P

L

R

Ksestudio

Kyriakou Kyriakos & Krimizi Sofia

Στο 40ό επεισόδιο της καθημερινής σειράς Archisearch Talks, με θέμα «Advice to Young Architects», στο πλαίσιο των Archisearch Career Days, φιλοξενούμε τη Σοφία Κριμίζη και τον Κυριάκο Κυριάκου, ιδρυτές του αρχιτεκτονικού γραφείου ksestudio.
Η Σοφία και ο Κυριάκος συνεργάζονται από το πρώτο έτος των σπουδών τους στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το πρόθεμα “kse”, πέρα από το λογοπαίγνιο με τα αρχικά των ονομάτων τους, εκφράζει μια συνεχή απόπειρα αποστασιοποίησης από παγιωμένα κοινωνικά και αρχιτεκτονικά πρότυπα, αναζητώντας νέα ή επαναπροσδιορίζοντας παλιά.
Έχουν σπουδάσει αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ, στην École de la Ville στο Παρίσι και στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Columbia University στη Νέα Υόρκη. Πριν τη δημιουργία του ksestudio, εργάστηκαν σε σημαντικά αρχιτεκτονικά γραφεία, όπως τα Atelier Jean Nouvel και SOA στο Παρίσι, καθώς και τα Steven Holl Architects και ODA στη Νέα Υόρκη.
Διδάσκουν σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως το Cornell University, Cooper Union, Pratt Institute, University of Pennsylvania, University of Texas at Austin, The Bartlett και Architectural Association στο Λονδίνο, όπου η Σοφία εκπονεί και το διδακτορικό της με θέμα την εξωσχολική αρχιτεκτονική εκπαίδευση.
Η βάση του γραφείου είναι στον Λυκαβηττό, όμως από πολύ νωρίς – πριν ακόμη την τηλεργασία και τον COVID-19 – λειτουργεί με «δορυφορικές παρουσίες» σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Τέξας, διερευνώντας διαφορετικά περιβάλλοντα και συνθήκες παραγωγής.
Σχεδιάζουν, χτίζουν, διδάσκουν, ερευνούν και ταξιδεύουν, προσπαθώντας όλα αυτά να συνιστούν μία αδιάσπαστη συνέχεια. Ερευνητικά, το ksestudio επικεντρώνεται σε ακραία φαινόμενα αστικής και περιαστικής ζωής σε μικρές πόλεις της αμερικανικής ενδοχώρας, με αφορμή την έκδοση του πρώτου επιστημονικού τους βιβλίου.
Αυτή την περίοδο εργάζονται πάνω σε:
ένα ξενοδοχείο στην Αίγινα με αισθητική και λειτουργίες εμπνευσμένες από τα 60s,

ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο που πειραματίζεται με την υπαίθρια εκπαίδευση και

μια στρατηγική παρέμβαση σε αστικά δώματα, για τη δημιουργία νέων χρήσεων και χωρικών δομών.

Μιλήσαμε μαζί τους για όλα αυτά, αλλά και για το πώς διδάσκουν και συν-εργάζονται χωρίς να χάνουν ποτέ την αρχιτεκτονική τους πυξίδα.

Καλησπέρα και καλώς ήρθατε στο Archisearch Talks!
Κυριάκος: Καλησπέρα Βασίλη, ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση.

Πώς γεννήθηκε το ksestudio και τι σημαίνει το όνομά του;
Σοφία: Το ksestudio δεν έχει μία ακριβή ημερομηνία ίδρυσης. Προέκυψε μέσα από τη συνεργασία μας ήδη από τα πρώτα χρόνια του Πολυτεχνείου. Όταν βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη, χρειάστηκε για γραφειοκρατικούς λόγους να επισημοποιήσουμε τη δουλειά μας και έτσι ξεκινήσαμε με ένα site και σιγά-σιγά αποκτήσαμε δημόσια παρουσία.
Κυριάκος: Το όνομα είναι, βέβαια, ένα λογοπαίγνιο με τα αρχικά μας, αλλά για εμάς σηματοδοτεί και μια διαρκή ανάγκη για απόσταση από το «κοινότυπο» ή το αναμενόμενο. Μια επιθυμία να ξε-κινήσουμε από τα στερεότυπα.

Πώς βιώσατε τη μετακίνηση από την Ελλάδα στο εξωτερικό και την επιστροφή;
Κυριάκος: Περάσαμε πάνω από μία δεκαετία στο εξωτερικό, χωρίς όμως να αποκοπούμε ποτέ πραγματικά από την Ελλάδα. Ξεκινήσαμε με Erasmus στο Παρίσι, και η κρίση του 2008 μας βρήκε φοιτητές στη Νέα Υόρκη. Ποτέ δεν γυρίσαμε «οριστικά», αλλά είχαμε πάντα το βλέμμα στραμμένο πίσω.
Σοφία: Η επιλογή να έχει το γραφείο βάση στην Ελλάδα είναι βαθιά συνειδητή. Ταυτόχρονα, θέλαμε πάντα να παραμένουμε σε επαφή με άλλες πόλεις και τόπους. Η έρευνά μας λειτουργεί μέσα από το ταξίδι. Είμαστε εδώ – αλλά και αλλού. Αυτό κάνουμε τα τελευταία δέκα χρόνια.

Το έργο σας κινείται σε πολλές κλίμακες. Είναι συνειδητή επιλογή;
Σοφία: Απολύτως. Προσπαθούμε συνειδητά να κινούμαστε ανάμεσα σε διαφορετικές κλίμακες και πεδία. Σήμερα παρατηρείται μια έντονη εξειδίκευση στα αρχιτεκτονικά γραφεία, που έχει πλεονεκτήματα αλλά και κινδύνους, ειδικά σε ό,τι αφορά τη δημιουργικότητα και τη βιωσιμότητα ενός νέου γραφείου.
Κυριάκος: Αυτή την περίοδο, ένα κομμάτι του γραφείου δουλεύει πάνω σε ένα masterplan παραλιακού μετώπου και ταυτόχρονα άλλο κομμάτι κατασκευάζει κάτι σχεδόν σε κλίμακα 1:1. Αυτή η ακραία ισορροπία μας κρατάει σε εγρήγορση και μας επιτρέπει να βλέπουμε το έργο μας πολυεπίπεδα.

Έχετε έντονη παρουσία στον χώρο της τουριστικής αρχιτεκτονικής. Πώς σας επηρεάζει;
Κυριάκος: Είχαμε την τύχη να συμμετέχουμε σε αυτή τη δυναμική ανάπτυξη των τουριστικών ακινήτων στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια. Προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε τον τουριστικό χώρο σαν ένα είδος κατοίκησης – έστω και σύντομης – με όλες τις ποιότητες που αυτό συνεπάγεται.
Σοφία: Γι’ αυτό και λέμε πως το ξενοδοχείο που σχεδιάζουμε στην Αίγινα μοιάζει να ξεπήδησε από τα 60s. Θέλουμε να νιώσεις πως θα μπορούσε να στρίψει η Βλαχοπούλου από τη γωνία. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ραγδαίος και πολλές φορές κινδυνεύεις να γίνεις γενικός, κοινότοπος. Αυτό προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Κυριάκος: Το ξενοδοχείο, σε αντίθεση με άλλα κτίρια, σου επιτρέπει να πλάσεις μία αφήγηση, μία φαντασίωση. Να πεις μια ιστορία. Και αυτό είναι για εμάς τρομερά γοητευτικό.

Παράλληλα διδάσκετε σε κορυφαία πανεπιστήμια. Πώς λειτουργεί αυτή η ισορροπία με την επαγγελματική πρακτική;
Σοφία: Άλλοτε λειτουργεί ιδανικά, άλλοτε όχι. Η διδασκαλία απαιτεί να είμαστε για αρκετούς μήνες στην Αμερική, ενώ το γραφείο έχει έδρα εδώ. Αυτό δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες, όμως το πλεονέκτημα είναι ότι επιστρέφουμε με καθαρό μυαλό, γεμάτοι νέες ιδέες.
Κυριάκος: Μας βοηθάει πολύ ότι είμαστε δύο. Δεν έχουμε χωρίσει τις αρμοδιότητες – είμαστε πλήρως συμπληρωματικοί. Όταν ο ένας διδάσκει, ο άλλος κρατάει ζωντανό το γραφείο. Είναι σαν να λειτουργούμε από αέρος: όπου βρισκόμαστε, πιάνουμε χώρο.
Σοφία: Και την ίδια στιγμή, όταν είμαστε μαζί, η συνέργεια είναι εξαιρετική. Οι συνεχείς εναλλαγές μας κρατούν φρέσκους – όχι μόνο στη δουλειά αλλά και στη μεταξύ μας σχέση, και στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο.
Κυριάκος: Γενικά, δεν χαλιόμαστε.
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές ανάμεσα στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό;
Σοφία: Δεν έχουμε διδάξει ποτέ στην Ελλάδα, κάτι που θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, υπήρξαμε φοιτητές στο ΕΜΠ, στην Ευρώπη (Παρίσι, Λονδίνο) και στις ΗΠΑ, ενώ έχουμε διδάξει σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια. Έτσι, μπορούμε να συγκρίνουμε αρκετές εκπαιδευτικές κουλτούρες — αν και κάθε σύστημα είναι ξεχωριστό.
Υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της η αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα σε σχέση με τον διεθνή διάλογο. Δεν είναι θέμα καλού ή κακού – πρόκειται για εντελώς διαφορετικά μοντέλα. Προσωπικά, δεν θα ήμασταν αυτοί που είμαστε χωρίς το υπόβαθρο των ελληνικών σπουδών μας. Ήταν η αφετηρία που μας έκανε να αναζητήσουμε νέους τόπους, άλλες προσεγγίσεις, να διψάσουμε για το άγνωστο. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, βιώσαμε πολύ δυνατές εκπαιδευτικές στιγμές εδώ.
Κυριάκος: Δεν υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ «καλής» και «κακής» εκπαίδευσης. Παίζει μεγάλο ρόλο και το τι ζητά κανείς από τις σπουδές του, πόσο ανοιχτοί είναι οι φοιτητές στο να αναζητήσουν, να αμφισβητήσουν, να τολμήσουν. Η νέα γενιά έχει πολύ περισσότερα εφόδια και προσβάσεις σε εργαλεία που εμείς δεν είχαμε. Αυτό φαίνεται ήδη από τα πρώτα έτη: νέοι φοιτητές και φοιτήτριες κάνουν στοχευμένες ερωτήσεις, έχουν πιο διευρυμένο βλέμμα.

Αν μπορούσατε να μεταφέρετε κάτι από την εκπαιδευτική σας εμπειρία στο εξωτερικό στο ελληνικό πανεπιστήμιο, τι θα ήταν αυτό;
Σοφία: Το θέμα είναι σύνθετο, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάτι, θα έλεγα πως λείπει ο πλουραλισμός. Λείπει η δυνατότητα να συμμετέχουν στην εκπαίδευση άνθρωποι που έχουν ενεργό γραφείο, που διδάσκουν περιστασιακά γιατί θέλουν να μοιραστούν, όχι γιατί είναι ακαδημαϊκοί πλήρους απασχόλησης.
Η δομή του ελληνικού πανεπιστημίου δεν διευκολύνει τέτοιες συμμετοχές. Οι θέσεις είναι συνήθως μόνιμες, με κοινό φορτίο υποχρεώσεων. Αυτό αποθαρρύνει νέα, δραστήρια άτομα που δεν βλέπουν τον εαυτό τους σε μια αμιγώς ακαδημαϊκή πορεία. Θα είχε νόημα να μπορούν να μπαινοβγαίνουν στο πανεπιστήμιο δημιουργικά.
Επιπλέον, θυμάμαι όταν ήμασταν φοιτητές να έρχονται συχνά ομιλητές από το εξωτερικό. Workshops, διαλέξεις, ανταλλαγές. Αυτό έχει περιοριστεί δραματικά — και όχι μόνο λόγω οικονομικών. Θα ήταν εξαιρετικό να αναζωογονηθεί ένας τέτοιος διεθνής διάλογος.
Κυριάκος: Να προσθέσω ότι αυτή η εσωστρέφεια δεν είναι μόνο θεσμικό πρόβλημα των πανεπιστημίων αλλά πολιτισμικό. Όσο δουλεύουμε για να την κάμψουμε, τόσο πιο γρήγορα θα δούμε θετικά αποτελέσματα.

Θα μπορούσαν ιδρύματα όπως το Ίδρυμα Ωνάση ή το Ίδρυμα Νιάρχου να συνεισφέρουν σε αυτό;
Σοφία: Απολύτως. Οι συνέργειες με φορείς που στηρίζουν τον πολιτισμό, τη δημιουργία και την καινοτομία μπορούν να φέρουν νέες προσεγγίσεις στα πανεπιστήμια. Αρκεί να υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο και η πρόθεση.

Περνάμε στις ερωτήσεις των νέων αρχιτεκτόνων. Πέρα από τις σπουδές, τι θεωρείτε σημαντικό για να ξεκινήσει κάποιος να εργάζεται σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο;
Κυριάκος: Οτιδήποτε δείχνει ότι ο υποψήφιος ή η υποψήφια είναι κάτι παραπάνω από ένας καλός σχεδιαστής. Το ενδιαφέρον, η περιέργεια, η διάθεση για ανάληψη ευθύνης, η ικανότητα να λειτουργήσει μέσα σε ομάδα και να τη συντονίσει στο μέλλον — όλα αυτά είναι σημαντικά.
Δεν φτάνει ένα άρτιο portfolio. Οι εικόνες, όσο εντυπωσιακές και να είναι, πρέπει να υποστηρίζονται από προσωπικότητα. Αυτό αναζητάμε περισσότερο: ανθρώπους ζωντανούς, με ενέργεια και πνευματική διαύγεια.
Σοφία: Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αρχιτεκτονία είναι και επιχείρηση. Δεν μαθαίνεις στη σχολή πώς να τρέχεις ένα γραφείο, κι όμως αυτό καλείσαι να κάνεις. Πρέπει να γνωρίζεις πώς να συντάξεις έναν προϋπολογισμό, να οργανώσεις μια ομάδα, να επικοινωνήσεις με τον πελάτη, να διαχειριστείς χρονοδιαγράμματα και τεχνικά ζητήματα.
Κυριάκος: Πρέπει να έχεις επίγνωση του θεσμικού και νομικού πλαισίου, των πολεοδομικών κανονισμών. Στη σχολή πολλές φορές το βλέπουμε αυτό ως εμπόδιο στη δημιουργικότητα — όμως στην πράξη είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορείς να χτίσεις. Και όταν το κατανοήσεις, μπορεί να γίνει ακόμη και εργαλείο σχεδιασμού.

Μιλήσατε πριν για την ένταση των σπουδών. Πώς βλέπετε την κουλτούρα της υπερκόπωσης στις σχολές αρχιτεκτονικής;
Σοφία: Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Η υπερηφάνεια του φοιτητή που «δεν κοιμήθηκε τρεις νύχτες για να παραδώσει» δεν είναι υγιής. Ο ρομαντισμός της εξάντλησης δημιουργεί στρεβλή επαγγελματική κουλτούρα. Δεν είναι βιώσιμο μοντέλο – ούτε για τον ίδιο, ούτε για το επάγγελμα, ούτε για την κοινωνία.
Κυριάκος: Και αυτό είναι και δική μας ευθύνη ως διδάσκοντες. Πρέπει να βοηθήσουμε τη νέα γενιά να δει το επάγγελμα ολιστικά. Με σεβασμό στον εαυτό της, στους συνεργάτες της και στους ρυθμούς της ζωής. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει κανείς δημιουργικός, παραγωγικός και – κυρίως – ευτυχής.
– Στην Ελλάδα, δεν διδάσκεται επαρκώς η επιχειρηματική πλευρά της αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, στο εξωτερικό υπάρχουν τέτοιου τύπου μαθήματα ή είναι κάτι που το μαθαίνει κανείς μόνο στην πράξη;
Κυριάκος: Σίγουρα είναι κάτι που μαθαίνεται κυρίως μέσα από την εμπειρία. Υπάρχουν μαθήματα, ακόμη και στην Ελλάδα, που προσπαθούν να αγγίξουν αυτή την πτυχή, αλλά η φύση του αντικειμένου το καθιστά δύσκολο να διδαχθεί ακαδημαϊκά. Περισσότερο, όμως, πρόκειται για ζήτημα νοοτροπίας. Αν ο κάθε νέος αρχιτέκτονας ξεκινήσει προσπαθώντας να δει πέρα από τη ρομαντική πλευρά του επαγγέλματος —η οποία βέβαια είναι αυτή που αρχικά μας τραβάει— τότε έχει κάνει ήδη ένα πρώτο σημαντικό βήμα. Ακόμη και χωρίς πλήρη κατανόηση, αν αναπτύξει ένα τέτοιο πνεύμα, όταν βρεθεί στο γραφείο, θα μπορεί πολύ πιο εύκολα να το καλλιεργήσει και να το εξελίξει μέσα από την πράξη.
– Πράγματι, φαίνεται να απουσιάζει γενικότερα η αναφορά στην «άλλη πλευρά» του επαγγέλματος, πέρα από την καλλιτεχνική δημιουργία.
Σοφία: Ακριβώς. Στα περισσότερα μαθήματα, επικεντρωνόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στη ρομαντική εικόνα του αρχιτέκτονα που δημιουργεί απομονωμένος στο γραφείο του, λες και τα έργα απλώς… εμφανίζονται. Αγνοούμε το γεγονός ότι υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα γύρω του —ένα δίκτυο ανθρώπων, διαδικασιών και θεσμών— που είναι απαραίτητο για να υλοποιηθεί η δουλειά.
Κυριάκος: Υπάρχει ακόμη η αντίληψη του αρχιτέκτονα ως μοναδικού δημιουργού, σχεδόν θεϊκής υπόστασης —το σύνδρομο του starchitect. Αυτή η λογική έχει τις ρίζες της πίσω στον Λε Κορμπυζιέ και ακόμη παλαιότερα. Ωστόσο, σήμερα η αρχιτεκτονική είναι μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, με πολλούς συντελεστές. Η κατασκευή ενός κτηρίου σήμερα δεν έχει καμία σχέση με το πώς γινόταν πριν από 50 χρόνια. Αυτή η πολυπλοκότητα απουσιάζει από τις σχολές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, τουλάχιστον με βάση όσα έχουμε δει σε σχολές των ΗΠΑ και της Αγγλίας.
– Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα, πώς διατηρεί κανείς το αρχικό του πάθος, το δημιουργικό του «drive», όταν έρχεται αντιμέτωπος με την καθημερινότητα: προσλήψεις, προώθηση, πολεοδομία, «λάντζα»;
Σοφία: Δεν είναι εύκολο. Νομίζω υπάρχει και μία μεγάλη παρεξήγηση. Ως φοιτητές, πιστεύαμε ότι αρκεί να δουλεύεις σκληρά και να αγαπάς αυτό που κάνεις —ότι η δυσκολία θα ήταν μόνο η ποσότητα δουλειάς. Στην πράξη, όμως, δεν είναι έτσι, ιδίως στην Ελλάδα. Όχι ότι στο εξωτερικό όλα λειτουργούν τέλεια, αλλά εδώ τα εμπόδια είναι συχνά πιο έντονα.
Αυτό που μας έχει βοηθήσει είναι η ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική πράξη και τη διδασκαλία. Η μετάβαση από το γραφείο στο πανεπιστήμιο είναι μια διαδικασία σχεδόν καθαρτική. Όταν αφήνεις πίσω το έργο με το deadline και το budget και μπαίνεις στο πεδίο της έρευνας και της θεωρίας, ενεργοποιούνται διαφορετικά κομμάτια του εαυτού σου. Είναι κάτι που πραγματικά μας ανανεώνει και ενισχύει τη δημιουργικότητα και στα δύο πεδία.
– Ένας τρόπος… αποτοξίνωσης;
Κυριάκος: Ακριβώς. Μια πλήρης αποτοξίνωση.
Σοφία: Κι εδώ θα πρόσθετα την έννοια της αυτοπεποίθησης. Όταν έρχεσαι σε επαφή με πολεοδομίες, εργολάβους ή άλλους παράγοντες, συχνά αισθάνεσαι ότι αμφισβητείται η ουσία της αρχιτεκτονικής ιδέας σου. Εκεί χρειάζεται πίστη και σιγουριά. Πρέπει να μπορείς να υπερασπιστείς την πρότασή σου, χωρίς να νιώθεις ενοχές ή φόβο ότι κάνεις κάτι «λάθος» ή υπερβολικό. Είναι σημαντικό να μην υποχωρείς αμέσως σε κάθε αμφισβήτηση.
– Πόσο καθοριστική είναι η επιλογή της βάσης εργασίας; Πόσο μετρά η πόλη ή η χώρα που θα επιλέξει κανείς να δραστηριοποιηθεί; Και τι ρόλο παίζουν οι γνωριμίες;
Κυριάκος: Έχουμε ζήσει και δουλέψει σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου, κάτι που αποτελεί σημαντικό μέρος της προσωπικής και επαγγελματικής μας διαδρομής. Το Παρίσι, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, μια μικρή πόλη στο δυτικό Τέξας, το Όστιν, το Ithaca και το Cornell… Όλα αυτά λειτούργησαν ως τόποι εκπαίδευσης με τη δική τους αξία.
Η επιλογή της βάσης είναι πάντα κρίσιμη, ακόμη και σήμερα, που θεωρητικά μπορεί κανείς να εργάζεται εξ αποστάσεως. Όταν βρισκόμαστε κάπου, θέλουμε να είμαστε παρόντες πραγματικά: να γνωρίσουμε τον τόπο, να ενσωματωθούμε, να μάθουμε. Όταν μετακινηθούμε, αισθανόμαστε ότι ξεκινάμε από την αρχή με νέο ενθουσιασμό. Η Αθήνα, σήμερα, είναι η «μεγάλη μας βάση» —μια πόλη που αγαπάμε να μισούμε και μισούμε να αγαπάμε. Έχει ασύλληπτες ομορφιές αλλά και εξίσου ασύλληπτα προβλήματα. Ωστόσο, ως νέοι αρχιτέκτονες —και λέω «νέοι» γιατί θέλω να πιστεύω ότι παραμένουμε έτσι— βλέπουμε στην Αθήνα περισσότερες δυνατότητες να επηρεάσουμε τα πράγματα, να παράξουμε ουσιαστικό έργο, απ’ ό,τι σε άλλες πόλεις που έχουμε αγαπήσει, αλλά που λειτουργούν πιο προβλέψιμα.
Σοφία: Το δύσκολο είναι να βρει κανείς από πού να ξεκινήσει. Η συμβουλή μου είναι να έχει τα «παράθυρά» του ανοιχτά. Μπορεί να βρεθείς σε ένα μέρος που δεν είχες φανταστεί και τελικά να αποδειχθεί εξαιρετικό. Ζούμε σε εποχές απρόβλεπτες, οπότε οποιοδήποτε σχέδιο μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρηθεί. Όμως, μέσα από την καλή δουλειά και την επιμονή, βρίσκεις τον δρόμο σου. Αυτό που μετρά περισσότερο είναι να είσαι ανοιχτός και παρατηρητικός, ώστε να μη χάνεις τις ευκαιρίες όταν εμφανίζονται.
– Μπορεί τελικά να συνδυαστεί η επαγγελματική δραστηριότητα ως αρχιτέκτονας με τη διδακτορική έρευνα; Είναι ρεαλιστικό κάτι τέτοιο στην πράξη;
Κυριάκος: Νομίζω πως η απάντηση πρέπει να είναι «ναι», ακόμη κι όταν στην πράξη είναι «όχι»… Δεν είναι εύκολο. Για να συνδυαστούν οι δύο χώροι —το αρχιτεκτονικό γραφείο και το πανεπιστήμιο— πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να βγει κανείς από τον έναν για να μπει στον άλλον. Είτε κυριολεκτικά, εγκαταλείποντας τη φυσική του θέση, είτε ενεργοποιώντας ένα άλλο, πιο ερευνητικό, τμήμα του δημιουργικού του εγκεφάλου.
Ωστόσο, πιστεύω πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να λειτουργούν αυτά τα δύο ταυτόχρονα, μέσα στην ίδια μέρα ή το ίδιο απόγευμα. Αυτό που τελικά βοηθά είναι μια δομημένη προσέγγιση, σχεδόν σαν σχολικό πρόγραμμα, που οργανώνει ξεκάθαρα τον χρόνο και τις απαιτήσεις της καθεμιάς δραστηριότητας. Το λέω αυτό έχοντας ζήσει την εμπειρία τα τελευταία πέντε χρόνια, με πολλές θυσίες και —κυρίως— με σημαντική χρονική «απάτη» σε βάρος της έρευνας. Όμως, όταν καταφέρνεις να πετύχεις αυτή την εύθραυστη ισορροπία, είναι πραγματικά υπέροχο: λειτουργεί ολόκληρος ο εγκέφαλος ταυτόχρονα και νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής σου.
– Πώς μεταφράζεται αυτό στην πράξη; Έχετε κάποιο παράδειγμα όπου η έρευνα «πέρασε» στην επαγγελματική εφαρμογή;
Κυριάκος: Το πρώτο ξενοδοχείο που σχεδιάσαμε προέκυψε μέσα από ένα εντελώς θεωρητικό, ερευνητικό project. Είχε αναπτυχθεί ως πρόταση για το Ελληνικό Περίπτερο στην Μπιενάλε, όταν επιμελητής ήταν ο Γιάννης Αίσωπος. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε απολύτως καμία επαγγελματική εμπειρία στο ξενοδοχειακό κομμάτι —ήμασταν «ξένοι» στον χώρο. Παρ’ όλα αυτά, όταν αργότερα παρουσιάσαμε αυτό το πρότζεκτ σε έναν πιθανό πελάτη, δεν του δείξαμε κάτι χτισμένο, ούτε καν κάτι υλοποιήσιμο εκείνη τη στιγμή. Του δείξαμε το συγκεκριμένο project, το οποίο ήταν 100% ερευνητικό, θεωρητικό και πειραματικό.
Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Αν και δεν επρόκειτο να χτιστεί εκείνο το ακριβές σχέδιο, ο πελάτης αναγνώρισε μέσα του μια ποιότητα και μια αρχιτεκτονική πρόταση που μπορούσε να μεταγραφεί στην πράξη. Αυτή ήταν μια από τις πιο όμορφες στιγμές: όταν κάτι που ξεκίνησε ως καθαρά θεωρητικό καταφέρνει να κάνει το άλμα και να περάσει στον πραγματικό κόσμο. Δεν συμβαίνει συχνά —και σίγουρα όχι με όλα τα project— αλλά όταν συμβαίνει, έχει τεράστια σημασία.
Σοφία: Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν ότι ο πελάτης ουσιαστικά μπήκε μέσα στη «φαντασίωση» του project και προσπάθησε μαζί μας να δει πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα —σε ένα πολύ διαφορετικό και σαφώς πιο περιορισμένο οικόπεδο. Το έχουμε δει και σε άλλες περιπτώσεις: ένα ερευνητικό πρότζεκτ να «εισβάλλει» στον πραγματικό κόσμο και να τον μεταμορφώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διδασκαλία: όταν δουλεύουμε πάνω σε μικρές πόλεις στην Αμερική, κάνουμε το αντίστροφο. Δημιουργούμε έρευνα μέσα από εξαιρετικά ρεαλιστικές, συχνά ακραίες, συνθήκες. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο θεωρητικό και το πραγματικό είναι κάτι που μας γοητεύει ιδιαίτερα και χαρακτηρίζει τον τρόπο που δουλεύουμε συνολικά.
– Και φτάνοντας στο τέλος, ας δούμε μια σύντομη τοποθέτηση: ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα πλεονεκτήματα —ή τα μειονεκτήματα— του να εργαστεί κανείς για κάποια χρόνια στο εξωτερικό και να επιστρέψει στην Ελλάδα;
Κυριάκος: Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι η διευρυμένη οπτική που αποκτάς. Ανεξάρτητα από το αν τα πράγματα λειτουργούν καλύτερα ή χειρότερα στο εξωτερικό, το γεγονός ότι εκτίθεσαι σε διαφορετικά συστήματα, διαφορετικούς τρόπους σκέψης και υλοποίησης ενός έργου, σε κάνει αυτόματα πιο ευέλικτο και σίγουρο. Το να καταλαβαίνεις πώς στήνεται ένα κτίριο στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι σου δίνει τεράστια αυτοπεποίθηση όταν καλείσαι να διαχειριστείς ένα project στην Αθήνα ή οπουδήποτε αλλού. Αυτή η εξοικείωση με τη διαφορετικότητα —στον τρόπο δουλειάς, στις απαιτήσεις, στη συνεργασία— είναι ανεκτίμητη.
Σοφία: Συμφωνώ, αλλά θα πρόσθετα και κάτι ακόμα: το μειονέκτημα είναι όταν νομίζει κανείς πως υπάρχει μια ευθεία διαδρομή, με σαφές σημείο εκκίνησης και επιστροφής. Για εμάς —και ακόμη περισσότερο για τις γενιές που έρχονται— δεν υπάρχει επιστροφή στην «προηγούμενη εκδοχή του εαυτού». Δεν επιστρέφεις ποτέ ο ίδιος άνθρωπος. Εμείς, γυρνώντας στην Ελλάδα, δεν είμαστε αυτοί που φύγαμε —ούτε επαγγελματικά, ούτε προσωπικά. Έχουμε αλλάξει ουσιαστικά, γιατί ζήσαμε στιγμές καθοριστικές, συχνά δύσκολες, από τις οποίες μάθαμε πολύ.
Αν μπορώ να το συνοψίσω με μια εικόνα: ο Λε Κορμπυζιέ, στο τελευταίο του βιβλίο, που μοιάζει με αυτοβιογραφία, περιγράφει τις «σπουδές» του —αν και, όπως ξέρουμε, δεν σπούδασε επίσημα αρχιτεκτονική. Αντί για πτυχία, παραθέτει τα ταξίδια του. Κάθε ταξίδι είναι ένα μάθημα, μια εμπειρία, ένα σταθμός. Και πιστεύω πως αυτό είναι το πραγματικό βιογραφικό μας: τα μέρη που είδαμε, οι τρόποι που μάθαμε να σκεφτόμαστε και να δουλεύουμε, οι άνθρωποι που συνεργαστήκαμε. Τα μεγαλύτερα μαθήματα είναι και τα μεγαλύτερα ταξίδια.
– Σας ευχαριστώ θερμά, Σοφία και Κυριάκο, για την τόσο ουσιαστική και ανοιχτή συζήτηση.
Σοφία: Εμείς ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση —ιδίως σε μια τόσο απαιτητική περίοδο.
Κυριάκος: Ήταν χαρά μας, ευχαριστούμε για τον χώρο και τον χρόνο.
– Καλή συνέχεια και καλή επιτυχία στα επόμενα project σας!
Μαζί: Ευχαριστούμε πολύ!