να νιώθει όμορφα και να ζει τις εμπειρίες που θέλουμε να του προσφέρουμε. Αυτές τις εμπειρίες τις αντλούμε από πολλά στοιχεία: το πολιτιστικό και ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής, την τοπική κουλτούρα, αν υπήρχε παλιό κτίριο ή είναι κάτι ολοκαίνουργιο στη φύση, καθώς και από τις γενικότερες τάσεις στον χώρο του design.
Με αυτό τον τρόπο σχεδιάζουμε και αποτυπώνουμε στο χαρτί το experiential design που οραματιζόμαστε.
– Θα ήθελα να σε ρωτήσω: όταν έρχονται οι πελάτες, έχουν συνήθως ένα συγκεκριμένο concept ή το αναπτύσσετε μαζί; Ποιο είναι το πιο δύσκολο για σένα; Ένας πελάτης με πολύ συγκεκριμένο brief ή ένας που λέει «εμπιστεύομαι το γραφείο σου, έχουμε το οικόπεδο ή το ξενοδοχείο, πες εσύ τι κάνουμε»;
– Συμβαίνουν και τα δύο. Κάποιες φορές ο πελάτης έχει ήδη ένα όραμα, μπορεί να έχει ακόμα και το narrative, ή να υπάρχει branding που να καθοδηγεί το έργο. Αυτό μπορεί να είναι ολοκληρωμένο ή και ημιτελές, μία πρώτη ιδέα. Άλλες φορές δεν υπάρχει τίποτα και ο πελάτης ψάχνεται και ζητά τη γνώμη μας.
Για μένα, το πιο απαιτητικό είναι το δεύτερο: όταν δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα. Δεν σημαίνει ότι δεν το προτιμώ ή ότι το αποφεύγω, γιατί αυτή τη διαδικασία την κάνουμε ούτως ή άλλως. Εάν κάποιος έχει ένα ξενοδοχείο ή ένα οικόπεδο και δεν ξέρει τι θέλει να κάνει, εμείς θα τον καθοδηγήσουμε, θα δούμε την περιοχή, την ιστορία, τη φύση, θα κάνουμε μια ολοκληρωμένη διερεύνηση.
Προτιμώ το challenge του να ξεκινάς από το μηδέν, να δημιουργείς μαζί το όραμα, παρά το να έχεις κάτι έτοιμο και να λες απλώς «τώρα θα υλοποιήσουμε το “ό,τι θέλω”». Για μένα, το «ό,τι θέλω» δεν υπάρχει εξαρχής, πρέπει να το ανακαλύψεις, να το διαμορφώσεις, να το κάνεις έργο και μετά να πεις «αυτό είναι». Βάσει αυτού σχεδιάζουμε.
– Υπάρχει κάποιο project που θα ήθελες πολύ να σχεδιάσεις και δεν σου έχει τύχει ακόμα; Κάτι που να ονειρεύεσαι ή να φαντάζεσαι αλλά δεν έχει έρθει ως ευκαιρία;
Παλαιότερα, ναι, είχα συγκεκριμένες επιθυμίες και όνειρα για projects που ήθελα να αναλάβω. Σήμερα, όμως, μετά το lockdown, νοιώθω πως βρίσκομαι σε μια φάση μεγάλης αναζήτησης. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ή επιθυμία για κάτι που θα ήθελα οπωσδήποτε να κάνω. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει γιατί όλοι μας προσπαθούμε να βρούμε έναν νέο δρόμο, ένα νέο όραμα, μια νέα κατεύθυνση. Οπότε, αυτή τη στιγμή, δεν έχω κάτι που να επιθυμώ ιδιαίτερα ή να με εμπνέει έντονα.
– Ποιες προκλήσεις έφερε ο κορονοϊός στο επάγγελμά σου και στη λειτουργία του γραφείου; Πώς βλέπεις, γενικότερα, την επόμενη μέρα για τον χώρο του τουρισμού; Τι σκέψεις έχεις για το μέλλον;
Πιστεύω πως η διαδικασία αυτή είχε ήδη ξεκινήσει πριν το lockdown. Το ίδιο το lockdown, αν και ήταν κάτι συγκεκριμένο και αναπάντεχο, είναι κάτι που θα ξεπεράσουμε – μπορεί να μην το πιστεύουμε τώρα, αλλά θα περάσει. Θα το ξεπεράσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Νομίζω ότι αυτή η περίοδος θα μας κάνει να είμαστε λίγο καλύτεροι με τον εαυτό μας, πιο συνειδητοί. Πριν το lockdown, είχαμε φτάσει σε μια φάση υπερβολής και υπερπροσφοράς – υπήρχε τόση αφθονία σε όλα, που τίποτα δεν μας ικανοποιούσε πραγματικά. Αυτή είναι η δική μου αίσθηση, ειδικά για τον ξενοδοχειακό χώρο. Υπήρχαν πάρα πολλά ξενοδοχεία με μεγάλη διαφοροποίηση, και είχε αρχίσει να φαίνεται μια στροφή προς έναν πιο «μεταμορφωτικό» τουρισμό (transformational tourism). Δηλαδή, δεν πάμε πλέον απλά για να περάσουμε καλά ή να χαλαρώσουμε, αλλά για να πάρουμε κάτι ουσιαστικό, σε προσωπικό επίπεδο. Υπήρχαν ήδη ξενοδοχεία που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν εμπειρίες που βελτιώνουν τον άνθρωπο, τον εξελίσσουν.
Πιστεύω ότι η βασική ανάγκη πλέον είναι να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να εξελιχθεί σε ανθρώπινο επίπεδο. Και ίσως, λόγω κορονοϊού, αυτή η υπαρξιακή αναζήτηση θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και δυναμική. Μπορεί μετά το τέλος του lockdown, αν επιστρέψουμε στις παλιές συνήθειες, να αναθεωρήσω, αλλά τώρα έχω την αίσθηση ότι ο κορονοϊός μας έκανε να κοιτάξουμε περισσότερο μέσα μας.
Σε ό,τι αφορά το γραφείο μας, συνέβη κάτι που δεν περίμενα ποτέ: καταφέραμε να δουλεύουμε εξ ολοκλήρου από το σπίτι, απομακρυσμένα, και να λειτουργούμε το ίδιο αποτελεσματικά. Αυτό το μοντέλο δουλειάς πιθανόν θα συνεχιστεί για μήνες ακόμα, και ίσως στο μέλλον να επιλέγουμε πότε θα δουλεύουμε στο γραφείο και πότε από το σπίτι. Πιστεύω ότι μπορεί να μας δώσει καλύτερη ποιότητα ζωής και εργασίας.
Όσον αφορά τον ξενοδοχειακό χώρο, επικρατεί μεγάλη αναμπουμπούλα. Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν πώς θα είναι η επόμενη μέρα και πώς θα αλλάξει ο σχεδιασμός των ξενοδοχείων. Πιστεύω ότι, πέρα από το υπαρξιακό στοιχείο που ανέφερα, θα επικεντρωθούμε σε δύο βασικά σημεία που πάντα θεωρούσα σημαντικά, ειδικά στον τομέα της πολυτελούς φιλοξενίας που ασχολούμαστε: τον χώρο και τον χρόνο.
Η πολυτέλεια για μένα είναι ο χώρος και ο χρόνος. Τώρα όλοι βλέπουμε πόσο σημαντικός είναι ο χώρος – το να έχεις άπλετο και ποιοτικό χώρο. Και ακόμη πιο σημαντικός είναι ο χρόνος μας. Η ζωή μας είναι περιορισμένη και πολύτιμη. Όταν επισκέπτομαι ένα ξενοδοχείο, θέλω να νιώσω ότι δεν έχασα το χρόνο μου, να πάρω ουσιαστικές εμπειρίες και αναμνήσεις.
– Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες. Πριν περάσουμε στις συμβουλές προς τους νέους σχεδιαστές και αρχιτέκτονες, θα ήθελα να σε ρωτήσω: Πιστεύεις ότι ο Έλληνας ξενοδόχος έχει καταλάβει πλέον τη σημασία του experiential design, της αφήγησης και της επιλογής ενός καταξιωμένου αρχιτέκτονα και interior designer, που θα δώσουν υπεραξία στο προϊόν του; Έχουν ωριμάσει οι Έλληνες ξενοδόχοι σήμερα;
Ναι, έχει αλλάξει πάρα πολύ η κατάσταση. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η είσοδος μιας νέας γενιάς ξενοδόχων, οι οποίοι είναι πιο μορφωμένοι, αρκετοί έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό και φέρνουν νέες ιδέες και προσεγγίσεις. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο – είναι υγιής και ανεβάζει τον πήχη της ποιότητας σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, μια νέα γενιά επαγγελματιών, καλά καταρτισμένων και σωστών επαγγελματιών, έχει μπει στο χώρο και βοηθά να αλλάξει ο συνολικός χάρτης του τουρισμού και της φιλοξενίας. Συνολικά, η ωριμότητα στον κλάδο έχει βελτιωθεί σημαντικά.
– Τι συμβουλές θα έδινες σε νέους που θέλουν να ασχοληθούν με το interior design;
Καταρχάς, όποιος ασχολείται με το interior design πρέπει να το αγαπάει πραγματικά. Δεν το κάνει για να βγάλει απλά χρήματα, υπάρχουν άλλοι δρόμοι για να το πετύχει κανείς αυτό. Το interior design απαιτεί πάθος.
Η πρώτη συμβουλή είναι να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους και να αναρωτηθούν: «Ποιος είμαι; Τι θέλω να κάνω; Τι είναι σημαντικό για μένα;» Είναι βασικά ερωτήματα που καθορίζουν την πορεία και το ύφος τους. Στο γραφείο μας, για παράδειγμα, έχουμε ξεκάθαρες αξίες που μεταδίδουμε σε συνεργάτες και συνεργασίες.
Επιπλέον, ζούμε σε μια εποχή με τεράστια πληροφόρηση – εικόνες και ιδέες από Pinterest, social media κ.ά. Είναι σημαντικό να μην σχεδιάζουν έχοντας ως βασικό στόχο το «Instagram moment». Αυτό μπορεί να καταλήξει σε επιφανειακό και ψεύτικο αποτέλεσμα. Πρέπει να είμαστε αυθεντικοί, να δίνουμε ζωή και ουσία στο έργο μας και να αποφεύγουμε την αντιγραφή. Δυστυχώς, η αντιγραφή είναι μάστιγα στον κλάδο μας. Συχνά, ακόμα και εγώ η ίδια βρίσκομαι μπροστά στον πειρασμό να δανειστώ ιδέες από άλλες δουλειές. Αυτό πρέπει να αλλάξει.
Τέλος, να μην ακολουθούν τυφλά τη «συνταγή της επιτυχίας». Είναι σύνηθες να έρχονται πελάτες και να ζητούν κάτι «σαν κι αυτό που έκανες». Εμείς πάντα απαντάμε ότι δεν πρόκειται να επαναλάβουμε το ίδιο έργο. Θέλουμε να καταλάβουμε τι τους άρεσε, για να δημιουργήσουμε κάτι νέο και μοναδικό. Η επανάληψη μιας πετυχημένης φόρμας συχνά οδηγεί σε αδράνεια και έλλειψη δημιουργικότητας.
Αυτές είναι οι βασικές μου τρεις συμβουλές προς τους νέους συναδέλφους.
— Πολύ ωραία. Και καθώς οδεύουμε προς το τέλος, ας κάνουμε μία ή δύο τελευταίες ερωτήσεις. Τι κοιτάς σε ένα portfolio και τι προσέχεις σε μία συνέντευξη;
Καταρχάς, το πιο σημαντικό είναι το ίδιο το άτομο. Πιστεύω πολύ στη χημεία, γιατί η συνεργασία βασίζεται στην επικοινωνία. Δεν θα έλεγα τηλεπάθεια, αλλά πρέπει να μπορούμε να καταλάβουμε και να συνδεθούμε με τον άλλο. Αν μπορώ να επικοινωνήσω εύκολα με κάποιον, αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Φυσικά, δεν το καταλαβαίνεις πάντα από την πρώτη στιγμή· πολλές φορές αυτό το «δέσιμο» καλλιεργείται με τον χρόνο. Όμως, κάποιες ενδείξεις φαίνονται από νωρίς.
Όσον αφορά το portfolio, για μένα μετράει πολύ η προσωπικότητα του σχεδιαστή. Αυτό ίσως οφείλεται και στο πώς λειτουργούμε εμείς σαν εταιρεία: δεν θέλουμε designers που να έχουν μόνο ένα στυλ, γιατί τα έργα μας είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Αν δω ένα portfolio με ένα και μόνο στυλ, μάλλον θα με αποτρέψει, γιατί το θεωρώ κάπως μονοδιάστατο και βαρετό. Βέβαια, υπάρχουν γραφεία που έχουν εξαιρετική φήμη επειδή εξειδικεύονται σε ένα συγκεκριμένο στυλ. Αλλά εμείς προτιμούμε να βλέπουμε ευελιξία και ποικιλία.
— Θα ήθελες κλείνοντας να μοιραστείς μαζί μας μερικά από τα πιο σημαντικά μαθήματα που έχεις αποκομίσει από την πορεία σου; Τι θα ήθελες να πεις ειδικά στους νέους που μας ακούν;
Νομίζω πως πολλά από αυτά τα καλύψαμε ήδη μέσα από τις προηγούμενες ερωτήσεις και τις συμβουλές. Και να σου πω την αλήθεια, δεν θεωρώ τον εαυτό μου δάσκαλο για να δίνω μακροσκελείς οδηγίες. Απλώς, όταν έχεις δουλέψει πάνω από είκοσι χρόνια σε αυτό το χώρο, έχεις δει και ζήσει πράγματα.
Ένα μάθημα που θα ήθελα να μοιραστώ, και το τονίζω πάντα, είναι να μη φοβόμαστε να λέμε την αλήθεια στον πελάτη. Ακόμα κι αν δεν είναι ευχάριστη ή δεν αρέσει, είναι επαγγελματική μας υποχρέωση να εξηγούμε με ειλικρίνεια τους ενδοιασμούς μας και τις σκέψεις μας. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τον πελάτη απλώς για να είναι ευχαριστημένος. Πολλές φορές έχω έρθει σε αντιπαράθεση με πελάτες μου γι’ αυτό, αλλά πάντα πιστεύω ότι όταν κάνεις κάτι για να πετύχει το έργο και όχι απλά για να αρέσει, το αποτέλεσμα είναι καλύτερο.
Σε προσωπικό επίπεδο, με έχουν απογοητεύσει πελάτες, όχι όμως τα έργα μου. Ένα project, όταν το βάλεις σε σωστά θεμέλια, δεν σε απογοητεύει ποτέ. Αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που θα ήθελα να δώσω και στους νέους συναδέλφους αλλά και στους πελάτες μας. Όταν το εξηγήσεις σωστά, οι περισσότεροι το καταλαβαίνουν.
— Πολύ ωραία. Μαρία, σε ευχαριστούμε πολύ που ήσουν μαζί μας σήμερα.
Εγώ σε ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία να μοιραστώ κάποιες σκέψεις.