Fereos + Associates Architects
Fereos Pavlos


Β. Δέκατο ένατο επεισόδιο της καθημερινής σειράς podcast Archisearch Talks με θεματική Advice to Young Architects” και ο αποψινός μας καλεσμένος έρχεται από την Κύπρο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου ολοκλήρωσε και μεταπτυχιακές σπουδές στην αρχιτεκτονική έρευνα, προτού μετακομίσει στο Λονδίνο για να σπουδάσει στο Design Research Laboratory του Architectural Association. Είναι υποψήφιος διδάκτορας του UCL Bartlett, με ερευνητικό τίτλο “Robotic- Aided Material Transliterations of Computational Geometries”, ενώ κατέχει τη θέση του Senior Scientist στο Institute of Experimental Architecture στο Innsbruck της Αυστρίας, όπου διδάσκει Robotic Fabrication στο Rex | Lab and Design Studio. Για χρόνια διεύθυνε το AA Visiting School στην Κύπρο και
στο Ίνσμπρουκ και δίδασκε Computational Tools στην Bartlett and Diploma Studios, στο London South Bank University. Έχει συνεργαστεί ως Lead Architect και Computational Designer σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς με τους MVRDV, εννοώ ως συνέταιρος στο γραφείο Fereos + Associates Architects, έχει ολοκληρώσει μεγάλο αριθμό έργων σε Κύπρο και Ελλάδα. Έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, συμπεριλαμβανομένου πρώτου και δεύτερου βραβείου, ενώ η ερευνητική του εργασία έχει εκτεθεί στο London Festival of Architecture, στη Royal Academy of Arts, στο AA Members Room και στην Arup Gallery. Το 2013 ιδρύει με μία πολυάριθμη ομάδα μελών το Decode Fab
Lab, ένα να Prototyping and Fabrication Lab στην Αθήνα, εννοώ από το 2019 είναι co-coordinator στο νέο Master of Science in Computational Design in Digital Fabrication, στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας. Η συζήτηση αυτή γίνεται με αφορμή τα Archisearch Portfolio Reviews, στα οποία συμμετέχει ως reviewer και μέντορας και θα βοηθήσει με την εμπειρία του νέους επαγγελματίες αρχιτέκτονες και designers, οι οποίοι αναζητούν κάποια κατεύθυνση για την επαγγελματική τους πορεία ή και τα μεταπτυχιακά τους. Κυρίες και κύριοι κοντά μας είναι ο Παύλος Φερέος.
Π. Βασίλης, καλησπέρα και ευχαριστώ για την πρόσκληση. Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία και τον κύκλο συνεντεύξεων που έχεις αναλάβει στο Archisearch. Μπορούμε να ξεκινήσουμε;
- Ευχαριστούμε πολύ που είσαι μαζί μας. Πού σε βρίσκουμε αυτή την περίοδο; Είσαι στην Αθήνα ή στην Κύπρο;
Π. Αυτή τη στιγμή είμαι στην Κύπρο. Μπορώ να πω ότι πλέον είμαι αποκλεισμένος εδώ, αφού δεν μπορώ να επιστρέψω στην Αυστρία. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια κυρίως βρίσκομαι στην Κύπρο, αν και ταξιδεύω συχνά στην Αυστρία για τη διδασκαλία μου. Μετά από έναν κύκλο περίπου δεκαετίας στο εξωτερικό — στο Λονδίνο, στην Αυστρία και στην Αθήνα — επέστρεψα στην Κύπρο για να δουλέψω στο γραφείο με τον αδερφό μου. Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε διαδικασία rebranding και αναδιοργάνωσης του γραφείου μας.
- Ωραία. Μίλησέ μας λίγο για την πορεία σου.
Π. Σπούδασα Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου ολοκλήρωσα και μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στη «Θεωρία και Ιστορία της Αρχιτεκτονικής». Το 2007 ολοκλήρωσα και τα δύο πτυχία. Στη συνέχεια πήγα στην Architectural Association (AA) του Λονδίνου, όπου τελείωσα το Design Research Laboratory. Από εκεί ξεκίνησα να διδάσκω στο Λονδίνο. Το 2012 ξεκίνησα διδακτορικό στο Bartlett, στο πεδίο της «Ρομποτικής Κατασκευής» (Robotic Fabrication), με supervisor τον Mario Carpo. Παράλληλα με τη διδασκαλία στην Bartlett, στην AA και στο South London University, είχα και μία θέση σε εταιρεία στην Αυστρία, στο Ίνσμπρουκ.
- Τι σε τράβηξε στη διδασκαλία και την έρευνα;
Π. Μετά τις σπουδές μου στο Λονδίνο, διαμόρφωσα μια νέα νοοτροπία για την αρχιτεκτονική και την αρχιτεκτονική έρευνα, ειδικά σε σχέση με το Design Research. Ανοίχτηκε μπροστά μου ένα νέο πεδίο, το Computational Design, που τότε βρισκόταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο ως επιστημονικός κλάδος της αρχιτεκτονικής. Υπήρχε αβεβαιότητα σχετικά με το αν ο computational designer ήταν σχεδιαστής ή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ αρχιτέκτονα και κατασκευής. Μέσω της διδασκαλίας μάθαινα κι εγώ περισσότερα για αυτό το πεδίο. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στο εξωτερικό υπήρχε πολύ πιο ευρύ και ενεργό πεδίο εφαρμογής της έρευνας. Από το 2010 κυρίως, ασχολήθηκα συστηματικά με την εκπαίδευση. Με το διδακτορικό και την θέση μου ως assistant στο UCL μπόρεσα να γεφυρώσω το γραφείο με την ακαδημαϊκή πρακτική, φέρνοντας στην πράξη ιδέες που διερευνώνται ακαδημαϊκά. Αυτή η σύνδεση μεταξύ πρακτικής άσκησης στην αρχιτεκτονική και διδασκαλίας είναι πολύ σημαντική για μένα, όπως είναι και για πολλά επιτυχημένα γραφεία που διατηρούν στενή σχέση με εκπαιδευτικά ιδρύματα.
- Πες μας λίγο τι ακριβώς σημαίνει ο ρόλος του Senior Scientist και τι ακριβώς κάνεις σε αυτή τη θέση.
Π. Είχα την τύχη να αναλάβω αυτή τη θέση στο Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ, που είναι κάτι αρκετά σπάνιο, ειδικά στην Ελλάδα και το Λονδίνο. Ο Senior Scientist είναι ένας ακαδημαϊκός ρόλος που δίνει τη δυνατότητα να επικεντρωθείς περισσότερο στην έρευνα παρά στη διδασκαλία. Αν η διδασκαλία γίνεται, είναι μέσα από το πρίσμα της έρευνας. Το 2011 ξεκίνησα το Rex | Lab στο Ίνσμπρουκ, το οποίο λειτουργεί ως ένα εργαστήριο πειραματικής αρχιτεκτονικής με τρεις ρομποτικούς βραχίονες, και τώρα προσθέτουμε μεγαλύτερους. Σε συνεργασία με εταιρείες που υποστηρίζουν την έρευνα, κυρίως σε υλικά όπως μπετόν, πηλός και πλαστικό, θέτουμε κάθε χρόνο καινούργια ερευνητικά θέματα στους φοιτητές, που έχουν ελάχιστο προηγούμενο υπόβαθρο στην αρχιτεκτονική. Δημιουργείται έτσι ένας νέος χώρος πειραματισμού. Οι φοιτητές εξετάζουν παραδοσιακά υλικά με έναν καινοτόμο τρόπο, αξιοποιώντας τη ρομποτική τεχνολογία για εφαρμογές όπως 3D printing, κοπή ή milling. Τα projects που παράγονται υλοποιούνται στο Rex | Lab και αποτελούν τη βάση για δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. Πρόκειται για μια ευκαιρία που δύσκολα θα έβρισκα στην Ελλάδα ή την Κύπρο, και που έχει συμβάλει σημαντικά στην εξέλιξη μου ως ακαδημαϊκού και αρχιτέκτονα.
- Πόσο σημαντική είναι η σύνδεση της δραστηριότητάς σου με την ίδια χώρα; Εσύ διδάσκεις στο Ίνσμπρουκ, ενώ παράλληλα έχεις δραστηριότητες σε Αθήνα, Λονδίνο και Κύπρο. Πόσο καθοριστικό είναι το localization για έναν ακαδημαϊκό ή επαγγελματία;
Π. Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και ταυτόχρονα πρόκληση. Για μένα προσωπικά έφτασε σε ένα σημείο που το βλέπω ως πρόβλημα. Όταν διδάσκεις σε πολλά ακαδημαϊκά κέντρα, αρχίζεις να γίνεσαι everywhere αντί για somewhere. Αυτό έχει το θετικό ότι διευρύνεις το δίκτυο συνεργασιών και το κοινό σου, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο group, όπου δεν έχει σημασία από πού είσαι αλλά τι κάνεις και σε ποιο επίπεδο. Όμως υπάρχει και η επαναληπτικότητα — επενδύεις σε φοιτητές και συνεργάτες, αλλά αυτοί τελειώνουν και πρέπει να ξεκινήσεις ξανά. Για όσους έχουν τη δυνατότητα να συνδυάζουν διδασκαλία, δουλειά και projects σε ένα τοπικό πλαίσιο, η σύνδεση αυτή είναι σημαντική γιατί δημιουργεί γερές ομάδες. Αυτό ήταν το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε όταν ιδρύσαμε με συναδέλφους, τον Άρη Σπύρου, τον Ευτύχη Ευθυμίου και τον Βασίλη Γεροκώστα, το Decode Lab στην Αθήνα. Είχαμε ερευνητικές δραστηριότητες στο Ίνσμπρουκ, αλλά δυσκολευόμασταν να τις φέρουμε στην Αθήνα λόγω έλλειψης σύνδεσης με ακαδημαϊκούς φορείς και ομάδες. Προσπαθήσαμε να ανανεώσουμε την εκπαίδευση στα πανεπιστήμια κυρίως μέσω software και computational design, αλλά το αντικείμενο αυτό πρέπει να είναι μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου έρευνας. Γι’ αυτό τα τελευταία τέσσερα χρόνια άφησα το Λονδίνο και επικεντρώθηκα στην Κύπρο και στο Ίνσμπρουκ, με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα. Δεν υπάρχουν απευθείας πτήσεις για το Ίνσμπρουκ, οπότε πάντα περνάω από την Αθήνα και το Decode. Το localization, λοιπόν, είναι και πρόκληση και πρόβλημα, και απαιτεί σωστό ισοζύγιο ανάμεσα στον ακαδημαϊκό και επαγγελματικό χώρο.
Β. Τι διαφορές διακρίνεις μεταξύ των σχολών και των προγραμμάτων τους στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό; Πόσο εμφανές είναι αυτό στα portfolios των υποψηφίων που θέλεις να προλάβεις;
Π. Το εξωτερικό δεν αποτελεί έναν ομογενοποιημένο χώρο. Κυρίως οι σχολές του Λονδίνου και της Αγγλίας έχουν σημαντικές διαφορές από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εδώ και αρκετές δεκαετίες, δόθηκε μεγάλη μάχη ώστε να αποδεσμευτεί η αρχιτεκτονική εκπαίδευση από την τεχνική εκπαίδευση, με στόχο να απελευθερωθεί η δημιουργικότητα και το καλλιτεχνικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Αυτό είναι η βασική διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα, όπου η εκπαίδευση είναι περισσότερο δομημένη και εστιασμένη στο ιστορικό υπόβαθρο, στη θεωρία και στην κατασκευή, με ιδιαίτερη έμφαση στις τεχνικές λεπτομέρειες.
Στο Λονδίνο, το τεχνικό κομμάτι αναλαμβάνει το επαγγελματικό πλαίσιο, δηλαδή η αγορά εργασίας και το σύστημα RIBA Part 3, που αποτελεί επιπλέον εξετάσεις που πρέπει να περάσει κάποιος για να γίνει πλήρως αρχιτέκτονας. Αυτή η εξέταση απαιτεί περίπου έναν χρόνο επιπλέον εκπαίδευσης μετά το πτυχίο. Μεταφέροντας έτσι το βάρος της τεχνικής εκπαίδευσης μετά το πτυχίο, το Λονδίνο καταφέρνει να απελευθερώσει σημαντικό μέρος της δημιουργικότητας των φοιτητών — κάτι που σε μεγάλο βαθμό λείπει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εκτός ίσως από την Αμερική.
Όσοι τελειώνουν στην Ελλάδα συνήθως συνεχίζουν σε μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς έχουν ήδη λάβει μια πολύ καλά δομημένη εκπαίδευση, με υψηλό επίπεδο ωριμότητας. Έτσι, μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτητικές μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, έχοντας καλύτερη αντίληψη του αντικειμένου. Αυτό το «freedom of creativity» που υπάρχει στο εξωτερικό αποτελεί τη βασική διαφορά.
Στην ηπειρωτική Ευρώπη, τα προγράμματα σπουδών είναι πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα. Στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία και άλλες χώρες της περιοχής, οι σπουδές έχουν επίσης δομημένο χαρακτήρα, με έμφαση στις κατασκευές και τη θεωρία. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις, όπως το Ινσμπρουκ, το οποίο ξεχωρίζει είτε λόγω της θέσης του σε αστικά κέντρα όπως η Βιέννη, είτε επειδή έχει πιο ελεύθερο προσανατολισμό στην αρχιτεκτονική. Επιπλέον, η ελεύθερη μετακίνηση στην Ευρώπη δίνει τη δυνατότητα φοιτητών από την Ιταλία, τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ανατολική Ευρώπη να σπουδάζουν στο Ινσμπρουκ, καθώς η εγγραφή στα πανεπιστήμια του εξωτερικού είναι πιο εύκολη σε σχέση με την Ελλάδα. Στην Ελλάδα, το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων περιορίζει σημαντικά την πρόσβαση και τις επιλογές των υποψηφίων.
Β. Ξεκίνησες ένα νέο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην Κύπρο. Τι έφερες από την εμπειρία σου στο εξωτερικό και σε ποιο βαθμό η σχολή αντλεί στοιχεία από το αστικό περιβάλλον;
Π. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα. Το ξεκινήσαμε πριν από τέσσερα χρόνια μαζί με έναν συνάδελφο στην Κύπρο, τον Μιχάλη Γεωργίου, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Μας πήρε πολύ χρόνο — τέσσερα χρόνια γεμάτα συζητήσεις, συναντήσεις, συναλλαγές, επιτροπές, εγκρίσεις και αξιολογήσεις. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν το αστικό περιβάλλον της Κύπρου, το οποίο δεν είναι το ίδιο πυκνό και δυναμικό με αυτό του Λονδίνου, της Βιέννης ή του Μιλάνου.
Ήμασταν σίγουροι ότι θέλαμε να διδάξουμε το αντικείμενο του Computational Design — ένα πεδίο που μας ενδιαφέρει και τους δύο — αλλά γνωρίζαμε ότι η Κύπρος δεν αποτελεί κέντρο έρευνας για αυτό το αντικείμενο. Αναρωτηθήκαμε γιατί να έρθει κάποιος να σπουδάσει κάτι τέτοιο στην Κύπρο. Μετά από συζήτηση με το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με το Πανεπιστήμιο Ινσμπρουκ, που έχει πολύ ισχυρό υπόβαθρο στο Computational Design.
Στη συνέχεια, προτείναμε να μετατραπεί το πρόγραμμα σε εξ αποστάσεως εκπαίδευση (distance learning), όπου το μισό πρόγραμμα διεξάγεται online και το άλλο μισό με εργαστηριακή μορφή, με workshops που γίνονται στη Λευκωσία και το Ινσμπρουκ.
Αυτή η προσέγγιση ήταν πολύ χρήσιμη ειδικά κατά την περίοδο της πανδημίας, καθώς ήμασταν προετοιμασμένοι για τη διαδικτυακή διδασκαλία μέσω πλατφορμών όπως το Webex. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέραμε να υποκαταστήσουμε την έλλειψη ενός αστικού περιβάλλοντος στην Κύπρο με το περιβάλλον μιας διαδικτυακής κοινότητας Computational Design.
Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που λειτουργεί το πρόγραμμα και περιμένουμε τα αποτελέσματα των φοιτητών. Πιστεύω ότι έχουμε καταφέρει να βρούμε μια ισορροπία, καθώς τα θεωρητικά και computational μαθήματα γίνονται σε εβδομαδιαία βάση online, ενώ τα οργανωμένα workshops πραγματοποιούνται μηνιαίως στην Κύπρο και την Αυστρία. Εκεί οι φοιτητές εφαρμόζουν όσα έμαθαν. Πιστεύω ότι το πρόγραμμα θα έχει επιτυχία. Η πρώτη χρονιά είναι ιδιαίτερα απαιτητική και ενδιαφέρουσα, και ανυπομονούμε να δούμε τις διπλωματικές εργασίες των φοιτητών.
Β. Καλή επιτυχία! Το πρόγραμμα ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Τι θα άλλαζες στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα και την Κύπρο;
Π. Έχω σπουδάσει στην Ελλάδα — και αρχιτεκτονική και μεταπτυχιακό. Ο λόγος που έφυγα ήταν ότι μετά από επτά χρόνια σπουδών υπήρχε σε εμένα και στους συμφοιτητές μου ένα αίσθημα ανολοκλήρωτης εκπαίδευσης. Υπήρχε κάτι έξω από τα ελληνικά πλαίσια που δεν είχαμε πρόσβαση, και δεν είχαμε ούτε τα εργαλεία να το κατανοήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε. Με εργαλεία δεν εννοώ μόνο τις δεξιότητες σε λογισμικά και computer design, αλλά και τα μεθοδολογικά εργαλεία για να καταλάβουμε πώς παράγεται η αρχιτεκτονική στο εξωτερικό.
Αυτό το αίσθημα της ανολοκλήρωτης εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με μια πολύ δύσκολη αγορά εργασίας στην Ελλάδα και την περίπλοκη γραφειοκρατία που καταστρέφει τη δημιουργικότητα των νέων αρχιτεκτόνων, δημιουργεί έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό.
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα προσπαθούσα οι αρχιτεκτονικές σχολές, παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει, να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και εστιασμένες στην καινοτομία και την έρευνα. Δηλαδή, να βγαίνει κάποιος από τη σχολή όχι έχοντας μάθει έναν συγκεκριμένο τρόπο σχεδιασμού, αλλά έχοντας αποκτήσει μια μεθοδολογία που του επιτρέπει να δημιουργεί δικούς του τρόπους σχεδιασμού.
Θέλω να πω, να μην βγαίνει ο απόφοιτος με μία προκαθορισμένη γραμμή design και μεθοδολογία επίλυσης προβλημάτων, αλλά να φεύγει με ένα σύστημα που του επιτρέπει να δημιουργήσει μια χαρακτηριστική ταυτότητα κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας άσκησης του επαγγέλματος — την πιο σημαντική περίοδο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του αρχιτέκτονα.
Αυτό θα έκανε τις ελληνικές σχολές πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές του εξωτερικού. Επιπλέον, αν μπορούσα να επέμβω στην πολιτική της εκπαίδευσης, θα άνοιγα περισσότερο τα πανεπιστήμια σε φοιτητές από το εξωτερικό. Σήμερα, τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι πολύ απομονωμένα από διεθνείς φοιτητές. Το 90% των φοιτητών είναι Έλληνες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα επαφής με ανθρώπους από άλλες χώρες. Γι’ αυτό και πολλοί φεύγουν είτε για Erasmus είτε για μεταπτυχιακές σπουδές αμέσως μετά το πτυχίο.
Β.: Πώς συνδέεται η αγορά εργασίας με την εκπαίδευση και πώς θα μπορούσε να συνδεθεί καλύτερα;
Π.: Η σχέση μεταξύ αγοράς και εκπαίδευσης είναι καθοριστική, αλλά και πολύπλοκη. Στην Ελλάδα, η σύνδεση μεταξύ πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας είναι αρκετά αποσπασματική — τουλάχιστον όσο θυμάμαι εγώ και πιστεύω ότι ισχύει ακόμα. Υπάρχει βέβαια η ατομική προσπάθεια κάποιων καθηγητών, που ανάλογα με το ενδιαφέρον τους φέρνουν φοιτητές στα γραφεία τους ή τους προτείνουν σε συνεργάτες. Ωστόσο, το σύστημα δεν υποστηρίζει οργανωμένες, συστηματικές γέφυρες μεταξύ ακαδημαϊκού χώρου και επαγγελματικού πεδίου.
Αντίθετα, στο εξωτερικό, ειδικά στα μεγάλα γραφεία αρχιτεκτονικής και στις μεγάλες εταιρείες κατασκευών ή προμηθειών, υπάρχει έντονη και συστηματική συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Συχνά τα ίδια πρόσωπα διδάσκουν στα πανεπιστήμια και ταυτόχρονα εργάζονται στα γραφεία τους, κάτι που λειτουργεί πολύ θετικά για τους φοιτητές. Όταν ο επιβλέπων καθηγητής έχει και ενεργό ρόλο στην αγορά, μπορεί να υποστηρίξει ουσιαστικά την επαγγελματική εξέλιξη του φοιτητή, αποτελώντας και κίνητρο.
Ιδανικά, στην Ελλάδα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ετήσια ή διετή προγράμματα, όπου επαγγελματίες από μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία ή εταιρείες, είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, να αναλαμβάνουν ρόλο επισκεπτών καθηγητών. Αυτοί δεν χρειάζεται να έχουν προηγούμενη ακαδημαϊκή εμπειρία· η πρακτική τους εμπειρία αρκεί. Παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο Ίνσμπρουκ, όπου μέσω συγκεκριμένων θέσεων (best practice) δίνεται η δυνατότητα σε επαγγελματίες να διδάσκουν ακριβώς αυτό που σχεδιάζουν και υλοποιούν.
Ανοίγοντας το πανεπιστήμιο προς την αγορά εργασίας, δημιουργείται ένας γόνιμος διάλογος. Οι αρχιτέκτονες που εμπλέκονται σχολιάζουν το πρόγραμμα σπουδών, επισημαίνουν τυχόν κενά ή υπερβολικές εστιάσεις που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς και έτσι συμβάλλουν σε μία πιο σύγχρονη και ουσιαστική εκπαίδευση. Αυτό το μοντέλο θα έπρεπε να υιοθετηθεί ευρύτερα στην Ελλάδα.
Β.: Πολύ ενδιαφέρον. Όμως, τι θα συμβούλευες κάποιον που έχει ολοκληρώσει τις βασικές σπουδές του και σκέφτεται να κάνει μεταπτυχιακό; Να δουλέψει πρώτα ή να φύγει κατευθείαν για σπουδές;
Π.: Αυτό εξαρτάται πολύ από το είδος του μεταπτυχιακού που θέλει να κάνει και από την εργασία που έχει ήδη βρει ή σκοπεύει να ακολουθήσει. Οι μεταπτυχιακές σπουδές είναι πολύ σημαντικές, καθώς εξειδικεύουν το αντικείμενο στο οποίο θα εστιάσει ο αρχιτέκτονας σε όλη του την καριέρα. Αν επιλέξεις λάθος μεταπτυχιακό, που δεν σε αντιπροσωπεύει, αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, γιατί νιώθεις ότι σπούδασες κάτι που τελικά δεν χρησιμοποιείς, κάτι που λειτουργεί σαν αντικίνητρο.
Γι’ αυτό, αν έχεις τη δυνατότητα, θα ήταν προτιμότερο να δουλέψεις λίγο πριν ξεκινήσεις το μεταπτυχιακό. Η εργασιακή εμπειρία σε βοηθάει να καταλάβεις τι σε ενδιαφέρει και τι όχι στην αρχιτεκτονική, ώστε να επιλέξεις πιο σωστά τον τομέα εξειδίκευσης.
Από την άλλη, αν είσαι ήδη πολύ σαφής ως προς το τι θέλεις να σπουδάσεις και έχεις βρει το πεδίο που σε ενδιαφέρει, μπορείς να ξεκινήσεις το μεταπτυχιακό αμέσως. Πχ, αν θέλεις να πας σε ένα πρόγραμμα στο Λονδίνο πάνω στο occupational design, είναι καλό να έχεις ερευνήσει ότι υπάρχει ζήτηση για αυτό το αντικείμενο και ότι το πανεπιστήμιο έχει συνδέσεις με αντίστοιχα γραφεία. Με καλές επιδόσεις και τη σωστή δικτύωση, έχεις περισσότερες πιθανότητες να βρεις δουλειά μετά.
Εγώ, προσωπικά, ξεκίνησα το μεταπτυχιακό μου στην Architectural Association στο Λονδίνο στα 30, έχοντας ήδη τέσσερα χρόνια εργασιακής εμπειρίας. Είχα συμφοιτητές πολύ νεότερους, 21-22 ετών, και ένιωθα κάποιες φορές ότι άργησα. Όμως, η ωριμότητα και η εμπειρία που είχα αποκτήσει με βοήθησαν να εκμεταλλευτώ καλύτερα τις σπουδές μου και να προσδώσω επιπλέον αξία.
Β.: Φοβήθηκες καθόλου το να αφήσεις πίσω την εργασία σου και να ξεκινήσεις τις σπουδές; Δεν είναι δύσκολο να διακόψεις μια επαγγελματική πορεία, ειδικά όταν έχεις βρει ήδη μια θέση στην αγορά;
Π.: Είναι σίγουρα δύσκολο και εξαρτάται από τις συνθήκες. Πολλοί νέοι, ειδικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (2009-2015), δεν είχαν άλλη επιλογή από το να φύγουν στο εξωτερικό, αφού η προσφορά εργασίας ήταν πολύ περιορισμένη.
Το πιο δύσκολο είναι να πετύχεις το τρίπτυχο: να είσαι στην αγορά εργασίας και να κάνεις καλή δουλειά, να ακολουθήσεις μεταπτυχιακές σπουδές και στη συνέχεια να επιστρέψεις και πάλι στην αγορά εργασίας, ιδανικά σε αντικείμενο σχετικό με τις σπουδές σου. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά όταν γίνεται σωστά, προσθέτει σημαντική αξία στην καριέρα σου.
Β. Ναι, αυτό είναι πιο δύσκολο.
Π. Δημιουργείται ένα κενό στην πρακτική σου εξάσκηση, το οποίο προσπαθείς να καλύψεις με ακαδημαϊκή έρευνα, την οποία όμως δεν μπορείς να εφαρμόσεις στην πράξη, αφού επιστρέφεις πίσω στο σημείο που ξεκίνησες. Αν όμως έχεις το δικό σου γραφείο, όπως εγώ, και βρεις τρόπο να το διαχειρίζεσαι με συνεργάτες, τότε μπορείς να φύγεις για μεταπτυχιακές σπουδές και να επιστρέψεις εφαρμόζοντας όσα έμαθες. Αυτό λειτουργεί σαφώς ως κίνητρο και προσθέτει πραγματική αξία στην πρακτική άσκηση.
Β. Φαντάζομαι πως είναι και αναζωογονητικό. Τι συμβουλές θα έδινες σε έναν νέο αρχιτέκτονα;
Π. Είναι δύσκολη ερώτηση. Με βάση την εμπειρία μου, δεν υπάρχει μια γενική συνταγή. Θα έλεγα όμως να δώσει χρόνο στον εαυτό του για να διαμορφώσει τον δικό του χαρακτήρα στο design. Να εστιάσει στο ίδιο το σχεδιαστικό κομμάτι. Πολύ συχνά οι αρχιτέκτονες αφήνουν κατασκευαστικά, οικονομικά ή γραφειοκρατικά ζητήματα να επηρεάσουν και να περιορίσουν τον σχεδιασμό τους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα του design. Αξίζει να παλέψει κάποιος για το design, ακόμη κι αν το περιβάλλον στην Ελλάδα είναι δύσκολο και καταπιεστικό για τη δημιουργικότητα.
Παράλληλα, θα του πρότεινα να επιτρέψει στον εαυτό του μια πενταετία ή ακόμα και μια δεκαετία, ειδικά στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, για να διαμορφώσει αυτό το χαρακτήρα στο design. Όμως δεν πρέπει να δεσμευτεί πολύ νωρίς σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όσο αυτή δεν υλοποιείται, μπορεί να λειτουργήσει συνθλιπτικά για τις φιλοδοξίες και τη δημιουργικότητά του. Αν αναγκαστεί να κλειστεί σε ένα μοτίβο πολύ νωρίς, περιορίζει και την ελευθερία του να εξελιχθεί, να προσαρμοστεί και να δημιουργήσει νέες κατευθύνσεις στο design.
Β. Τι ψάχνεις να δεις σε ένα portfolio;
Π. Εξαρτάται από το τι θέση ψάχνεις να καλύψεις. Αν για παράδειγμα αναζητάς project manager, θα ψάξεις διαφορετικά στοιχεία απ’ ό,τι αν ψάχνεις designer. Όμως γενικά, σε portfolio πρόσφατων αποφοίτων αρχιτεκτονικής, βασικό είναι να βρεις εκείνα τα δείγματα εργασιών που αποδεικνύουν ότι ο υποψήφιος μπορεί να φέρει σε πέρας όσα περιγράφει.
Συνήθως, το portfolio αποτελείται από τις εργασίες που έχει κάνει ο φοιτητής κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κατανοήσεις ποιο από αυτά τα ερευνητικά αντικείμενα τον χαρακτηρίζει πραγματικά. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να δεις τι έχει κάνει ο ίδιος στις ομαδικές εργασίες και να καταλάβεις τον σχεδιαστικό του χαρακτήρα.
Αν ο ίδιος δεν έχει ξεκαθαρίσει τι τον ενδιαφέρει, τότε πρέπει να προσπαθήσεις εσύ να εντοπίσεις το αντικείμενο που μπορεί να τον κινητοποιήσει θετικά, αν τον προσλάβεις. Σήμερα, ένα αρνητικό στοιχείο σε ένα portfolio είναι όταν αυτό περιορίζεται μόνο σε conceptual design ή εικόνες project, χωρίς να δείχνει την ικανότητα να υλοποιήσει και να παραδώσει ολοκληρωμένα σχέδια.
Είναι σημαντικό να φανεί ότι ο υποψήφιος έχει τη δυνατότητα να παράγει deliverables σε επίπεδο αρχιτεκτονικής, είτε πρόκειται για λεπτομερή σχέδια, είτε για 3D απεικονίσεις, είτε για οικοδομικές λεπτομέρειες. Ένα portfolio που δείχνει μόνο ιδέες χωρίς πρακτική εφαρμογή, δυσκολεύει πολύ την αξιολόγηση και δημιουργεί αρνητική εντύπωση.
Όποιος διαβάζει ένα portfolio ψάχνει να δει αν ο φοιτητής έχει τα ενδιαφέροντα, τις ικανότητες και την ωριμότητα να ολοκληρώσει έναν πλήρη κύκλο έργου, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επιλογή προσωπικού.
Β. Μας είπες νωρίτερα πως βρίσκεσαι σε μια φάση αναδιοργάνωσης του γραφείου. Πώς γίνεται η μετάβαση από ένα γραφείο όπου το κάθε project το διαχειρίζεσαι ατομικά — «one-liner», όπως είπες — σε ένα συνεργατικό, research-based γραφείο;
Π. Το πρώτο βήμα που κάναμε ήταν να αλλάξουμε χώρο. Μετακομίσαμε σε ιδιόκτητα γραφεία, τα οποία ανακαινίσαμε ώστε να αντανακλούν τον νέο τρόπο εργασίας που θέλουμε να εφαρμόσουμε. Δημιουργήσαμε πιο ανοιχτούς, open space χώρους, συνεργατικά περιβάλλοντα, όπου η επικοινωνία γίνεται εύκολα, ακόμα και με συνεργάτες από το εξωτερικό, μέσω Webex και άλλων online πλατφορμών. Η αλλαγή χώρου λειτουργεί ως μια μεταβατική φάση — δεν θεωρούμε το παρελθόν αρνητικό, αλλά πλέον το επάγγελμα έχει αλλάξει και χρησιμοποιούμε αυτήν την αλλαγή για να μας ωθήσει σε νέους τρόπους οργάνωσης και συνεργασίας.
Να πω εδώ ότι το γραφείο ιδρύθηκε από τον πατέρα μας το 1972. Το πιο σημαντικό που κάναμε τα τελευταία δύο χρόνια ήταν να καθίσουμε και να σχεδιάσουμε βραχυπρόθεσμες στρατηγικές ανάπτυξης. Συζητήσαμε ποιοι πελάτες μάς ενδιαφέρουν, με ποιο τρόπο θέλουμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους και ποιο είναι το πελατολόγιό μας. Αντί να περιμένουμε απλώς να μας προσεγγίζουν οι πελάτες, αποφασίσαμε να αναλάβουμε εμείς την πρωτοβουλία και να κατευθύνουμε τις δραστηριότητές μας.
Για να γίνει αυτή η μετάβαση, έπρεπε να απομακρυνθούμε από την προσέγγιση των έργων ως «one-liner». Δηλαδή, πλέον τα projects δεν τα μοιράζουμε απλώς σε επιμέρους μέρη, ούτε λέμε «ο καθένας να κάνει το δικό του». Αντιθέτως, τα διαχειριζόμαστε ομαδικά και προσπαθούμε να αναπτύξουμε πολλαπλά σενάρια και εκδοχές του σχεδιασμού. Πριν προτείνουμε μια λύση στον πελάτη, έχουμε ήδη επεξεργαστεί διαφορετικές προσεγγίσεις, ώστε να αποδεικνύουμε ότι η πρόταση μας βασίζεται σε εμπεριστατωμένη έρευνα και σκέψη.
Επιπλέον, προσπαθούμε να είμαστε όσο πιο διεπιστημονικοί γίνεται. Έχουμε συνεργάτες με διαφορετικά υπόβαθρα και προελεύσεις, ακόμα και από το εξωτερικό. Το τελευταίο διάστημα έχουμε προσλάβει άτομα από την Αλβανία και την Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι κάθε νέα πρόσληψη φέρνει ένα ιδιαίτερο προστιθέμενο αξία στο γραφείο και στα projects. Προσπαθούμε να αποφύγουμε το μοντέλο με ξεκάθαρους lead designers και αντίθετα στηρίζουμε τη συλλογική δημιουργία, ενώ παράλληλα συνεργαζόμαστε και με γραφεία στην Ελλάδα για μεγάλα έργα.
Αυτή η μετάβαση δεν είναι απλώς μια αναζήτηση νέας σχεδιαστικής κατεύθυνσης, αλλά μια ανανέωση της γενικότερης προσέγγισης στην αρχιτεκτονική. Θεωρούμε ότι κάθε δεκαετία ένα γραφείο πρέπει να επανεξετάζει τον τρόπο που λειτουργεί και προσεγγίζει τη δουλειά του.
Β. Φτάσαμε στην τελευταία μας ερώτηση. Πώς επηρεάζει σήμερα η τεχνολογία τον τρόπο που γίνεται η αρχιτεκτονική; Έχει απελευθερώσει τη δημιουργικότητά μας;
Π. Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Καταρχάς, θα διαχωρίσω την τεχνολογία σε δύο επίπεδα: την εφαρμογή στην κατασκευή και την εφαρμογή στο σχεδιασμό. Στον τομέα της κατασκευής, η τεχνολογία έχει σίγουρα δώσει στον αρχιτέκτονα περισσότερες δυνατότητες να υλοποιήσει σχέδια που παλαιότερα θα ήταν δύσκολα ή αδύνατα. Οι κατάλογοι με τα διαθέσιμα δομικά υλικά ανανεώνονται συνεχώς, όπως και οι τεχνολογίες κατασκευής εξελίσσονται διαρκώς. Αυτό βοηθά σημαντικά, αλλά αποτελεί περισσότερο εξέλιξη στη δυνατότητα κατασκευής παρά στη δομή της ίδιας της αρχιτεκτονικής.
Αυτό που πραγματικά απελευθερώνει τη δημιουργικότητα είναι η εφαρμογή της τεχνολογίας στο σχεδιασμό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο λογισμικό, που επιτρέπει ταχύτερο και πιο λεπτομερειακό σχεδιασμό, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι σήμερα οι νεαροί φοιτητές και απόφοιτοι αρχιτεκτονικής, με ελάχιστους πόρους, μπορούν να συμμετέχουν ενεργά σε projects ή διαγωνισμούς. Με δύο laptops, μπορούν να διαχειριστούν ολόκληρο τον κύκλο — από τη σύλληψη της ιδέας, το σχεδιασμό, την τρισδιάστατη αναπαράσταση, μέχρι και την προετοιμασία υλικών για υλοποίηση. Κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο στο παρελθόν, όπου για να συμμετάσχει κάποιος σε διαγωνισμούς ή να αναπτύξει projects, χρειαζόταν να ενταχθεί σε μεγάλα γραφεία με τα ανάλογα μέσα και προϋπολογισμό.
Αυτή η δυνατότητα, να δημιουργείς από ένα home office και να κυνηγάς projects και πελατολόγιο, αποτελεί μια πραγματική επανάσταση για την αρχιτεκτονική. Αποδόμησε σε μεγάλο βαθμό τα μεσαίου μεγέθους παραδοσιακά γραφεία σε όλο τον κόσμο. Τα πολύ μεγάλα γραφεία δεν επηρεάστηκαν τόσο, αφού παρέχουν εκτός από σχεδιασμό και ολοκληρωμένη διαχείριση έργων.
Επομένως, όσοι νέοι αρχιτέκτονες δεν εκμεταλλεύονται αυτές τις δυνατότητες — δεν συμμετέχουν σε διαγωνισμούς, δεν δημιουργούν έστω και υποθετικά projects, δεν εξελίσσονται συνεχώς — χάνουν ένα σημαντικό εργαλείο για να παραμείνουν επίκαιροι και ανταγωνιστικοί στο πεδίο του design.
Β. Συμφωνώ απόλυτα. Παύλο, σε ευχαριστούμε πολύ που ήσουν μαζί μας.
Π. Σε ευχαριστώ, Βασίλη, για την πρόσκληση και την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Β. Να είσαι καλά και καλή συνέχεια.