P

L

R

Effie Kasimati

Effie Kasimati

Στο 46ο επεισόδιο της καθημερινής σειράς podcast Archisearch Talks, με θεματική “Advice to Young Architects”, στο πλαίσιο του Archisearch Career Days, φιλοξενούμε δύο σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες που επιστρέφουν με πολύτιμες εμπειρίες από το εξωτερικό: τον Δημήτρη Γροζόπουλο και την Έφη Κασιμάτη.

Ο Δημήτρης Γροζόπουλος είναι αρχιτέκτονας με μεταπτυχιακές σπουδές στον αστικό σχεδιασμό και το τοπίο. Έχει εργαστεί στο Λονδίνο σε γραφεία με εξειδίκευση στον αστικό σχεδιασμό και το master planning, ενώ δίδαξε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα τοπίου του Kingston University of London. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις, συνέδρια και αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, αποσπώντας πολυάριθμες διακρίσεις. Ο δημόσιος χώρος και, ειδικότερα, οι αναπλάσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνάς του, με συμμετοχές σε διοργανώσεις όπως το 3ο Συνέδριο Αρχιτεκτονικής και Τουρισμού στη Ρόδο (2018), η 15η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (2016) και το Think Space Conference στο Ζάγκρεμπ (2013).

Η Έφη Κασιμάτη είναι αρχιτέκτονας με μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΜΠ, στο UCL και στο LSE, με αντικείμενο τον αστικό σχεδιασμό, τα real estate και την urban economics. Έχει εργαστεί στο γραφείο Foster + Partners στο Λονδίνο, συμμετέχοντας σε έργα μεγάλης κλίμακας σε Ευρώπη, Κίνα και Μέση Ανατολή. Η προσωπική της δουλειά έχει δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια, μεταξύ των οποίων το Digital Research and Arts, η 15η Biennale της Βενετίας, κ.ά. Σήμερα και οι δύο δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην Αθήνα, στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, του αστικού σχεδιασμού και του real estate.

Βασίλης: Δημήτρη, Έφη, καλώς ήρθατε και καλωσορίσατε πίσω στην Ελλάδα!

Έφη: Καλώς σας βρήκαμε και ευχαριστούμε θερμά για την πρόσκληση. Πρόκειται για μια εξαιρετική πρωτοβουλία από το Archisearch – οι Design Ambassadors συνεχίζουν να ανοίγουν νέους δρόμους.

Δημήτρης: Ευχαριστούμε πολύ, Βασίλη, για την πρόσκληση και για τη συνέπεια με την οποία στηρίζεις την κοινότητα. Τα podcasts, ειδικά εν μέσω COVID, ήταν μια καινοτόμα ιδέα. Είναι εξαιρετικό που δίνεται βήμα σε νέους και φοιτητές να ακούσουν διαφορετικές φωνές του χώρου.

Βασίλης: Πώς καταλήξατε στο Λονδίνο για σπουδές και τα πρώτα επαγγελματικά σας βήματα;

Έφη: Για μένα, το Λονδίνο ήταν πάντα ένας στόχος. Μετά το πρώτο μου μεταπτυχιακό στο ΕΜΠ στην Αθήνα, ήθελα να εμβαθύνω στον αστικό σχεδιασμό και στο computational design. Έτσι, βρέθηκα στο UCL και πολύ σύντομα στο γραφείο των Foster + Partners, ακόμα πριν ολοκληρώσω το μεταπτυχιακό μου. Η πόλη και το πολυπολιτισμικό της περιβάλλον με εντυπωσίασαν εξαρχής και μου προσέφεραν απίστευτες εμπειρίες.

Δημήτρης: Η Έφη ήταν πιο συνειδητοποιημένη στο να πάει Λονδίνο. Για μένα ήταν μια πρόκληση – ήθελα να πειραματιστώ σε επαγγελματικό και ακαδημαϊκό επίπεδο με αντικείμενα που ήταν δύσκολο να εξερευνήσω στην Ελλάδα, ειδικά γύρω στο 2015, όταν η αγορά ήταν πολύ περιορισμένη. Το Λονδίνο είναι ένας από τους κορυφαίους προορισμούς για αρχιτέκτονες και δεν είναι τυχαίο που χαρακτηρίζεται ως “Design Capital”: σύμφωνα με μια έρευνα του New London Architecture, το 50% των αρχιτεκτονικών έργων παγκοσμίως περνάει από εκεί.

Βασίλης: Με τι ασχοληθήκατε στο διάστημα που εργαστήκατε στο Λονδίνο;

Έφη: Εργάστηκα στο Foster + Partners σε μεγάλο εύρος έργων: από βιομηχανικό σχεδιασμό και interior, έως master plans ολόκληρων πόλεων. Το γραφείο λειτουργεί με λογική campus: αρχιτέκτονες, μηχανικοί, interior designers και ακόμα και μουσικοί εργάζονται κάτω από την ίδια στέγη. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η χρήση της τεχνολογίας και η έμφαση στην έρευνα – για παράδειγμα, η συνεργασία με τη NASA για projects καινοτομίας. Η ομάδα αστικού σχεδιασμού, στην οποία συμμετείχα, είχε μια διεπιστημονική σύνθεση με αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, οικονομολόγους και αναλυτές. Αυτό, για μένα, ήταν μια πολύτιμη εμπειρία.

Δημήτρης: Εγώ δεν ήμουν τόσο σταθερός σε ένα γραφείο. Δούλεψα σε διάφορα, δίδαξα στο Kingston University, και είχα εμπλοκή σε έργα στη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία. Σε κάποια φάση αισθάνθηκα πως, ενώ ζούσα στο Λονδίνο, δεν είχα γνωρίσει την αρχιτεκτονική κουλτούρα της ίδιας της πόλης. Έτσι, επέλεξα να εργαστώ στο γραφείο Fletcher Priest Architects, που τότε ανέλαβε ένα πολύ σημαντικό έργο: μια συμπράξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την κατασκευή 1.000 κατοικιών. Ήταν εν μέσω Brexit και housing crisis, γεγονός που έκανε την εμπειρία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.

Η επαφή με τον δημόσιο τομέα στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν, επίσης, ένα απρόσμενο μάθημα. Υπήρχαν πολλές διαβουλεύσεις, συναντήσεις με τον δήμο, ενστάσεις από πολίτες – διαδικασίες που θυμίζουν τις δυσκολίες που συχνά εντοπίζουμε και στην Ελλάδα.

Στο Fletcher Priest, όπως και στο γραφείο που περιέγραψε η Έφη, η δουλειά εξελίσσεται σε πολλαπλές κλίμακες. Σχεδιάζαμε την επέκταση ολόκληρης πόλης και παράλληλα εστιάζαμε σε δημόσιους χώρους, δρόμους, εισόδους κτιρίων. Αυτή η καθολική προσέγγιση –από το urban scale έως το interior– είναι κάτι που θεωρώ μοναδικό.

– Πολλές φορές εξιδανικεύουμε το εξωτερικό και αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα σαν “χαμένη υπόθεση”. Είναι όμως πράγματι έτσι; Πώς βλέπετε την κατάσταση σήμερα;

Έφη Κασιμάτη: Πιστεύω πως η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περίοδο μετάβασης. Υπάρχουν σημαντικά έργα μεγάλης κλίμακας, όπως το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος ή το Ελληνικό, στο οποίο συμμετέχει και το γραφείο των Foster + Partners. Αυτά τα έργα μπορούν να ενεργοποιήσουν μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από την αστική αναβάθμιση, όμως για να έχουν πραγματικό αντίκτυπο, χρειάζεται να αλλάξει η κουλτούρα μας: η σχέση μας με την πόλη, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τον δημόσιο χώρο. Θεωρώ πως πρέπει να ξανασκεφτούμε την αρχιτεκτονική όχι μόνο ως κτίριο, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου αστικού συνόλου.

Δημήτρης Γροζόπουλος: Συμφωνώ. Ένα παράδειγμα που συζητείται πολύ είναι ο Μεγάλος Περίπατος στην Αθήνα. Είναι ενδιαφέρον τόσο ως αντικείμενο όσο και ως εγχείρημα στην πράξη — η κλίμακά του, η έκτασή του, αλλά και οι πρώτες αντιδράσεις του κοινού. Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας δεν είμαστε πάντα δεκτικοί απέναντι στις αλλαγές. Συχνά σπεύδουμε να κρίνουμε πριν ακόμα ολοκληρωθούν τα έργα, και αυτό γίνεται εμπόδιο στην εξέλιξή τους. Δεν υπάρχει project που να οργανώνεται άψογα από την αρχή μέχρι το τέλος — παντού προκύπτουν δυσκολίες. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει διάλογος και χρόνος.

Έφη Κασιμάτη: Ακριβώς. Και δεν είναι φαινόμενο μόνο ελληνικό. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, επισκεφθήκαμε τη Βαρκελώνη και κάναμε βόλτα στα Superblocks – ένα διεθνώς αναγνωρισμένο παράδειγμα αστικής αναβάθμισης, όπου δίνεται προτεραιότητα στον πεζό. Συζητώντας με Ισπανό φίλο μας, αρχιτέκτονα, μας έλεγε πως όταν ξεκίνησε το project υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τους κατοίκους: άλλαξαν θέσεις στάσεων λεωφορείου, έκλεισαν δρόμοι, χάθηκαν θέσεις στάθμευσης. Όμως με τον χρόνο –ένα ή δύο χρόνια μετά– τα οφέλη έγιναν εμφανή. Αυτό δείχνει ότι οι αλλαγές απαιτούν χρόνο και προσαρμογή.

Δημήτρης Γροζόπουλος: Νομίζω είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Στην Ελλάδα –όπως και στον ευρύτερο Νότο– τείνουμε να εκφραζόμαστε έντονα, ενίοτε και πρόωρα. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζουμε καλά τις δυνατότητες αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Εμείς προσπαθούμε να διατηρούμε μια αισιόδοξη στάση. Υπάρχουν ευκαιρίες – αρκεί να υπάρχει υπομονή, επιμονή και επαγγελματισμός.

Πριν την πανδημία, παρατηρήσαμε –και μέσα από το Archisearch– μια μικρή “έκρηξη” στον κατασκευαστικό και δημιουργικό τομέα. Γραφεία άρχισαν να παρουσιάζουν τη δουλειά τους με μεγαλύτερη εξωστρέφεια, συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς και δράσεις. Ελπίζουμε ότι αυτή η δυναμική θα συνεχιστεί.

Έφη Κασιμάτη: Σχετικά με τον Μεγάλο Περίπατο, πράγματι υπάρχουν ζητήματα ως προς τον σχεδιασμό και την υλοποίηση – και ορθώς γίνεται συζήτηση γύρω από τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και τη λειτουργία του θεσμού στην Ελλάδα. Όμως πρόκειται για πιλοτικό έργο, και πιστεύουμε πως υπάρχει περιθώριο για βελτιώσεις και για πιο οργανωμένες παρεμβάσεις στο μέλλον. Δεν φανταζόμαστε ότι θα ολοκληρωθεί απλώς με το βάψιμο των δρόμων. Αναμένουμε τη συνέχεια, ενδεχομένως με αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, με πιο συστηματική προσέγγιση. Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια πιο ψύχραιμη στάση και να δώσουμε χρόνο στις αλλαγές να ωριμάσουν.

Δημήτρης Γροζόπουλος: Σε τελική ανάλυση, η επιτυχία τέτοιων παρεμβάσεων δεν κρίνεται μόνο από τις μελέτες ή τα αρχιτεκτονικά σχέδια, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο τα έργα αυτά βιώνονται από τους πολίτες. Αν ο κόσμος αρχίσει να περπατάει περισσότερο, να χρησιμοποιεί τον ποδηλατόδρομο ή να περνάει χρόνο σε δημόσιους χώρους όπως γύρω από τον Εθνικό Κήπο, τότε θα έχει επιτευχθεί ο σκοπός.

– Πόσο εύκολα μεταφέρεται η επαγγελματική εμπειρία από το εξωτερικό στην ελληνική πραγματικότητα, που έχει τις δικές της πολεοδομικές και θεσμικές ιδιαιτερότητες;

Δημήτρης Γροζόπουλος: Νομίζω ότι για όσους επιστρέφουν από το εξωτερικό, υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να μεταφέρουν και να ενσωματώσουν στον τρόπο λειτουργίας των γραφείων εδώ. Σίγουρα, υπάρχουν και τομείς στους οποίους απαιτείται προσαρμογή – είτε αυτό αφορά την ελληνική πολεοδομική νομοθεσία, είτε άλλες ιδιαιτερότητες της αγοράς.

Πολλά ελληνικά γραφεία έχουν ήδη υιοθετήσει μοντέλα εργασίας του εξωτερικού – είτε επειδή διατηρούν συνεργασίες ή παραρτήματα εκτός Ελλάδας, είτε επειδή αντιλαμβάνονται ότι αυτό τους προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η δομή των ομάδων, η κουλτούρα, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται – όλα αυτά εξελίσσονται. Βλέπουμε ολοένα και περισσότερα γραφεία να επενδύουν σε λογισμικά όπως το PERE, να βελτιώνουν το επίπεδο των παρουσιάσεων και της επικοινωνίας του concept.

Μου είχε κάνει εντύπωση πρόσφατα που άκουσα τους K-Studio να αναφέρονται σε yoga classes και wine tasting nights για την ομάδα τους. Αυτό δείχνει πως βρισκόμαστε σε μια φάση ανανέωσης, όπου το περιβάλλον εργασίας επηρεάζεται από νέες ιδέες, που φέρνουν οι νέες γενιές.

Έφη Κασιμάτη: Συμφωνώ. Η επιστροφή αρχιτεκτόνων –και γενικά επαγγελματιών με εμπειρία στο εξωτερικό– που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, έχει θετικό αντίκτυπο. Το διαπιστώσαμε και εμείς ζώντας στο Λονδίνο: πολλοί φίλοι και συνάδελφοι επέστρεφαν στην Ελλάδα, είτε από το Ηνωμένο Βασίλειο, είτε από τη Ζυρίχη, την Ολλανδία κ.λπ.

Η πανδημία ανέδειξε τις δυνατότητες της τηλεργασίας και έδειξε ότι η ελληνική αγορά μπορεί να προσαρμοστεί σε πιο ευέλικτα μοντέλα. Πολλοί από εμάς είχαμε ήδη εξοικειωθεί με remote work και εργαλεία συνεργασίας εξ αποστάσεως. Αυτό βοήθησε στη γρήγορη προσαρμογή των γραφείων στην Ελλάδα και άνοιξε τον δρόμο για ένα διαφορετικό εργασιακό μέλλον – πιο σύγχρονο, πιο συνεργατικό, και κυρίως πιο εξωστρεφές.

Είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι πλέον μιλάμε για brain gain, ενώ μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσε το brain drain. Σιγά σιγά επιστρέφουν ταλαντούχοι άνθρωποι. Τι θα συμβουλεύατε, λοιπόν, έναν νέο ή μια νέα αρχιτέκτονα στα πρώτα τους βήματα;

Δημήτρης: Είναι μια δύσκολη ερώτηση και καταλαβαίνω πια τη δυσκολία της, γιατί τη θέταμε και εμείς παλιότερα στο What’s Next του Art Studies σε καλεσμένους μας. Αν και νιώθουμε ακόμη «νέοι» για να δώσουμε συμβουλές, θα προσπαθήσω να απαντήσω.

Προσωπικά, θα έλεγα δύο πράγματα: Πρώτον, να μην επαναπαύονται. Και δεύτερον, να επενδύουν και να επιμένουν στο ταλέντο τους. Η καθημερινότητα και οι δυσκολίες του δημιουργικού χώρου μπορούν εύκολα να μετατρέψουν το επάγγελμα σε ρουτίνα. Όμως στην αρχιτεκτονική και το design αυτό, κατά τη γνώμη μου, απαγορεύεται.

Η απόφασή μας να πάμε στο Λονδίνο –και αργότερα να επιστρέψουμε στην Ελλάδα– ήταν δύσκολη και απαιτούσε να βγούμε από τη ζώνη άνεσής μας. Τελικά, όμως, μας ωφέλησε: μάθαμε να προσαρμοζόμαστε γρήγορα σε νέα περιβάλλοντα και αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά.

Όσο για την επιμονή στο ταλέντο, θα μοιραστώ μια προσωπική εμπειρία: Όταν πήγαμε στο Λονδίνο το 2015, από τις πρώτες κιόλας συνεντεύξεις και την αποστολή portfolios, παρατήρησα πόσο πολύ εκτιμάται το σκίτσο στον αρχιτεκτονικό χώρο. Στην Ελλάδα, ως φοιτητής, το χρησιμοποιούσα περισσότερο ως εργαλείο στη σχολή. Όμως εκεί κατάλαβα τη δύναμή του.

Έτσι, το 2017 συμμετείχα σε έναν διεθνή διαγωνισμό αρχιτεκτονικού σχεδίου στο Λονδίνο, με κριτική επιτροπή από καλλιτέχνες σημαντικών μουσείων και εκπροσώπους από αρχιτεκτονικά γραφεία, όπως το Foster + Partners. Ο διαγωνισμός είχε τρεις υποκατηγορίες και κατέκτησα την πρώτη θέση στη μία από αυτές.

Πολύ σημαντική διάκριση. Συγχαρητήρια!

Δημήτρης: Ευχαριστώ πολύ. Με αφορμή αυτή τη βράβευση, ταξίδεψα στο Βερολίνο, καλεσμένος στο World Architecture Festival, όπου γνωρίσαμε από κοντά τον Norman Foster, αλλά και τον Senior Partner και Art Director του γραφείου, με τον οποίο αργότερα συνδιοργανώσαμε και εργαστήρια σκίτσου και ζωγραφικής – μια συγκλονιστική εμπειρία.

Όλο αυτό μου έδειξε κάτι σημαντικό: ένα φαινομενικά «συμπληρωματικό» εργαλείο, όπως το σκίτσο, μπορεί να γίνει το στοιχείο που σε ξεχωρίζει – είτε στη συνέντευξη, είτε στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Γι’ αυτό, η επιμονή στο ταλέντο και η ανάδειξή του αξίζει.

Πολύ σωστά. Ουσιαστικά επένδυσες σε κάτι που σε χαρακτήριζε, κάτι αυθεντικό, το οποίο αποτέλεσε το δικό σου “unique selling proposition”. Ξεχώριζε μέσα στον όγκο από renders και παρουσιάσεις που κυκλοφορούν.

Δημήτρης: Ακριβώς. Και παίζει ρόλο και η αγορά στην οποία βρίσκεσαι. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το σκίτσο είχε έναν πιο περιορισμένο ρόλο, ενώ στο Λονδίνο ή την Κοπεγχάγη αναδεικνύεται ως βασικό εκφραστικό μέσο. Αυτό αλλάζει εντελώς και τη δική σου οπτική. Το περιβάλλον πολλές φορές αναδιαμορφώνει και τη ματιά σου.

Πολύ σωστά. Εφη, εσύ;

Έφη: Θα ξεκινήσω από μια παρατήρηση γύρω από τις συνεντεύξεις, γιατί νομίζω ότι είναι ένα κομμάτι που και οι δύο βιώσαμε στο Λονδίνο. Κάτι που συχνά παραβλέπουμε ως φοιτητές είναι το πόσο σημαντικός είναι ο ανθρώπινος παράγοντας – ο χαρακτήρας.

Στέλνεις ένα portfolio, φυσικά, όμως δεν μιλάει από μόνο του. Στη συνέντευξη, το πάθος σου για αυτό που κάνεις, ο τρόπος που μιλάς για τη δουλειά σου και το ταλέντο σου, είναι αυτά που τελικά σε ξεχωρίζουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το feedback που έλαβα από τη συνέντευξή μου στους Foster + Partners ήταν πως αυτό που μέτρησε, εκτός από τη δουλειά, ήταν η προσωπικότητα και το πόσο έδειξα ότι αγαπώ αυτό που κάνω.

Ένα ακόμη σημείο που θέλω να προσθέσω –ίσως ως αντίποδα του σκίτσου– είναι το κομμάτι του computational design και των τεχνολογικών εργαλείων. Είναι κι αυτό ένα είδος «ταλέντου», μία αγάπη για την τεχνολογία, που μπορεί να σε κάνει να ξεχωρίσεις. Για παράδειγμα, στο γραφείο Foster + Partners, υπάρχει ομάδα με περισσότερο καλλιτεχνικό προσανατολισμό, αλλά και άλλη που είναι επικεντρωμένη στην καινοτομία και την τεχνολογία. Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί να ξεχωρίσει αρκεί να βρει αυτό που αγαπά και να επενδύσει σε αυτό.

Πολύ ενδιαφέρον. Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι ακόμα για τα πρώτα βήματα των νέων αρχιτεκτόνων;

Έφη: Θα έλεγα ότι έχει αξία να δοκιμάζει κανείς διαφορετικά πεδία και να έρχεται σε επαφή με άλλες επιστήμες. Προσωπικά, πέρασα από διάφορα αντικείμενα: έκανα ένα μεταπτυχιακό στο ΕΜΠ με πιο φιλοσοφικό προσανατολισμό, στη συνέχεια ένα δεύτερο στην Πάτρα στο πεδίο του Urban Design και των τεχνολογικών εργαλείων, και τέλος στο LSE, ένα πρόγραμμα πάνω στο Real Estate και την Urban Economics.

Αυτός ο πειραματισμός μπορεί να γίνει μέσα από σπουδές, σεμινάρια ή και συνεργασίες με ανθρώπους από άλλους κλάδους. Πιστεύω πολύ στη διεπιστημονικότητα. Μπορεί να αποκτήσεις μια πιο σφαιρική αντίληψη, να συνδυάσεις τον σχεδιασμό με την οικονομία, το real estate ή την κοινωνιολογία. Μέσα από την εμπειρία μου στο γραφείο Foster + Partners συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να συνεργαζόμαστε με άλλες ειδικότητες. Δεν μπορεί ο αρχιτέκτονας να σχεδιάζει ένα κτίριο και να περιμένει ότι θα το αναλάβει άλλος. Σήμερα, που καλούμαστε να διαχειριστούμε σύνθετα ζητήματα, η συνεργασία μεταξύ κλάδων είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

Πολύ ωραία. Έφη και Δημήτρη, σας ευχαριστώ θερμά για τη συζήτηση.

Έφη & Δημήτρης: Εμείς σε ευχαριστούμε, Βασίλη! Ελπίζουμε να τα πούμε και σύντομα από κοντά.

Με μεγάλη χαρά. Καλή επιτυχία στα νέα σας ξεκινήματα στην Ελλάδα.

Ευχαριστούμε πολύ – ανυπομονούμε και για τα υπόλοιπα επεισόδια!

Καλή συνέχεια και συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία.